Μάρτιος 2009
Σε συνέντευξή του στο Balkanalysis.com (14-12-2008) [1], ο καθηγητής Γλωσσολογίας και Βαλκανικών Σπουδών Βίκτωρ Φρίντμαν (Victor Friedman), παρουσιάζει τους Έλληνες ως ένα εξόχως αντιδημοκρατικό και καταπιεστικό έθνος, από την αρχαιότητα έως σήμερα, και τοποθετεί τον ρόλο της Ελλάδας στα Βαλκάνια κάτω από ένα πολύ αρνητικό πρίσμα. Τα βασικά του επιχειρήματα περιστρέφονται γύρω από αυτό που ο ίδιος θεωρεί ως καταπίεση της πολυγλωσσίας και των μειονοτήτων στην Ελλάδα, την οποία συνδέει με τη διένεξη μεταξύ Ελλάδος και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (πΔΓΜ) σχετικά με το θέμα του ονόματος της γείτονος χώρας. Ως πανεπιστημιακοί, μερικοί από εμάς μάλιστα μελετητές του πολιτισμού και της ιστορίας της Μακεδονίας, θεωρούμε ότι έχουμε χρέος να παρουσιάσουμε μια διαφορετική άποψη και να αντικρούσουμε τους ισχυρισμούς του κ. Friedman σχετικά με την ταυτότητα του νεότερου Ελληνικού έθνους και την πραγματική φύση της παρούσας διένεξης μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι η απόφασή μας να απαντήσουμε στους ισχυρισμούς του κ. Friedman σε μορφή ανοικτής επιστολής ελήφθη όταν ο τελευταίος αρνήθηκε να αποδεχθεί την πρόσκληση μας γιά δημόσια συζήτηση στο διαδικτυακό forum καθηγητών πανεπιστημίου το οποίο φιλοξενείται στον ιστοχώρο του Hellenic Electronic Center*.
Η απροκάλυπτη μεροληψία του Friedman διαφαίνεται ξεκάθαρα από το περιεχόμενο της ακόλουθης δήλωσης του: «Οι Έλληνες ξεγλυστρούν εκμεταλλευόμενοι την εικόνα «του λίκνου της δημοκρατίας» που έχει δημιουργηθεί για την χώρα τους! Ποιος κοροϊδεύει ποιον! Ένας από τους θεσμούς της αρχαίας Ελλάδας ήταν η ιδιοκτησία σκλάβων». Η δήλωση αυτή δεν χρειάζεται περαιτέρω σχόλια. Είναι όντως λυπηρό το γεγονός ότι μια τέτοια δήλωση προέρχεται από έναν διανοούμενο καθηγητή πανεπιστημίου.
Εμείς δεν θα απαντήσουμε με παρόμοιες εκφράσεις φθηνού εντυπωσιασμού. Αντίθετα, θα επιμείνουμε σε γεγονότα και ακαδημαϊκές πηγές, ώστε να αποσαφηνίσουμε τους ισχυρισμούς του Friedman, οι οποίοι, εκ πρώτης όψεως, μπορεί να φαίνονται πειστικοί σε αναγνώστες που δεν είναι εξοικειωμένοι με το παρελθόν και την πρόσφατη ιστορία της περιοχής των Βαλκανίων.
1) Ο Friedman ισχυρίζεται ότι «οι Έλληνες έχουν προσπαθήσει να καταστρέψουν τον πολιτισμό και τη παιδεία των Σλάβων από την εποχή του Μεσαίωνα». Αυτός ο ισχυρισμός αποτελεί κατάφωρη διαστρέβλωση της αλήθειας, αφού αντιθέτως η συμβολή Ελλήνων του Βυζαντίου στην ανάπτυξη των πολιτισμών της Ρωσίας, της Βουλγαρίας και της Σερβίας, όταν οι πληθυσμοί τους πρώτο-ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό, ήταν τεράστια και καθοριστική [2]. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Friedman δεν αναφέρει ότι η γραπτή σλαβική γλώσσα αναπτύχθηκε από τους Βυζαντινούς Θεσσαλονικείς λόγιους μοναχούς Κύριλλο και Μεθόδιο. Ο Friedman επίσης παραβλέπει: α) τη μέγιστη συνεισφορά στην ρωσική λογοτεχνία και φιλοσοφία του φωτισμένου Αγιορίτη μοναχού του 15ου αιώνα, Μάξιμου του Γραικού [3], β) το έργο των Ελλήνων αδελφών Ιωαννίκη και Σοφρώνη Λειχούδη (Λίκχουντ), που ίδρυσαν το πρώτο κέντρο ανώτατης εκπαίδευσης στην Ρωσία, την Σλάβο-Ελληνο-Λατινική Ακαδημία της Μόσχας, το έτος 1687 [4] και γ) τη διαχρονική αφοσίωση της Μητρός Εκκλησίας (Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως) και του Ελληνοορθόδοξου κλήρου προς τους απανταχού Σλάβους εν Χριστώ αδελφούς. Η σχέση αυτή παίρνει σάρκα και οστά στα κείμενα επιστολών του λόγιου θεολόγου του 19ου αιώνα και απολογητή της Ανατολικής Εκκλησίας, Κωνσταντίνου Οικονόμου εξ Οικονόμων, υπέρμαχου των ιστορικών δεσμών και της στενής συγγένειας μεταξύ Ελλήνων και Σλάβων δια μέσου των αιώνων [5].
2) Ο Friedman υιοθετώντας μια απόλυτη και άκαμπτη άποψη για τις γλωσσικές διαφορές σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, αμφισβητεί την ίδια την πεμπτουσία της νεοελληνικής ταυτότητας, χωρίς να λαμβάνει υπόψιν -τουλάχιστον ιστορικά- την διαχρονική παράδοση της συμμετοχικής Ρωμιοσύνης, του φυσικού προδρόμου του σύγχρονου Ελληνικού έθνους. Η έννοια της Ρωμιοσύνης από πολλές απόψεις είναι παρόμοια με αυτήν της «Ελληνικής Κοινοπολιτείας», η οποία υπερβαίνει φυλετικές διαφορές και γλωσσικά στεγανά. Μη λαμβάνοντας υπ’ όψιν την έννοια αυτή, σε σχέση με το ιστορικό πλαίσιο της πολυγλωσσίας στην περιοχή των Βαλκανίων, ο Friedman, παρεμπιπτόντως, απηχεί προηγούμενες απόψεις Ελλήνων γλωσσολόγων όπως του Λουκά Τσιτσιπή [6] από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και του Κώστα Καζάζη [7] από το Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ο Friedman –ο οποίος έχει οικειότητα με τις αρβανίτικες, βλάχικες και σλαβονικές διαλέκτους στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας αδυνατεί να αναγνωρίσει ότι οι αλλόφωνοι του Ρωμαίϊκου μιλετιού (Rum millet) στη Μακεδονία, των οποίων η μητρική γλώσσα ήταν τα βλάχικα, αρβανίτικα ή τα σλαβοφανή εντόπια ιδιώματα, όντες πιστοί υπέρμαχοι και κοινωνοί του Πατριαρχείου της Κωνσταντινουπόλεως, δεν αποτελούσαν «εξελληνισμένες» πληθυσμιακές όμαδες (μέσω εξαναγκασμού ή κατασταλτικής αφομοίωσης), αλλά σημαντικούς φορείς του Γένους με καθοριστική συμμετοχή στην διαδικασία ζύμωσης και διαμόρφωσης της νεοελληνικής εθνικής ταυτότητας και της διάδοσης των Ελληνικών γραμμάτων στην Οθωμανική Ρουμελία πολύ πριν την έκρηξη των εθνοτικών διχονιών, διασπάσεων και συγκρούσεων, και την αναζωπύρωση των εθνικισμών [8, 9].
3) Ο Friedman αναφέρεται σε αδιαφορία των Ελλήνων, ή ακόμη και σε υποτιθέμενη αντίστασή τους, στην εκμάθηση ξένων γλωσσών, σε αντίθεση με άλλους βαλκανικούς λαούς. Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι ένας γλωσσολόγος χρησιμοποιεί την (υποτιθέμενη) έλλειψη παροιμίας, κάτι παρόμοιο, λ.χ. με το «οι γλώσσες είναι πλούτος», ως απόδειξη ότι οι Έλληνες δεν εκτιμούν την αξία της πολυγλωσσίας. Αυτού του είδους η ρητορική δεν αποτελεί επιτυχές γλωσσολογικό επιχείρημα, και παρ’ ότι θα μπορούσε να γίνει ενδεχομένως αποδεκτό από μη ειδήμονες, αντικατοπτρίζει έναν τρόπο σκέψης (που ονομάζεται «ισχυρός σχετικισμός»), ο οποίος έχει σοβαρά αμφισβητηθεί από τη σύγχρονη Γλωσσολογία.
Επιστρέφοντας σε επιστημονικές πηγές, αναφέρουμε ότι ο John N. Adams, Senior Research Fellow του All Souls College της Οξφόρδης στο βιβλίο του "Διγλωσσία και η Λατινική Γλώσσα" Cambridge University Press (2003) [10], υποστηρίζει ότι: «εδώ και καιρό υπήρχε μια συμβατική άποψη ότι οι Έλληνες ήταν αδιάφοροι ή εχθρικοί προς την εκμάθηση ξένων γλωσσών, πρόσφατα όμως έχει αποδειχθεί ότι η άποψη αυτή απέχει πολύ από την αλήθεια. Ιδιαίτερα η Λατινική ήταν ευρέως γνωστή, όπως έχει αποδειχθεί από τον Holford-Strevens και σε μαζική κλίμακα από τον Rochette.» [11]
Αξίζει να σημειωθεί αναφορικά με τη νεότερη ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Γένους), ότι μέλη του Ρωμαίϊκου μιλετιού και της Ρωμιοσύνης, από τους υψηλά ιστάμενους διπλωμάτες της Υψηλής Πύλης (δηλ. τους Φαναριώτες), έως τους πανταχού παρόντες πραματευτές των Βαλκανίων ήταν στην πραγματικότητα πολύγλωσσοι (Ελληνόφωνοι, Βλαχόφωνοι, Αρβανιτόφωνοι, Σλαβόφωνοι, Τουρκόφωνοι, Ρωσομαθείς, Γαλλομαθείς, Γερμανομαθείς και Αγγλομαθείς).
Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να αναφερθεί και η πρώιμη Ελληνική «αναγέννηση» στη Μοσχόπολη (σημερινή Αλβανία) τον 18ο αιώνα [12] και η πολιτιστική διάσταση του Ελληνισμού της Πελαγονίας (Κρούσοβο και Μοναστήρι/Μπιτόλια- σημερινή πΓΔΜ) κατά τον 19ο και αρχές του 20ου αιώνα. Αυτές οι περιοχές αποτέλεσαν κέντρα διάδοσης του ελληνικού πολιτισμού και των γραμμάτων, που προωθούνταν από δίγλωσσο ή πολύγλωσσο πληθυσμό, με έντονη ελληνική εθνική συνείδηση [8, 9]. Απομεινάρια αυτής της άλλοτε ακμάζουσας κοινότητας υπάρχουν ακόμη και σήμερα στην πΔΓΜ.
Το μνημειώδες πόνημα «Πρωτοπειρία» (Protopiria), ένα αλβανικό-γερμανικό-νεοελληνικό-βλάχικο λεξικό, γραμμένο από τον πολυμαθή κληρικό και λόγιο Θεόδωρο Αναστασίου Καβαλιώτη [13], ήταν ο πρόδρομος της συγκριτικής γλωσσολογίας στα Βαλκάνια, αποτελεί δε ισχυρό τεκμήριο της εκτεταμένης πολυγλωσσίας στο ακμάζον ελληνοβλάχικο κέντρο της Μοσχόπολης και σε όλη την επικράτεια της Οθωμανικής Ρουμελίας (συμπεριλαμβανόμενης και της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής της Μακεδονίας).
Αξίζει ακόμη να γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα πονήματα των Θωμά Πασχίδη (1879) [14] και Μιχαήλ Λαμπρυνίδη (1907) [15], τα οποία ενσαρκώνουν τη συλλογική μνήμη των Αρβανιτών και Ελληνοβλάχων του Γένους κατά το δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου αιώνα. Τα έργα αυτά προσφέρουν μια απτή απόδειξη για το πως αντιλαμβάνονταν την ελληνοαλβανική συγγένεια οι Έλληνες λόγιοι του 19ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν τα εγκάρδια και διαχυτικά συναισθήματα του Θωμά Πασχίδη, ενός δίγλωσσου-και πιθανώς πολύγλωσσου-Έλληνα Αρβανίτη Ηπειρώτη λόγιου προς τους Ελληνόβλαχους και Βούλγαρους αδελφούς. Το βιβλίο περιλαμβάνει ένα παράρτημα στα αρβανίτικα χρησιμοποιώντας ελληνικούς χαρακτήρες, το οποίο είναι ιδιαίτερα χρήσιμο και διαφωτιστικό [14].
Λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω, υποστηρίζουμε ότι ισχυρισμοί περί δήθεν παρουσίας διισταμένων εθνικών ταυτοτήτων Ελλήνων, Αρβανιτών, Βλάχων και των λεγόμενων «Σλαβομακεδόνων», που βασίζονται αποκλειστικά σε γλωσσικά στοιχεία, οφείλουν να εκτιμηθούν κριτικά, λαμβάνοντας σοβαρά υπόψιν τα δεδομένα της εποχής και της περιοχής. Είναι αξιοσημείωτο πως ο Friedman παραβλέπει ή παραγνωρίζει τη μαζική διάχυση των Arbëreshë (Αρβανιτόφωνων) στο νότο του Ελλαδικού χώρου και την Πελοπόννησο κατά τον 14ο και 15ο αιώνα (και την συναφή ιστορική διαδρομή των Stradioti). Η ζύμωση και ενσωμάτωση των Arbëreshë / Shqiptarë- των Ελληνοβλάχων/Armîn-, και των Σλαβοφώνων στο Ρωμαίϊκο μιλέτι μέσω των αιώνων παραμένει στο επίκεντρο της Ρωμιοσύνης και της νεοελληνικής εθνογένεσης.
Έτσι λοιπόν, από μια σύγχρονη ανθρωπολογική και ιστορική σκοπιά, οι άκαμπτοι και απόλυτοι εθνογλωσσικοί «ορισμοί» και διαχωρισμοί που προωθούνται από τον Friedman χρήζουν κριτικής επανεξέτασης. Σε μεγάλο βαθμό, τα ιδεολογήματα του Friedman είναι εν τέλει άνευ σημασίας για τους αρβανίτικης ή βλάχικης καταγωγής Έλληνες, των οποίων η σύγχρονη ταυτότητα έχει διαμορφωθεί μέσω της συλλογικής τους συμμετοχής στην νεοελληνική βιωματική εμπειρία των τελευταίων δύο (ενδεχομένως και περισσοτέρων) αιώνων.
Η Διακήρυξη των ομογενών Βορειοηπειρωτών των περιοχών της Κορυτσάς και Κολόνιας διεκδικώντας την Ένωση της γενέτειρας τους με την Ελλάδα (που δημοσιεύθηκε από την «Πανηπειρωτική Ένωση Αμερικής» στη Βοστώνη το 1919) αποτελεί αδιάσειστο τεκμήριο ως προς την πρόσληψη Ελληνικής ταυτότητας από τους Αλβανόφωνους, Βλαχόφωνους και Ελληνόφωνους της Ν. Αλβανίας/ Β. Ηπείρου. http://www.helleniccomserve.com/pdf/Declaration%20of%20Northern%20Epirotes%20in%2019%5B1%5D...pdf
Αν και το όραμα του Ελληνοβλάχου διαφωτιστή του 18ου αιώνα Ρήγα Βελεστινλή Θετταλού (Φεραίου) για τη δημιουργία μιας μετα-οθωμανικής Βαλκανικής Ομοσπονδίας-Κοινοπολιτείας, υπεράνω περιφερειακών και εθνογλωσσολογικών διαφορών, δεν υλοποιήθηκε, εν τούτοις η ιδέα αντανακλούσε τα συναισθήματα πολλών ρηξικέλευθων Ελλήνων της εποχής. Αλλά η διαδικασία της «εθνικής αφύπνισης» είχε αρχίσει και οι διασπαστικές δυνάμεις δούλευαν ήδη, απεργαζόμενες τη μερική διάσπαση της Ρωμιοσύνης, που ακολουθήθηκε από μια παρατεταμένη και ανεξέλεγκτη περίοδο περιφερειακών έριδων και συγκρούσεων, οι οποίες δυστυχώς επιβιώνουν ως σήμερα. Η ανάδυση του «Μακεδονισμού» είναι σύμπτωμα όψιμης «αφύπνισης», που οφείλεται εν μέρει στην συνεισφορά διανοουμένων όπως ο Δρ. Victor Friedman.
4) Το επιχείρημα του Friedman πως «οι Έλληνες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι οι Μακεδόνες δεν μπορούν να έχουν απαίτηση στο όνομα Μακεδονία, παρά μόνον αν κατάγονται από τους αρχαίους Μακεδόνες», είναι εντελώς παραπλανητικό. Η βάση της διένεξης μεταξύ Ελλάδας και πΓΔΜ έγκειται στην απροκάλυπτη απόπειρα της κυβέρνησης της πΓΔΜ να οικειοποιηθεί ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας (βλέπε π.χ. http://faq.macedonia.org/history/ και http://www.macedonia-timeless.com/). Ως μέρος του άρτι κατασκευασθέντος εθνικού μύθου της, η πΔΓΜ επέλεξε να αναγάγει τις ιστορικές της ρίζες στην κλασική αρχαιότητα, υποβαθμίζοντας την κατά κύριο λόγο σλαβονική πολιτιστική κληρονομιά της πλειοψηφίας του πληθυσμού της, την οποία μοιράζεται με τους συγγενείς του Βούλγαρους. Για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του ιστορικού Ευάγγελου Κωφού, κορυφαίου ειδικού και εμπειρογνώμονα στη σύγχρονη ιστορία της Μακεδονίας, το συνολικό δόγμα του «Μακεδονισμού» «σφετερίζεται ένα ένδοξο παρελθόν, το οποίο είχε καταγραφεί στα χρονικά της ελληνικής κληρονομιάς, σχεδόν μια χιλιετία πριν την εμφάνιση σλαβικών φύλων στην περιοχή» [16]. (Σ.Σ. Για 1000 σχεδόν χρόνια από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν υπήρχε καμιά σλαβική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή).
Όμως εκτός από τις μεγαλεπήβολες ιδεοληψίες, που φθάνουν μέχρι την αρχαιότητα, υπάρχει μια ακόμη πιο σκοτεινή πλευρά στον εθνοκεντρικό εθνικό μύθο του «Μακεδονισμού». Στο επίκεντρο του συγκεκριμένου προβλήματος είναι η νοσηρή έμμονη ενασχόληση με θέματα φυλής, DNA, απλοτύπων HLA και άλλων παρεμφερών, που αποτελούν τη βάση ενός ευρύτερου μύθου φυλετικής καθαρότητας. Στον ιστότοπο:
http://www.youtube.com/watch?v=PZJ62MGF7xI&feature=related
μπορεί να δει κανείς ανεπεξέργαστο υλικό από μια προπαγανδιστική ταινία με τίτλο: “Makedonska Molitva” (Μακεδονική Προσευχή), το οποίο προβλήθηκε στο υπό κρατικό έλεγχο κανάλι MTV1 των Σκοπίων. Αξίζει να προσέξει κανείς ότι το βίντεο κορυφώνεται με ένα κρεσέντο που αναμιγνύει Βιβλικές αποκαλυπτικές ψευδαισθήσεις με απροκάλυπτα ρατσιστικούς απόηχους μιας άλλης εποχής. Έτσι ο αφηγητής, χρησιμοποιώντας ελληνογενείς όρους, απευθύνει τα λόγια του Θεού στα παιδιά του Ήλιου και των λουλουδιών, λέγοντάς τους ότι η Μητέρα Γη γέννησε τρεις φυλές: Τους Μακεδονίδες = λευκή φυλή, τους Μογγολίδες = κίτρινη φυλή και τους Νεγρίδες = μαύρη φυλή (ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι μιγάδες). Και ο Θεός συνέχισε λέγοντας στους Μακεντόνσκι ότι «Όλοι οι λευκοί είναι αδέλφια σας, διότι έχουν «μακεδονικά» γονίδια» [17]. Είναι πραγματικά λυπηρό το ότι ο Friedman προτίμησε να υποβαθμίσει τη σημασία και τις μακροπρόθεσμες συνέπειες της νοσηρής εθνικιστικής διαπαιδαγώγησης που διαπνέει τα σχολικά προγράμματα της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην πΓΔΜ.
Οι Έλληνες από την πλευρά τους δεν τρέφουν καμιά εχθρότητα προς τους πολίτες της πΓΔΜ και επιθυμούν την ειρηνική και παραγωγική συνύπαρξη των δύο λαών. Η Ελλάδα επιδιώκει ειλικρινά τον αμοιβαίο σεβασμό και την εξεύρεση μιας βιώσιμης πολιτικής λύσης στο πρόβλημα με τον βόρειο γείτονά της και βεβαίως δεν αρνείται στους πολίτες της πΓΔΜ την ταυτότητα ή τις ταυτότητές τους. Σε αυτήν τη διένεξη, ή Ελλάδα απλώς προσπαθεί να καταστήσει σαφή τη εθνο-πολιτιστική διαφορά ανάμεσα στην ελληνική Μακεδονία και την πΔΓΜ. Έχοντας αυτό κατά νου, ευχόμαστε να αρχίσουν οι πολίτες της πΔΓΜ να αμφισβητούν την κρατική προπαγάνδα και να αναλογιστούν την πρόσφατή τους ιστορία. Υπήρξαν για μισό αιώνα θύματα μιας προπαγανδιστικής εκπαίδευσης κάτω από ένα ολοκληρωτικό καθεστώς. Συνεχίζοντας αυτήν την πάγια παράδοση, το άρθρο 6 του νόμου για την «επιστημονική ερευνητική δραστηριότητα», που δημοσιεύθηκε στην «Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Μακεδονίας» (αρ. 13/96 και 29/02), απαγορεύει οποιαδήποτε έρευνα πάνω στην εθνοτική ταυτότητα των πολιτών της πΔΓΜ. Πιστεύουμε ότι τέτοια μανιώδης ενασχόληση με την εθνική ταυτότητα κατά τον 21ο αιώνα, συνδυασμένη με παραποίηση της ιστορίας, μόνο ζημιά προκαλεί στους πολίτες της πΔΓΜ.
Ως γεωγραφική περιοχή η Μακεδονία ήταν από παλιά γνωστή για την εθνο-γλωσσική της ποικιλότητα, στην οποία οφείλει τη γένεσή του ο όρος «μακεδονική σαλάτα». Δεν είναι λοιπόν η Μακεδονία μία χώρα ή η κοιτίδα ενός έθνους, αλλά μια γεωγραφική περιοχή (με διαφορετικά όρια σε διάφορες ιστορικές περιόδους), μέρη της οποίας ανήκουν σήμερα σε τρία κράτη, το καθένα με τη δική του πολιτιστική κληρονομιά, εθνική ταυτότητα και συλλογική μνήμη. Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό το ότι τα Σκόπια ισχυρίζονται πως όλη η γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας είναι μέρος της “tatkovina”, δηλαδή της πατρογονικής γης του έθνους τους, εγείροντας πρακτικά αξιώσεις σε «αλύτρωτες» περιοχές στην ελληνική Μακεδονία [18]. Δεν πρόκειται περί "κρυφής ατζέντας". Η κυβέρνηση της πΓΔΜ έχει δημοσιεύσει και κυκλοφόρησε κυβερνητικό χάρτη που δείχνει την πΓΔΜ να εκτείνεται σε Ελληνικό έδαφος, συμπεριλαμβανομένης και της Θεσσαλονίκης [19].
Για να περάσουμε τώρα στο θέμα της αρχαίας Μακεδονίας, η ελληνική ταυτότητα της είναι αναμφισβήτητη. Ιστορικά, αρχαιολογικά και γλωσσικά τεκμήρια πιστοποιούν την ελληνικότητα της αρχαίας Μακεδονίας— και για πιο συγκεκριμένα και εκτενή ιστορικο-πολιτικά στοιχεία αναφερόμαστε εδώ ενδεικτικά στην κλασική εργασία του καθηγητή Nicholas Hammond “The Macedonian State” (Clarendon Press, Oxford, 1989). Σε ό,τι αφορά την γλώσσα, η αττική διάλεκτος επικράτησε ως γλώσσα της Αρχαίας Μακεδονίας ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τις 1044 επιγραφές που περιέχονται στη συλλογή Inscriptiones Thessalonicae et Viciniae (ISBN 3 11 0018594), έναν από τους πιο ογκώδεις και σύνθετους τόμους του corpus του Βερολίνου, ο οποίος περιλαμβάνει όλες τις γνωστές επιγραφές της Θεσσαλονίκης (από τον 3ο αιώνα π.Χ. ως τον 7ο ή 8ο μ.Χ.), οι περισσότερες είναι ελληνικές, ενώ υπάρχουν και μερικές λατινικές (προσωπική επικοινωνία με τον Δρα. John C. Rouman ομότιμο καθηγητή κλασικών σπουδών στο πανεπιστήμιο του New Hampshire) [20]. Oσον αφορά την παλαιότερη γλώσσα (για την οποία υπάρχουν αποσπασματικά στοιχεία), επικρατεί σήμερα η άποψη ότι ήταν ελληνική διάλεκτος. Ο όρος «ελληνική» (Hellenic) προτάθηκε από τον καθηγητή Brian Joseph (Ohio State University) [20] για τη γλωσσική υπο-οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών που περιλαμβάνει τη μακεδονική και τις άλλες ελληνικές διαλέκτους. Αυτή η κατάταξη έχει γίνει δεκτή από το LINGUIST, τον επίσημο ιστότοπο της γλωσσολογικής επιστήμης, βλ.
http://www.linguistlist.org/forms/langs/GetListOfAncientLgs.html και http://linguistlist.org/forms/langs/get-familyid.cfm?CFTREEITEMKEY=IEG)
Στην πρώτη ιστοσελίδα επισημαίνεται συγκεκριμένα ότι «Μακεδονική είναι η αρχαία γλώσσα του μακεδονικού βασιλείου στη Βόρεια Ελλάδα και τη σύγχρονη Μακεδονία, κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη σύγχρονη μακεδονική γλώσσα, που συγγενεύει στενά με τη σλαβονική βουλγαρική (η έμφαση δική μας). Για περισσότερες αναφορές στο θέμα αυτό μπορεί κανείς να συμβουλευθεί τα ακόλουθα άρθρα: α) Γ. Μπαμπινιώτης, “Ancient Macedonian: The Place of Macedonian among the Greek Dialects” in : A. M. Tamis (ed.), Macedonian Hellenism, Melbourne 1990, pp. 241-250 β) C. Brixhe, A. Panayotou, Le Macédonien in: Langues indo-européennes, ed. Bader, Paris, 1994, 205–220 και γ) J. Chadwick, The Prehistory of the Greek Language, Cambridge 1963.
5) Ο ισχυρισμός του Friedman ότι το ελληνικό κράτος εφήρμοσε καταπιεστικά μέτρα σε βάρος της «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα, έχει πολιτικά κίνητρα. Πάνω από όλα παραποιεί την πραγματική δημογραφική κατάσταση στους νομούς της βορειοδυτικής Ελληνικής Μακεδονίας, αγνοώντας το γεγονός ότι η χρήση τοπικών σλαβοφανών/σλαβονικών ιδιωμάτων/διαλέκτων είναι διαδεδομένη στους δίγλωσσους αυτόχθονες Μακεδόνες με αναμφισβήτητα ελληνική εθνική ταυτότητα. Αυτοί οι δίγλωσσοι Έλληνες Μακεδόνες (που ήταν γνωστοί και ως Γραικομάνοι) αποτελούσαν, μαζί με τους Ελληνόβλαχους, τη ραχοκοκαλιά της Ρωμιοσύνης και του Ελληνισμού στην περιοχή κατά τη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Ο Friedman θα έπρεπε μέχρι τώρα να είχε αναγνωρίσει το γεγονός ότι συχνά η εθνική ταυτότητα στη Μακεδονία ήταν μάλλον αποτέλεσμα προσωπικών επιλογών, αφού ακόμη και μέλη τη ίδιας οικογένειας μπορεί να διακηρύσσουν ότι έχουν διαφορετικές εθνικές/εθνοτικές ταυτότητες. Και μολονότι η Ελλάδα αμφισβητεί, στη βάση του ορισμού, την ύπαρξη «μακεδονικής» μειονότητας, το αυτοπροβαλλόμενο σαν «κόμμα της μακεδονικής μειονότητας στην Ελλάδα» Ουράνιο Τόξο-Vinozhito, απολαμβάνει πλήρη αναγνώριση από το ελληνικό κράτος (και εμφανίζει αμελητέα ποσοστά στις εκλογές), ενώ τα μέλη του είναι απολύτως ελεύθερα να εκφράσουν ανοικτά τα παράπονα και τις διαφορετικές του απόψεις.
Το τρέχον πρόβλημα της γείτονος χώρας περιπλέκεται από την συνεργασία μεγάλης μερίδας του πληθυσμού της, καθώς και ορισμένων σλαβοφώνων κατοίκων της Ελλάδας, με τις Ιταλικές και Γερμανικές κατοχικές δυνάμεις (1941-1944) [22] και την αναζωπύρωση παλιών οικογενειακών διαμαχών και έκφρασης παραπόνων από τον καιρό του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα (1945-1949), που ξαναβγήκαν στην επιφάνεια, εξαιτίας της ρεβανσιστικής πολιτικής, την οποία ακολουθεί μια τρίτη γενιά πολιτικών στα Σκόπια, συσπειρωμένη κατά κύριο λόγο, στο εθνικιστικό κόμμα VMRO-DPMNE [16, 22]. Μερικοί από αυτούς, όπως ο σημερινός πρωθυπουργός Νικόλα Γκρουέφσκι, αυτοπροσδιορίζονται ως «Αιγαιακοί Μακεδόνες» (Egejski) πολιτικοί πρόσφυγες, με βάση τις οικογενειακές τους ρίζες στην Ελληνική Μακεδονία [16]. Η ουσία του ζητήματος είναι αξιώσεις για αποζημιώσεις ή/και επαναπατρισμό, θέματα που άλλες χώρες που αντιμετώπισαν αυτονομιστές που συνεργάστηκαν με τον κατακτητή (όπως η Τσεχία και η Πολωνία) δεν δέχονται ούτε να συζητήσουν [22, 23]. Ενώ τα τελευταία τριάντα χρόνια οι Έλληνες κατάφεραν να επουλώσουν πολλά από τα τραύματα του εμφυλίου πολέμου, υπάρχουν ακόμη νωπές μνήμες, ακόμη και μεταξύ μελών του ΚΚΕ, από τις ανατρεπτικές ενέργειες των «Μακεντόνσκι» αυτονομιστών ανταρτών της ΝΟΦ, που έθεσαν σε κίνδυνο την εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής Μακεδονίας. Παίζοντας το χαρτί των Egejski μισόν αιώνα αργότερα, εν μέσω διαπραγματεύσεων για το ακανθώδες «θέμα του ονόματος», η θέση των Σκοπίων, αντί να είναι εποικοδομητική, γίνεται όλο και περισσότερο αδιάλλακτη και επιθετική.
Κλείνουμε τονίζοντας ότι η επιδίωξη φθηνού εντυπωσιασμού και η προκατάληψη, όπως αυτές επιδεικνύονται στη συνέντευξη του καθηγητη Victor Friedman, δεν εξυπηρετούν ούτε την ιστορική αλήθεια, ούτε τον εποικοδομητικό επιστημονικό ή πολιτικό διάλογο. Και σίγουρα δεν βοηθούν τον λαό της πΔΓΜ. Κανείς διανοούμενος ή επιστήμονας δεν θα έπρεπε να αισθάνεται άνετα με το να ανέχεται, πόσω μάλλον να προωθεί, τέτοιου είδους ρητορικές.
1. Συνέντευξη του Victor Friedman στην Balkanalysis.com
http://www.balkanalysis.com/2008/12/14/victor-friedman-on-macedonia-the-balkanalysiscom-interview/
Δυστυχώς όσο θα είμαστε ένα προτεκτοράτο τόσο θα μας τον φοράνε οι κάθε λογής πελάτες του νταβατζή μας,άμα δεν είσαι ισχυρός να σε σέβονται και όποιος δε σε σέβεται να του σπας τα δόντια θα είσαι μια ζωή ένα άθλιο κρατιδιάκι γιουνανιστάκι έρμαιο στις ορέξεις του οιουδήποτε.Χ.Π.
ΑπάντησηΔιαγραφήton evraio ki'an ton pleneis, to sapouni sou xalas - pou lene...
ΑπάντησηΔιαγραφή