Του Τασου Tελλογλου
O (επίορκος) ορθοπεδικός που ζητεί υλικά για κάποια επέμβαση στο γόνατο πρέπει να χρησιμοποιήσει την κατάλληλη «αργκό»: Οταν ρωτά τον προμηθευτή ιατροφαρμακευτικού υλικού «έχετε κάτι φιλικό στον χρήστη;», αυτό σημαίνει ότι προσδοκά υψηλά ποσοστά κέρδους για τον ίδιο από την... επιτυχή επιλογή του υλικού. «Υπάρχουν γιατροί που ζητούν κάτι ανάμεσα στο 20% και το 25%, ενώ για υλικά επέμβασης στη σπονδυλική στήλη το ποσό μπορεί να φτάσει μερικές χιλιάδες ευρώ» λέει, και καταγγέλλει, στην «Κ» ένας προμηθευτής που επιλέγει να διατηρήσει ανωνυμία.
Το πρόβλημα για τους προμηθευτές ιατροφαρμακευτικού υλικού είναι ότι τα χρήματα, η «προμήθεια» στους γιατρούς πρέπει να καταβληθεί «μπροστά», διαφορετικά το εμπόρευμά τους δεν περνάει την πόρτα του δημόσιου νοσοκομείου. Μάλιστα λέγεται ότι στα ορθοπεδικά, τα ακτινολογικά και τα υλικά επεμβατικής καρδιολογίας αυτός είναι ο κανόνας. «Δίνουμε 500.000, 800.000, ακόμα και ένα εκατομμύριο μπροστά για να τα πάρουμε μετά από δύο χρόνια…» λέει στην «Κ» ένας προμηθευτής από την Κρήτη, περιοχή με δημόσια νοσοκομεία που έχουν τη φήμη των πιο «ευάλωτων» σε περιστατικά διαφθοράς. Πριν από λίγα 24ωρα, ο Κ., ένας προμηθευτής από το Ηράκλειο, αυτοκτόνησε. «Είχε εξοφλήσει τους πάντες και ο ίδιος δεν είχε πληρωθεί επί χρόνια» μας λέει ένας άλλος προμηθευτής που επίσης επιθυμεί να μην κοινοποιηθεί το όνομά του.
Πρόστιμα στις ΗΠΑ
Το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να αντλήσει χρήσιμα συμπεράσματα από το απονενοημένο διάβημα αυτού του ανθρώπου, αν βεβαίως αποφάσιζε να αναζητήσει πρόσωπα και πράγματα. Οπως αλλωστε και από τα τεράστια πρόστιμα που επέβαλε το Security and Exchange Commission (SEC) των ΗΠΑ σε μία σειρά εταιρειών - κολοσσών που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα, μετά την παραδοχή ότι «λάδωναν» Ελληνες γιατρούς κρατικών νοσοκομείων.
Στις 24 Μαΐου 2008, η «Κ» είχε κάνει αναφορά στην αγορά της εταιρείας PLUS (Μάιος του 2007) από την βρετανική εταιρεία ορθοπεδικών Smith & Nephew. Η «Κ» είχε κάνει λόγο τότε για ισχυρές ενδείξεις χρηματισμού γιατρών, που στοίχισαν στη μητρική εταιρεία, που αγόρασε την Plus, ούτε λίγο ούτε πολύ, 100 εκατομμύρια δολάρια.
H Plus πραγματοποιούσε ένα μεγάλο τμήμα των πωλήσεών της στη μικρή ελληνική αγορά, που ωστόσο ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά της στην Ευρώπη. Ο έλεγχος των βιβλίων (due dilligence) της Plus δεν έδειξε το παραμικρό επιλήψιμο στοιχείο, αλλά όταν οι έμπιστοι άνθρωποι του νέου ιδιοκτήτη ήρθαν στην Ελλάδα έπεσαν από τα... σύννεφα.
«Περίεργες», «μαύρες» πληρωμές στα «κατάλληλα πρόσωπα» ήταν η πρακτική που επικρατούσε. Σήμερα η «Κ» γνωρίζει ότι η βρετανική εταιρεία αποφάσισε να καταργήσει αυτή την άνομη πρακτική και να στραφεί στο SEC (επιτροπή ελέγχου του χρηματιστηρίου Νέας Υόρκης) αποκαλύπτοντας τέτοιου είδους πρακτικές στην ευρωπαϊκή και ιδιαίτερα στην ελληνική αγορά. Παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα του πρώτου τριμήνου του 2008, ο Ντέιβιντ Ιλινγκβορθ από την Smith & Nephew τόνιζε:
«Ως τμήμα υπεύθυνο για την ενσωμάτωση της Plus, ανακαλύψαμε συγκεκριμένες πρακτικές πωλήσεων στην Ευρώπη που είναι απαράδεκτες για την εταιρεία S&N. Διενεργήσαμε ενδελεχή έρευνα που βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη και αμέσως προσαρμόσαμε τις πρακτικές των πωλήσεων στα στάνταρντς της S&N. Αυτό είχε επίδραση στην επίδοσή μας του πρώτου τριμήνου ιδιαίτερα στην Ελλάδα»...
Τον Ιανουάριο του 2008, όταν η εταιρεία Plus σταμάτησε να «αμείβει» γιατρούς στο νοσοκομείο που φέρει το όνομα του ιδρυτή του ΕΣΥ Γ. Γεννηματά στην Αθήνα, γιατροί του νοσοκομείου έστρεψαν το ενδιαφέρον τους, μέσα σε διάστημα ελάχιστων ημερών, σε έναν ιταλικό οίκο. «Αυτό είναι το πρόβλημα, ότι σε κάποια νοσοκομεία διαλέγουν υλικά όχι με κριτήριο την ποιότητα αλλά από τα πόσα δίνεις στους γιατρούς…» σχολιάζει προμηθευτής.
Η Plus λειτουργούσε μέσω «ντίλερ» με τον ίδιο τρόπο στα νοσοκομεία Λάρισας, «Παπανικολάου», Ηρακλείου και φυσικά στο ΚΑΤ. Τα χρήματα δίνονταν σε πολλές περιπτώσεις «στο χέρι» μέσω του «ντίλερ». Η ιστορία της Plus όμως, αν και πασίγνωστη στην αγορά, «δεν έκανε το αυτί κάποιου αρμοδίου να ιδρώσει» και οι προμηθευτές γελάνε για την αποτελεσματικότητα των φοροεισπρακτικών μηχανισμών που δραστηριοποιούνται συνήθως κατά των «μικρών» του κλάδου. Και λόγω των κρατούντων στη χώρα μας, η Smith and Nephew επαναδιαπραγματεύτηκε την τιμή αγοράς της Plus και στις 22 Ιανουαρίου 2009 ανακοίνωσε ότι την «κατέβασε» στα 740 από τα (αρχικώς) 889 εκατομμύρια δολάρια.
Τον Φεβρουάριο του 2007 ο αμερικανικός κολοσσός Johnson and Johnson ανακοίνωσε με δική του πρωτοβουλία στις αμερικανικές αρχές ότι «κάποιες από τις θυγατρικές του εταιρείες έκαναν αντικανονικές (improper) πληρωμές σε σχέση με την πώληση ιατρικών ειδών σε δύο χώρες με μικρή αγορά...». Η εταιρεία αποκάλυψε ότι οι ενέργειες των αλλοδαπών θυγατρικών της ήταν αντίθετες με την πολιτική της εταιρείας και ίσως ενέπιπταν στην εφαρμογή του νόμου για τη «διαφθορά στο εξωτερικό».
Oι δύο «μικρές αγορές» δεν είναι άλλες από την Ελλάδα και την Πολωνία, όπως αποκάλυψε η ίδια η Johnson & Johnson στην επιτροπή του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης. Οι παράνομες δραστηριότητες αφορούν την εταιρεία ορθοπεδικών ειδών Depuy. Η επικεφαλής αξιωματούχος της Depuy απομακρύνεται από τη θέση της για τον τρόπο που διαχειρίζεται τα «μαύρα χρήματα». Αλλά εκείνο που εντυπωσιάζει τις αμερικανικές αρχές είναι ότι στις δύο περιπτώσεις (Plus, Depuy) οι εταιρείες χρησιμοποιούν τον ίδιο «ντίλερ» για την προσέγγιση των ιατρών των νοσοκομείων.
Tόσο οι S&N όσο και η J&J δηλώνουν σε όλους τους τόνους ότι συνεργάζονται απολύτως με τις αμερικανικές αρχές. Η J&J αποφασίζει να απορροφήσει πλήρως την Depuy καταργώντας την αυτονομία της και δηλώνει ότι βάζει τέλος στις πρακτικές της. Στις 25 Σεπτεμβρίου του 2007, το SEC αποφασίζει να επεκτείνει τις έρευνές του από τα ορθοπεδικά στα προϊόντα επεμβατικής καρδιολογίας. Ζητεί από την αμερικανική εταιρεία Medtronic, από τις κορυφαίες του κλάδου, στοιχεία και πληροφορίες για «συγκεκριμένους τρόπους αντικανονικών πληρωμών γιατρών που πληρώνονται από την κυβέρνηση στη Γερμανία, την Πολωνία και την Ελλάδα».
Η εταιρεία δεν έχει άλλη επιλογή από το να συνεργαστεί με τις αμερικανικές αρχές και να εξηγήσει τις υψηλές πληρωμές σε μία «ντίλερ» της στην Ελλάδα. Κι ενώ οι αμερικανικές αρχές εργάζονται πυρετωδώς και τα κλιμάκια των γραφείων που απασχολούν οι εταιρείες πηγαινοέρχονται στην Ελλάδα (ακριβώς όπως η Debevoice & Plimpton στην υπόθεση της γερμανικής εταιρείας Siemens) και το SEC επιβάλλει πρόστιμο 350 εκατ. δολαρίων στις εταιρείες που «λαδώνουν» γιατρούς στο εξωτερικό, οι ελληνικές αρχές εξετάζουν τους τρόπους με τους οποίους θα εξοφλήσουν τα χρέη των νοσοκομείων μεταξύ άλλων και στους προμηθευτές αυτούς...
«Από μία άποψη είναι και οι πιο ειλικρινείς», λέει στην «Κ» διοικητής νοσοκομείου της Αθήνας που γνωρίζει πολύ καλά τι έχει συμβεί «διότι έτσι κάνουν όλοι. Απλά οι Ευρωπαίοι ή οι Ελληνες προμηθευτές δεν το λένε γιατί δεν αναγκάζονται, όπως αναγκάζονται οι Αμερικανοί».
80 -100 εκατ. ευρώ σπαταλούνται ετησίως για στεντ
Την ώρα που ο προμηθευτής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου του Ηρακλείου Κρήτης αυτοκτονούσε επειδή αυτός ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις του, αλλά δεν είχε εισπράξει ποτέ αυτά που του όφειλαν, ένας άλλος προμηθευτής του χώρου της Υγείας έλεγε στην «Κ» ότι τα ελληνικά νοσοκομεία προμηθεύονται ακόμα και σήμερα ενδοαυλικούς νάρθηκες (στεντς) σε τιμή πολλαπλάσια των ευρωπαϊκών νοσοκομείων.
Κερδισμένοι αυτού του «συστήματος» υπερτιμολόγησης φέρονται οι επεμβατικοί καρδιολόγοι και όχι οι καρδιοχειρουργοί (όπως εκ παραδρομής σημείωνε ο υπογράφων την περασμένη Κυριακή).
Σύμφωνα με υπολογισμούς τριών σημαντικών προμηθευτών και των αρμοδίων δύο δημόσιων νοσοκομείων της Αθήνας, η σπατάλη –μόνο στο χώρο της επεμβατικής καρδιολογίας– αποτιμάται σε 80 - 100 εκατ. ευρώ ετησίως.
Ο προμηθευτής που μίλησε στην «Κ», –έχει κοινοποιήσει τα στοιχεία στη ΓΣΕΕ, το ΙΚΑ και το γραφείο του υπουργού Υγείας– επικαλείται το ιταλικό νοσοκομείο «Σαν Ραφαέλε» που αγοράζει τα στεντ Vision της εταιρείας Αμποτ προς 230 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα πωλείται 8 - 10 φορές ακριβότερο (1.600 - 2.200 ευρώ)! Tο ιταλικό νοσοκομείο ξεκινά τη διαπραγμάτευση με τιμή 100.000 ευρώ για 200 στεντ και μετά με διαγωνιστική διαδικασία φθάνει σε τιμή κατακύρωσης περί τα 46.000 ευρώ έχοντας πετύχει εκπτωση πάνω από 50%! Πολλές αμερικανικές εταιρείες έχουν ήδη κατατάξει την Ελλάδα στις χώρες υψηλού κινδύνου –κάπου μεταξύ Μποτσουάνας και Λεσότο– με αποτέλεσμα να «ενσωματώνεται» στο κόστος η τιμή του ρίσκου της «διαφθοράς», δηλαδή εάν μια εταιρεία απειλείται με πρόστιμα εκατοντάδων εκατομμυρίων από τις αμερικανικές αρχές, «προϋπολογίζει» το πρόστιμο στις τιμές των υλικών για την Ελλάδα που θεωρείται μια «διεφθαρμένη αγορά»…
http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_ell_100050_22/03/2009_308592
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου