Κοιτάζω το απέραντο γαλάζιο, τη σειρά των ορεινών μας όγκων, βλέπω τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, τα μικρά κατάλευκα νησιά μας και σκέφτομαι πως αυτή είναι η Ελλάδα που έχεις αγαπήσει. Γι' αυτή σου την αγάπη, σού γράφω τώρα, γιατί είναι και η δική μου αγάπη. Μη με περάσεις για γραφικό, είμαι απλά ερωτευμένος. Ερωτευμένος με «την πλευρά την Αντιπέρα του γλαυκού χορού των γιασεμιών». Έρχομαι κοντά σου με την πένα μου, εγώ, «ο ανυπόταχτος καμπούρης με τα μπαλώματα στα ρούχα» και σε καλώ να γίνεις και συ, ένας επίσης, καβγατζής ανυπόταχτος ήρωας του θεάτρου των σκιών. Τώρα που χάραξε η «χλωρή (πράσινη σαν την αρρώστια) αυγή των βράχων», τώρα που περνάμε, σαν λαός, τις πύλες του Άδου. Σου μιλούν πολλοί για κόμματα, αντίδραση, πολιτική, επαναστάσεις, σου προτείνουν τρόπους για να παλέψεις. Κι ειν' όλα αυτά καλά και αναγκαία. Όμως εσύ τα διαβάζεις βουβός! Χωρίς να εξαιρώ ή να παραγκωνίζω την αναγκαιότητα των παραπάνω ενεργειών, σού γράφω τώρα για κάτι διαφορετικό. Θέλω να σού δείξω, πέρα από τη μιζέρια και την κατήφεια των ημερών, μία εικόνα διαφορετική. Σαν απλός πολίτης, δεν έχω άλλο όπλο να παλέψω παρά την εργασία μου και τη γραφίδα. Μ' αυτά τα δυο υπάρχω. Νιώθω λοιπόν σαν να φορώ διπλό πουκάμισο. Ή μήπως, τελικά, φοράω μόνον ένα; Σου εξηγούμαι: Γίνεται ο Έλληνας καπετάνιος, οργώνει τις θάλασσες του κόσμου και φτάνει στην Ιθάκη του, έχοντας γίνει καραβοκύρης και ποιητής. Γίνεται ο Έλληνας οικοδόμος και χτίζει την τέχνη του γιγαντισμού. Μόνον εδώ η ψυχή έχει σαν νά 'ναι νόμισμα δυο όψεις: μία με τα γράμματα, (τους αριθμούς, το εμπόριο, την παραγωγή), και μία με την κεφαλή, (τη γνώση, την ποίηση, την δημιουργία). Μόνον εδώ η ψυχή χαίρεται με τους ψαλμούς της ορθοδόξου εκκλησίας μας και τα τραγούδια του ρεμπέτικου, μόνον εδώ το μπουζούκι βρίσκεται στην πρώτη θέση της συμφωνικής ορχήστρας. Μόνον εδώ το φλάμπουρο της λευτεριάς, έχει το ήρεμο χρώμα, το γαλανό του ουρανού και την αγριάδα των κυμάτων. Είμαστε ένας λαός γεμάτος αντιφάσεις, παντού και πάντα. Κινούμαστε στο δίπολο ουρανού και γης, βράχων και κυμάτων. Έχουμε τα σπίτια μας λευκά με τα παράθυρα χρωματιστά κι η πάστρα μας ειν' άνυδρη - ασβεστωμένη τόσο, που σφύζει από υγεία. Στα γκρεμνά φυτεύουμε μοναστήρια, δίπλα από 'κει που ο Θεός φύτεψε ρίγανη και φασκόμηλο. Ερχόμαστε από παλιά και πάμε πολύ μακριά στο χρόνο. Κι έχουμε και μία Παναγιά με χίλια ονόματα. Την έχεις δει στα κύματα πάνω, που τη γυροβολούνε οι ψαράδες τον δεκαπενταύγουστο με καύχημα και περηφάνια; Μη με περνάς για εθνικιστή. Στο είπα εξ' αρχής, είμαι απλά ερωτευμένος, όπως και συ άλλωστε, με τη μάνα, που έχει μια «ελπίδα μυστική σαν προσευχή»! Κι αυτής μου της αγάπης, της στέλνω χαιρετίσματα με το ακόλουθο ποίημα μου, στο οποίο θα ήθελα να βάλεις από κάτω τ' όνομά σου…
Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ
Της αλήθειας το θάμπος στον μπερντέ φωτίζει με το μακρύ του χέρι ο ανυπόταχτος καμπούρης με τα μπαλώματα στα ρούχα. Ζωγραφισμένη η ζωή του με παιχνιδίσματα σκιών για νυσταγμένα καρδιοχτύπια, σκορπίζει γέλιο και φόβο στ' αθώα ίχνη των παιδικών ονείρων με τις φιγούρες του που 'χουν παγώσει στο χειμώνα. Τη γοργή πορεία της ιστορίας στο σεντόνι χαράζουνε δυο κύματα - δυο βράχοι - η μοναξιά του Αιγαίου. Κι ο βασιλιάς του νικημένος με μάτια σιωπηλά βουλιάζει στον ιερό σορό απ' της παράγκας τα υπολείμματα. Ξέμειναν στα χαλάσματα δύο γλάστρες, βασιλικός, γεράνι και δυο σταγόνες απόσταγμα τριανταφυλλιάς. Δίχως γραφή κι ανάγνωση να ξέρει - ο ανυπόταχτος καμπούρης με τα μπαλώματα στα ρούχα - έχοντας σπιτικό του στην πλευρά την αντιπέρα του γλαυκού, χορού των γιασεμιών των λεύτερων καιρών του θερισμού και της ελιάς, που απλώνεται στ' αμμουδερά στοιχεία του χάρτη, αφήνεται από τις διαδρομές του απολύτου χρόνου στη χλωρή αυγή της ημέρας των βράχων με μιαν ευχή παράλληλα στο κύμα με δάκρυα πνιγμένα στο θυμό μ' ελπίδα μυστική, σαν προσευχή για τη βασιλοπούλα του… …ο Ταξιάρχης να φανεί, το δράκο να σκοτώσει!
Γεώργιος Ιορδάνου Οικονομίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου