18/4/15

18 Απριλίου 1941.Η Μεγάλη Παρασκευή της Ελλάδας

Στο μέτωπο, κοινή πεποίθηση της ολότητας σχεδόν της στρατιωτικής ηγεσίας ήταν ότι η συνέχιση του πολέμου ήταν μάταιη και ότι η μόνη λύση που απέμενε, ήταν η παράδοση στους Γερμανούς με έντιμους όρους. Η λύση αυτή προτάθηκε και πριν τις 6 Απριλίου.
Μετά τις 12 Απριλίου, όταν δόθηκε στη Στρατιά η διαταγή για «σύμπτυξη», παρά τις προσπάθειες των διοικητών αυτή εξελίχθηκε σε άτακτη υποχώρηση και μετά τις 15 Απριλίου όταν στασίασε η 5η Μεραρχία Κρητών έλαβε τη μορφή μαζικών λιποταξιών, και για αυτό εκδόθηκαν οι διαταγές του Παπαδήμα για αποστρατεύσεις.
Η δυσαρέσκεια κατά του Βασιλιά, των Άγγλων και της «κυβέρνησης» ήταν διάχυτη μεταξύ των στρατιωτών και των αξιωματικών. και καλλιεργήθηκε, πνεύμα απείθειας. Αυτό ήταν το «πνεύμα του Μετώπου».
Η πεποίθηση ήταν ότι η συνέχιση του πολέμου ήταν μάταιη και ότι ο στρατός είχε εγκαταλειφθεί στην τύχη του από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Ταυτόχρονα μετά από πέντε ημερών πορείες υπό τις επιθέσεις και τους πολυβολισμούς των «στούκας», συχνά υπό βροχή, με έλλειψη τροφίμων, και πλήρη αβεβαιότητα είχαν προκαλέσει τη κατάρρευση του ηθικού των εξουθενωμένων στρατιωτών που ησαν πιά ένα συνονθύλευμα απελπισμένων.
Η εξάντληση των στρατιωτών ήταν καθοριστικός παράγοντας ενώ δεν υπήρχαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ των υποχωρούντων μονάδων και οι διαταγές μεταβιβάζονταν με αγγελιοφόρους ή με την εμφάνιση των αξιωματικών στα υποτυπώδη Κέντρα διοίκησης των μεραρχιών που υποχωρούσαν.
Ο διοικητής του Τ.Σ.Δ.Μ Τσολάκογλου αγνοούσε την έκβαση της μάχης στο αριστερό της γραμμής Αλιάκμονα και πληροφορήθηκε τη διάσπαση της γραμμής στις 13 Απριλίου από το διοικητή του Τμήματος Στρατιάς Κεντρικής Μακεδονίας Υποστράτηγο Χρήστος Καράσσο, ο οποίος πάλι είχε εγκαταλειφθεί από τα υποχωρούντα βρετανικά στρατεύματα. Οι δύο μεραρχίες του Τ.Σ.Κ.Μ. η 20η και η 22α; που είχαν διαλυθεί ) τέθηκαν με διαταγή του Παπάγου στις 14 Απριλίου υπό την διοίκηση του Τσολάκογλου, του οποίου οι μονάδες διέτρεχαν άμεσο κίνδυνο κύκλωσης.
Ο Τσολάκογλου, που είχε εγκαταστήσει το σταθμό διοίκησης του, σύμφωνα με τη διαταγή σύμπτυξης, στην Καλαμπάκα, είχε χάσει κάθε επαφή με πολλές μονάδες του. Ανέφερε την κατάσταση στις 15 Απριλίου στο Γενικό Στρατηγείο, το όποιο ενέκρινε την πρόταση του να συμπτυχθεί με κατεύθυνση την Ήπειρο, που ήταν και η μόνη ανοιχτή κατεύθυνση και όχι προς νότο όπως προέβλεπε η διαταγή σύμπτυξης της 12 Απριλίου.
Στον τομέα του Τμήματος Στρατιάς Ηπείρου η κατάσταση ήταν χειρότερη γιατί η υποχώρηση γινόταν από ορεινές διαβάσεις , και για πολλούς ντόπιους όπως η άνδρες της 8ης Μεραρχίας του Κατσιμήτρου που πολεμούσαν διαρκώς επί επτά μήνες σύμπτυξη σήμαινε εγκατάλειψη των βωμών και εστιών τους στον εχθρό. Στις 16 Απριλίου, ο Παπάγος, χωρίς συνεννόηση με τον Ανώτατο Άρχοντα είπε στον Γουίλσον να αποσύρει τις δυνάμεις του από την Ελλάδα.
Το απόγευμα της 16ης Απριλίου, ο Παπάγος είχε την πρώτη συνάντηση με τον συνταγματάρχη Γρηγορόπουλο, που είχε σταλεί από τους διοικητές του μετώπου και κόμιζε έκκληση τους για την άμεση εξεύρεση λύσης. Ο Παπάγος είπε ότι όπως έγινε με τη συνθηκολόγηση της Γιουγκοσλαβίας , «διέξοδος θα δινόταν ίσως και εντός της επομένης ημέρας, δια της αναχωρήσεως του Βασιλιά και της κυβέρνησης και της αναλήψεως της αρχής, υπό ετέρας, η οποία θα έδινε εις στον Αρχιστράτηγο εξουσιοδότηση να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τους Γερμανούς μετά δύο - τρεις ημέρας». Δηλαδή υπολόγιζε στην αναχώρηση του Γεωργίου.
Ο Παπάγος αφού συναντήθηκε μα τον Βασιλιά στην τελική συνάντηση με τον απεσταλμένο του μετώπου που έγινε στη Μεγάλη Βρετανία είπε ότι ο Βασιλιάς σε καμιά περίπτωση δεν θα δεχόταν τη λύση της συνθηκολόγησης και ότι ήταν αποφασισμένος να πολεμήσει στο πλευρό των Βρετανών ως την τελική νίκη. παρόντες ήταν ο σεβάσμιος της Στοάς Ιωάννης Διάκος, που δεν είχε καμιά αρμοδιότητα, ο Μανιαδάκης και ο Παπαδήμας, που είπε ότι ο στρατός έπρεπε να κρατήσει 4 -5 μέρες ακόμη, μέχρι να αναχωρήσει η Κυβέρνηση από την Αθήνα, και να προχωρήσει η σύμπτυξη των βρετανών , οπότε οι στρατηγοί θα μπορούσαν να αναλάβουν την ευθύνη της συνθηκολόγησης.
To πρωί της 17ης παρενέβησαν οι Άγγλοι και είπαν στον Γεώργιο ότι η πρωτεύουσα δεν διέτρεχε κίνδυνο, «τουλάχιστο για μια εβδομάδα ακόμη», οπότε αποφασίστηκε η αναβολή της αναχώρησης της Κυβέρνησης.
Παράλληλα, ενώ  δόθηκε από τον Αρχηγό Στόλου  διαταγή απόπλου του Στόλου, το μεσημέρι η διαταγή ακυρώθηκε . Λίγο μετά η διαταγή επαναφέρθηκε σε ισχύ για να ακυρωθεί και πάλι το βράδυ , δημιουργώντας μεγάλο εκνευρισμό στα πληρώματα , διότι υπήρχε συνεχής κίνδυνος προσβολής από τη γερμανική αεροπορίας. Η  αναβλητικότητα και η μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε εκείνες τις ώρες είχε σαν αποτέλεσμα να στασιάσει το πλήρωμα του "Αετού", που βρισκόταν κοντά στο Βασίλισσα Όλγα, να στασιάσει και να στρέψει τα πυροβόλα του προς το Βασίλισσα Όλγα. Τότε ο Α.Σ. διέταξε το Βασίλισσα Όλγα να στρέψει τα πυροβόλα του προς το Αετός, μετέβει στο πλοίο του οποίου το πλήρωμα είχε στασιάσει και με την συνδρομή του Ι. Τούμπα (κυβερνήτη του Αετός) επέβαλε την τάξη.
Στο Ναύσταθμο ανακοινώθηκε στο πλήρωμα του Αβέρωφ , από τον ύπαρχο αντιπλοίαρχο Παπαβασιλείου η απόφαση του Γ.Ε.Ν. και των Αγγλων, να βυθιστεί το πλοίο «τιμητικά» στην Ψυττάλεια, οπότε στασίασε το πλήρωμα.
Ο Αβέρωφ απέπλευσε από τον Κόλπο Ελευσίνας χωρίς πλοίαρχο λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 17ης προς 18η Απριλίου. Άγημα του Αβέρωφ κατέλαβε το φράγμα της Ψυττάλειας και το άνοιξε και ο κυβερνήτης του πλοίου πλοίαρχος Ιωάννης Βλαχόπουλος επιβαίνοντας σε ταχεία βενζινάκατο το πρόλαβε και ανέλαβε την διακυβέρνησή του, ο Α/Γ.Ε.Ν. έστειλε το ακόλουθο σήμα. «Ο Θεός μαζί σας. Συνεννοούμαι με συμμάχους δια πλουν σας.»
Παράλληλα ο , ο διοικητής του Τ.Σ.Η ζητούσε από τον Κορυζή να βρεθεί λύση. «Προς Θεου σώσατε το Στρατόν από τους Ιταλούς» του είπε και ανέφερε ότι τμήματα της 17ης Μεραρχίας που είχε συγκροτηθεί τον Ιανουάριο του 1941 εγκατέλειπαν τις θέσεις τους, Τα ίδια προβλήματα είχαν και άλλες μονάδες.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής του 1941, (18 Απριλίου) ο Κορυζής είχε τηλεφωνική επικοινωνία με τον στρατηγό Πιτσίκα και τον διαβεβαίωνε ότι το μεσημέρι θα του είχε στείλει τη διαταγή για την συνθηκολόγηση. Ήταν τόση η σιγουριά του Πιτσίκα ώστε κάλεσε τότε τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που υπηρετούσε στο στρατηγείο και τον διέταξε να συντάξει στα Γερμανικά σχέδιο πρωτοκόλλου συνθηκολόγησης.
Το πρωί της 18ης Απριλίου η μάχη για το φαράγγι των Τεμπών έληξε, όταν τμήματα  της γερμανικής 6ης Ορεινής Μεραρχίας πέρασαν τον Πηνειό  και περικύκλωσαν το νεοζηλανδικό τάγμα που υπεράσπιζε τη διάβαση, το οποίο εξοντώθηκε.
Στις 12.00 το μεσημέρι της 18ης Απριλίου ο πρόεδρος της Κοινότητας Καλαμπάκας Γρηγόριος Παπαφιλίππου, ο γραμματέας Αθανάσιος Θεολόγης, οι δάσκαλοι Θεολόγης Παπαγεωργίου και Γεώργιος Μπαντέκας, οι ιατροί Χρήστος Παπαγιάννης και Βασίλειος Παπασωτηρίου, ο απόστρατος αξιωματικό Παναγιώτης Καραπιπέρης ακολουθούμενοι από πολλούς μαθητές με λευκή σημαία ξεκίνησαν από την κεντρική πλατεία για να παραδώσουν την πόλη στους Γερμανούς.
Οι μοτοσικλετιστές της γερμανικής εμπροσθοφυλακής, φάνηκαν στον παλιό δρόμο, που περνούσε πάνω από την γέφυρα του Αϊ-Λια. Ο επικεφαλής αξιωματικός, τους χαιρέτησε αντάλλαξε μερικές κουβέντες με τον πρόεδρο της Κοινότητας, μέσω διερμηνέα, και συνέχισαν τον δρόμο τους προς τα Τρίκαλα.

Επιτέλους στις 14:00 το μεσημέρι της 18ης Απριλίου, ενώ οι Γερμανοί πήγαιναν προς τη Λάρισσα, και τα Ιωάννινα, και η
Luftwaffe πραγματοποιούσε σφοδρό βομβαρδισμό της Λαμίας,
της Χαλκίδας, των Λουτρών Αιδηψού, της Ερέτριας, της Αμάρυνθου, του Αλιβερίου, της Νέας Αρτάκης, της Λίμνης, των Ωρεών και της Παραλίας Κύμης,
ο δυσφορών Άναξ δέχθηκε να συνεδριάσει στη Μεγάλη Βρετανία το Υπουργικό Συμβούλιο με την παρουσία του. Ήταν το πιο τραγικό κυβερνητικό συμβούλιο της ιστορίας του συγχρόνου ελληνικού Κράτους ,στο τέλος του οποίου είχε καταρρεύσει κάθε οργανωμένη πολιτική εξουσία και είχαν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις του διχασμού σε κυβέρνηση Αθηνών και στην εξόριστη κυβέρνηση των υπαλλήλων των Άγγλων και του Βασιλιά.

Δώδεκα ημέρες μετά την έναρξη της γερμανικής εισβολής, συζητήθηκε το ζήτημα της άμεσης απομάκρυνσης των βρετανικών στρατευμάτων , για να ικανοποιηθεί η απαίτηση του Τσόρτσιλ να δοθεί «θεωρημένη» από την κυβέρνηση η άποψη του Παπάγου. Το τι ακριβώς ελέχθη στο δεν το γνωρίζουμε. Τα Πρακτικά δεν υπάρχουν.
Ο Παπαδήμας , αφού διάβασε τα τηλεγραφήματα από το μέτωπο, εξέφρασε τη γνώμη ότι ακόμη και αν οι Βρετανοί ήταν σε θέση, όπως διαβεβαίωναν, να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα στις Θερμοπύλες για μερικές μέρες, παρόμοια αντίσταση ήταν, μάταιη και εισηγήθηκε την άμεση αναχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων, ώστε να διευκολυνθεί η θέση των διοικητών του στρατού. Ορισμένα μέλη της Κυβέρνησης και ο Κορυζής πρότειναν να αναχωρήσουν αμέσως για την Κρήτη ο βασιλιάς και η Κυβέρνηση για να επισπευστεί η σύναψη ανακωχής. Κάποιοι υπουργοί επέκριναν δριμύτατα την πολιτική που είχαν ακολουθήσει ως τότε ο βασιλιάς και η Κυβέρνηση και πρότειναν να αναλάβει ο Κορυζής την πρωτοβουλία και την ευθύνη της συνθηκολόγησης. Ο μόνος υπουργός που δεν είχε προτείνει την άμεση αναχώρηση του βασιλιά και της Κυβέρνησης από την Αθήνα ήταν ο Κοτζιάς.
Ο βασιλιάς απέρριψε τις προτάσεις και κατηγόρησε τον Κορυζή που εισηγήθηκε την αποδοχή της πρότασης των στρατηγών για προδοσία. Η συνθηκολόγηση, είπε, «θα ισοδυναμούσε με σπίλωση της χώρας». Το υπουργικό συμβούλιο έληξε γύρω στις 17.20 χωρίς να ληφθεί απόφαση.
Ο «προδότης» πρωθυπουργός Κορυζής μετά από μια σύντομη κατ' ιδίαν συνομιλία με τον Γεώργιο, του υπέβαλε την παραίτηση του, και πήγε στο σπίτι του στη Βασιλίσσης Σοφίας. Τον ακλουθούσαν κατά πόδας ο Ιωάννης Διάκος, και ο διάδοχος Παύλος. Ένας από τους δύο, είτε ο Παύλος είτε ο Διάκος τον πυροβόλησε και τον σκότωσε μέσα στο γραφείο του, στις 17.35. Τηλεγράφημα του Βρετανού πρεσβευτή της ίδιας μέρας προς το Λονδίνο ανέφερε «5.35 μμ. : Πρόεδρος Κυβέρνησης μόλις αυτοκτόνησε, αφού δήλωσε στον βασιλιά οτι απέτυχε στο έργο που του είχε αναθέσει».
Λίγο αργότερα έφθασε από την Καλαμπάκα στην Αθήνα ο απεσταλμένος του Τσολάκογλου συνταγματάρχης Χρυσοχόου , που έστειλε από το Κέντρο Διαβιβάσεων του Γενικού Στρατηγείου στην Μεγάλη Βρετανία, με τη βοήθεια του αντισυνταγματάρχη Κορόζη, το ακόλουθο μήνυμα χρησιμοποιώντας την κωδική υπογραφή «Φρουραρχείο Θ»,που ανήκε στον Παπάγο.
«Αφιχθείς εις Αθήνας εύρον την κατάστασιν χαώδην. Ο Πρωθυπουργός αυτοκτόνησε ολίγα λεπτά προ της αφίξεώς μου… Κατόπιν τούτου δεν απομένει άλλη λύσις προς απαλλαγήν του Στρατού εκ της αιχμαλωσίας, ειμή η λύσις του Μητροπολίτου Ιωαννίνων», και τα μεσάνυχτα της επομένης απέστειλε στον Τσολάκογλου το εξής τηλεγράφημα: «Απόρρητος προσωπική διά Στρατηγό. Ενέργεια ανάγεται αρμοδιότητα Στρατιάς. Εάν αναλάβετε σεις, δέον πρώτον λάβητε εξουσιοδότησιν λοιπών Σωμάτων Στρατού, αναθετόντων υμίν ενέργειαν ως έχοντα επαφήν με Γερμανούς».
Μετά τη δολοφονία του Κορυζή, ο Βρετανός πρεσβευτής Μάικλ Πάλερετ ,συμβούλεψε τον Γεώργιο να σχηματίσει ο ίδιος κυβέρνηση «εθνικής Ενότητας» με τους Βενιζελικούς.

Το βράδυ της 18ης Απριλίου , συναντήθηκαν στο Καλπάκι οι στρατηγοί Παναγιώτης Δεμέστιχας και Γεώργιος Μπάκος , με τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα και συμφώνησαν στην συγκρότηση Επαναστατικής κυβέρνησης με έδρα το Μέτσοβο και ετοίμασαν το έγγραφο της συνθηκολόγησης.

ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΜΕΛΙΓΑΛΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου