Γράφει ο Σπύρος Χατζάρας . Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΧΟΡΗΓΟ. Ανένδοτος για να φύγουν οι Ψεύτες,οι κλέφτες,και οιΠροδότες.«Ου δη πάτριον εστί ηγείσθαι τους επήλυδας των αυτοχθόνων….»...
▼
4/12/13
Η Αλήθεια που δεν έχει χορηγό, αύριο κανονικά στο axisradio
«Οι Στόκοι ματαίωσαν την εκδίκαση της αγωγής τους οπότε αύριο δεν έχουμε δικαστήριο και η εκπομπή «Η Aλήθεια δεν έχει χορηγό» θα μεταδοθεί αύριο κανονικά στις 12.00 από το www.axisradio.gr
Επτά. Σε παίρνει η αριστερά, μην το ζορίζεις. Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη. Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις. Ο πιο μικρός σ' αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημιτ της μηχανής τα δυο ποδάρια. Ο Σρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι. Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο κυρ Πωτη του τοξου τη μαλάρια κι ο στραβοκάνης ο Τσιπράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα. Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι; Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα ποιος ξενος γιός θε να την πιεί σε βαυρβαρικο μπυρας ποτήρι.
Σοιμλαν αλλήθωρε, τρελλέ, που λύνεις μάγια, κατάφερε το αγκυλωτο του νότου αστέρι σωρός να πέση να σκορπίση στα σπιράγια, και πες του κάτω από ένα φερετρο να με φέρη.
Ο Αντον, του λείπει το ένα ματι, μα όλο γνέφει, τούτο τ' απίθανο σινάφι να ξεβρακώση. Εσθήρ, ποια ταλμουδικη σκορπάς περνώντας, υδρογονανθρακων μέθη; Ρούφκυπ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι τριακόσιοι;
Κουφός ο Τροικαχ το κατάστρωμα σαρώνει. Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια. Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στης οβρωπης τα καρναγια.
Κι έτσι μαζί με τους επτά κατηφοράμε. Με τη ευρωπη, με τον καιρό που μας ορίζει. Τα μάτια σου ζούν μια ξιπασμενη θάλασσα, θυμάμαι... Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με αποκοιμιζει.
Κουφός ο Τροικαχ το κατάστρωμα σαρώνει. Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια. Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει. Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στης οβριωπης τα καρναγια.
7 χανοι στο ss Ηellas βρυξελλες
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπτά. Σε παίρνει η αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός σ' αχολογάει μ’ ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημιτ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Σρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο κυρ Πωτη του τοξου τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Τσιπράμ πίτες ζυμώνει.
Απ’ το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ξενος γιός θε να την πιεί σε βαυρβαρικο μπυρας ποτήρι.
Σοιμλαν αλλήθωρε, τρελλέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το αγκυλωτο του νότου αστέρι
σωρός να πέση να σκορπίση στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα φερετρο να με φέρη.
Ο Αντον, του λείπει το ένα ματι, μα όλο γνέφει,
τούτο τ' απίθανο σινάφι να ξεβρακώση.
Εσθήρ, ποια ταλμουδικη σκορπάς περνώντας, υδρογονανθρακων μέθη;
Ρούφκυπ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι τριακόσιοι;
Κουφός ο Τροικαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στης οβρωπης τα καρναγια.
Κι έτσι μαζί με τους επτά κατηφοράμε.
Με τη ευρωπη, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούν μια ξιπασμενη θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με αποκοιμιζει.
Κουφός ο Τροικαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στης οβριωπης τα καρναγια.