4/1/23

Των Πρακτόρων η Σχολή είναι χρήσιμη πολύ

Το Λόντον Σκουλ οφ λάκτα λοβερς ,                       ο Κάρλ Πόπερ και η Ανοιχτή Κοινωνία

 

Ο σερ Καρλ Ράϊμουντ Πόπερ ήταν «φιλόσοφος και καθηγητής, που, μεταξύ των άλλων, άσκησε κριτική στον ιστορικισμό και στις νεομαρξιστικές τοποθετήσεις».

 Η Βίκιπέντια διδάσκει οτι "'ηταν ένας από τους σημαντικότερους φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αιώνα, ενώ άσκησε μεγάλη επιρροή στην πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία". 

 Γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά εγκαταστάθηκε στην Αγγλία το 1946 όπου πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του. Η οικογένεια του Πόπερ ήταν εβραϊκής καταγωγής που είχε ασπασθεί τον Λουθηρανισμό. Ηταν δηλαδή "ενσωματωμένοι". 

«Στον πολιτικό λόγο, είναι γνωστός για την σθεναρή υπεράσπισή του στη φιλελεύθερη δημοκρατία και τις αρχές της κοινωνικής κριτικής που πίστευε ότι κατέστησαν δυνατή μια ακμάζουσα ανοιχτή κοινωνία. Η πολιτική του φιλοσοφία ενστερνίστηκε ιδέες από μεγάλες δημοκρατικές πολιτικές ιδεολογίες, συμπεριλαμβανομένου του σοσιαλισμού/σοσιαλδημοκρατίας, του φιλελευθερισμού/κλασικού φιλελευθερισμού και του συντηρητισμού, και προσπάθησε να τις συμφιλιώσει».

Ο Κάρλ Πόππερ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1902 από γονείς της ανώτερης μεσαίας τάξης. Όλοι οι παππούδες του Πόππερ ήταν Εβραίοι, αλλά δεν ήταν «ευσεβείς» και ως μέρος της ενσωμάτωσης και της πολιτιστικής αφομοίωσης η οικογένεια Πόππερ προσηλυτίστηκε στον Λουθηρανισμό πριν γεννηθεί το παιδί το οποίο βαπτίστηκε ως χριστιανός.  

Ο πατέρας του, Σίμον Σίγκμουντ ήταν δικηγόρος με καταγωγή από τη Βοημία και ήταν διδάκτωρ νομικής στο πανεπιστήμιο της Βιέννης ενώ η μητέρα του Τζέννυ Σιφ της λαμπρής Οικογενείας των Σίφ είχε «ρίζες» από τους Εβραίους της Σιλεσίας και της Ουγγαρίας. 

Ο θείος του Πόπερ ήταν ο Αυστριακός φιλόσοφος Γιόζεφ Πόπερ-Λινκέους. 

Μετά την εγκατάσταση στη Βιέννη, οι Πόππερς ανέβηκαν γρήγορα κοινωνικά στη βιεννέζικη κοινωνία, καθώς ο πατέρας του Πόππερ έγινε συνεργάτης στο δικηγορικό γραφείο του φιλελεύθερου δημάρχου της Βιέννης Ραϊμόντ Γκρούμπλ και μετά το θάνατο του Γκρούμπλ το 1898 ανέλαβε την επιχείρηση. Ο Πόπερ έλαβε το μεσαίο του όνομα μετά τον Ρέιμουντ Γκρόμπλ. Οι γονείς του ήταν στενοί φίλοι της αδελφής του Σίγκμουντ Φρόιντ Ρόζα Γκράφ

 Ο Καρλ Πόπερ εγκατέλειψε το σχολείο σε ηλικία 16 ετών και παρακολούθησε διαλέξεις στα μαθηματικά, τη φυσική, τη φιλοσοφία, την ψυχολογία και την ιστορία της μουσικής ως επισκέπτης φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης.

Το 1919, έγινε Μαρξιστής  και στη συνέχεια εντάχθηκε στην Ένωση Μαθητών Σοσιαλιστικής Σχολής. Έγινε επίσης μέλος στο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Αυστρίας, Μετά τις οδομαχίες της 15ης  Ιουνίου 1919, όταν η αστυνομία πυροβόλησε οκτώ από τους συντρόφους του συμβαλλόμενων κομμάτων του, απογοητεύτηκε από αυτό που είδε ως «ψευδο-επιστημονικό» ιστορικό υλισμό του φιλοσόφου Κάρλ Μαρκ ,εγκατέλειψε την ιδεολογία, και παρέμεινε υποστηρικτής του κοινωνικού φιλελευθερισμού καθ'όλη τη διάρκεια της ζωής του.

Ο Καρλ Πόπερ, άρχισε να εργάζεται σε μια λέσχη φροντίδας μετά το σχολείο για κοινωνικά απειλούμενα παιδιά. 

Το 1925, πήγε στο νεοσύστατο Ινστιτούτο Pädagogisches και συνέχισε τις σπουδές φιλοσοφίας και ψυχολογίας. Περίπου εκείνη την εποχή άρχισε να φλερτάρει την Josefine Anna Henninger, η οποία αργότερα έγινε σύζυγός του. απέκτησε το δίπλωμα που του επέτρεπε να ασκήσει το επάγγελμα του δασκάλου, και άρχισε  να σπουδάζει στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο της Βιέννης που μόλις είχε ιδρυθεί το 1924. Το 1928 ολοκλήρωσε με επιτυχία τη διδακτορική του διατριβή στην ιστορία της μουσικής, την ψυχολογία και τη φιλοσοφία.

Ο Καρλ Πόπερ, απέκτησε  δίπλωμα καθηγητή μαθηματικών και φυσικής μέσης εκπαίδευσης, και διορίστηκε το 1930 σε σχολείο της μέσης εκπαίδευσης στη Βιέννη. Επειδή το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα είχε χειροτερέψει στην Αυστρία με την άνοδο του ναζισμού και οι δυσκολίες εξεύρεσης απασχόλησης μεγάλωναν μέρα με τη μέρα για όποιον ήταν εβραϊκής καταγωγής,  ο Πόπερ αναζήτησε την ευκαιρία ένταξής του σε βρετανικό πανεπιστήμιο.Του προσφέρθηκε μια μόνιμη θέση στο πανεπιστήμιο Canterbury College στο Christchurch της Νέας Ζηλανδίας. Εκεί συνέγραψε την «Ανοιχτή κοινωνία» με τον τίτλο « Η Ανοιχτή κοινωνία και οι Εχθροί της» 

(The Open Society and Its Enemies),  με το οποίο καταξιώθηκε και το οποίο εκδόθηκε   το 1945.

Τον επόμενο χρόνο, επέστρεψε στην Αγγλία, όπου δίδαξε στο τμήμα Λογικής και Επιστημονικής Μεθόδου στο Σχολή Οικονομικών του Λονδίνου έχοντας ήδη αποκτήσει μεγάλη φήμη.

Το 1950 ο Πόπερ επισκέφθηκε τις Η.Π.Α. όπου δίδαξε στο Χάρβαρντ και συνάντησε τον Άινσταϊν στο Πρίνστον συνεχίζοντας ανελλιπώς την ερευνητική και διδακτική του δουλειά, έως το 1969. 

Το 1965 η Βρετανία τον τίμησε με τον τίτλο του “Sir”.


 Η Επανάσταση στα κρυφά

 

Του Κέρρυ Μπόλτον 
απόδοση στα Νέα Ελληνικά: Δημήτρης Μιχαλόπουλος

 Πολλοί είναι οι σοσιαλιστές που έχουνε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εργατική τάξη είναι υπερβολικά συντηρητική, ώστε να ηγηθεί της επανάστασης καθώς και ότι, με κρυφά μέσα, φτάνει κανείς ευκολότερα στον σοσιαλισμό. 

Στον αγγλόφωνο κόσμο, το κίνημα αυτό πήρε το όνομα φαβιανός σοσιαλισμός. 

Η Φαβιανή Εταιρεία ιδρύθηκε από Βρεταννούς διανοούμενους το 1883, και σύντομα προσέλκυσε προσωπικότητες όπως ο H.G. Wells και ο Τζωρτζ Μπέρναντ Σω (George Bernard Shaw). 

Στους Φαβιανούς δεν άρεσε να τους αποκαλούν Mαρξιστές ή Kομμουνιστές: προτιμούσαν αντίθετα τον όρο «κολλεκτιβιστές». 

Αυτοί, οι φαβιανοί κολλεκτιβιστές, φτιάξανε στο Λονδίνο τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, το διαβόητο London School of Economics (LSE). 

Σύμφωνα με την Μπεατρίς Γουέμπ (Beatrice Webb, που είχε ιδρύσει τη Φαβιανή Εταιρεία, πολλά από τα απαραίτητα για την ίδρυση του LSE χρήματα ήρθανε από τους Ροτσιλντ, τον Tζούλιους Βέρνερ (Sir Julius Charles Wernher) και τον Έρνεστ Κασσέλ (Sir Ernest Cassell. 

Για παράδειγμα, όταν το 1920 το LSE βρέθηκε σε οικονομικές δυσκολίες, ο Κασσέλ βοήθησε με δωρεά 472.000 λιρών. 

Ο πανεπιστημιακός Τζ. Χ. Μόργκαν (J.H.Morgan), εξηγεί για τη δωρεά του Κασσέλ: «Όταν ρώτησα τον Λόρδο Χαλνταίην (Haldane) γιατί έπεισε τον φίλο του, Σερ Έρνεστ Κασσέλ, να… [δώσει] ένα μεγάλο ποσό στο LSE, απάντησε:

 “Σκοπός μας είναι να κάνουμε αυτό το ίδρυμα το μέρος όπου θα ανατραφεί και εκπαιδευθεί η γραφειοκρατία του μέλλοντος Σοσιαλιστικού Κράτους”»

 Η σχέση ανάμεσα στο διεθνές κεφάλαιο και το από Σοσιαλιστές χρηματοδοτούμενο LSE φαίνεται από το ότι ο Έρνεστ Κασσέλ βοήθησε να καθιερωθεί η έδρα «Οικονομικής Γεωγραφίας» και επίσης από το ότι ο Έβελυν Ρόμπερτ ντε Ρότσιλντ (Sir Evelyn Robert de Rothschild), διατέλεσε «Κυβερνήτης» του LSE. 

Το 1923 έγινε η πρώτη δωρεά από το Ίδρυμα Ροκφέλλερ στο LSE ύψους 1.000.000 δολλαρίων. 

Μεταξύ 1929 και 1952 το Ίδρυμα Ροκφέλλερ δώρησε άλλα 4.105.592 δολλάρια στο LSE. 

Ο Σίντνεϋ Γουέμπ τέλος, σύζυγος της Μπεατρίς και επικεφαλής της Φαβιανής Εταιρίας, κινητήρια δύναμη πίσω από τη δημιουργία του LSE, πίστευε ότι το χρήμα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να ενθαρρύνει την έρευνα και μελέτη της Οικονομίας. 

 Επομένως, το LSE ιδρύθηκε ως ένας φαβιανός σοσιαλιστικός οργανισμός, με χρήματα από τους Ρότσιλντ, τον Κασσέλ, τον Ροκφέλλερ και αρκετούς άλλους - παρόμοιους.

 Στη συνέχεια, το LSE εκπαίδευσε χιλιάδες οικονομολόγους σε όλο τον κόσμο, πολλοί από τους οποίους έχουν τεράστια ισχύ και επιρροή. 

Δεκαέξι απόφοιτοι ή μέλη του διδακτικού προσωπικού έχουν κερδίσει το βραβείο Νόμπελ, ενώ η έρευνα του LSE καθορίζει σε πολλές χώρες την κυβερνητική πολιτική και την επιχειρηματική πρακτική. 

 Το γερμανικό και ιδιαίτερα ‘επιτυχημένο’ αντίστοιχο του Φαβιανισμού, είναι η Σχολή Κριτικής Θεωρίας της Φραγκφούρτης. 

Αυτή ξεκίνησε ως Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας το 1923 από μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος στο πανεπιστήμιο ακριβώς της Φραγκφούρτης. 

Όπως και οι Φαβιανοί, αυτοί οι Γερμανοί κομμουνιστές είχαν συμπεράνει ότι οι εργάτες δεν μπορούσαν να ηγηθούν της επανάστασης. 

Επίσης, στο πρότυπο βέβαια του Ιταλού κομμουνιστή διανοούμενου Αντόνιο Γκράμσι (Antonio Gramsci), ήτανε πεπεισμένοι ότι ότι η ριζική ανατροπή των πολιτισμικών ηθών και θεσμών έπρεπε να προηγηθεί της δημιουργίας του κομμουνιστικού κράτους. 

Το κληροδότημα με το οποίο ιδρύθηκε η Σχολή της Φραγκφούρτης ήταν δωρεά του Χέρμαν Βάιλ (Herman Weil), επιχειρηματία που έκανε την περιουσία του κερδοσκοπώντας με τις τιμές του σιταριού. 

 Ο Μαξ Χορκχάιμερ (Max Horkheimer), που έγινε διευθυντής της Σχολής το 1930, συμπέρανε ότι έπρεπε να πραγματοποιηθεί μια περίπλοκη επανάσταση μέσω της μεταμόρφωσης των θεσμών του Δυτικού Πολιτισμού. 

Την ίδια περίοδο, ο μουσικός κριτικός Τέοντορ Αντόρνο (Theodor Adorno) καθώς και οι ψυχολόγοι Έριχ Φρομ (Erich Fromm) και Βίλχελμ Ράιχ (Wilhelm Reich) έγιναν μέλη της Σχολής.

 Όταν οι Εθνικοσοσιαλιστές πήρανε την εξουσία στη Γερμανία κατά το 1933, τα μέλη της Σχολής, πολλοί από τους οποίους ήταν Ιουδαίοι, αναγκάστηκαν να φύγουνε. Πολλοί πήγαν στην Αμερική, όπως και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε (Herbert Marcuse, δηλαδή ο μετέπειτα ‘πνευματικός πατέρας’ της Νέας Αριστεράς, που τότε δεν ήταν παρά μεταπτυχιακός φοιτητής. 

Το πανεπιστήμιο Columbia τους βοήθησε να ξαναφτιάξουνε τη Σχολή της Φραγκφούρτης στη Νέα Υόρκη - ως Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών στη Νέα Υόρκη αυτήν τη φορά. Το κύριο εργαλείο της Σχολής είναι η «Κριτική Θεωρία» που στην ουσία είναι η καταστροφική ανάλυση των θεμελιωδών στοιχείων του Δυτικού πολιτισμού – συγκεκριμένα της Θρησκείας, της Οικογένειας, της Ηθικής, των Παραδόσεων και του Εθνικισμού. Στο πιο σημαντικό του βιβλίο, που έχει τίτλο Η αυταρχική προσωπικότητα, ο Αντόρνο ισχυρίζεται ότι η «πατριαρχική οικογένεια» είναι το φυτώριο του Φασισμού, επειδή η πατρική μορφή είναι από τη φύση της αυταρχική. Άλλα μέλη της σχολής, όπως ο Έριχ Φρομ και ο Βίλχελμ Ράιχ, συνδύασαν τις θεωρίες του Φρόυντ περί σεξουαλικής καταπίεσης με τις οικονομικές θεωρίες του Μαρξ: 

Η σεξουαλική καταπίεση αποτελούν προϊόν της καπιταλιστικής κοινωνίας και απαραίτητη προϋπόθεση της κοινωνικής επανάστασης είναι η σεξουαλική απελευθέρωση. 

Η σεξουαλική, όμως, επανάσταση προαπαιτεί την καταστροφή της οικογένειας, της πατρότητας και της παραδοσιακής ανατροφής των παιδιών. 


 Ειδικά οι θεωρίες του Ράιχ ενθουσιωδώς εντάχθηκαν στη Νέα Αριστερά στη δεκαετία του 1960. 
Σύμφωνα με αυτόν τον τελευταίο: «Η καταπίεση της φυσιολογικής σεξουαλικότητας του παιδιού, ειδικά εκείνης που σχετίζεται με τα γεννητικά όργανα, κάνει το παιδί δειλό, ντροπαλό, υπάκουο και φοβισμένο μπροστά στην εξουσία… Οι δυνατότητές του για εξέγερση παραλύουνε, επειδή σε κάθε απόπειρα εξέγερσης το κυριεύει άγχος. Η καταπίεση αυτή συρρικνώνει τη σκέψης και την κριτική ικανότητα. Εν ολίγοις, στόχος της σεξουαλικής καταπίεσης είναι η δημιουργία ατόμων προσαρμοσμένων στην αυταρχική τάξη [πραγμάτων] και πλήρως υποταγμένων σε αυτήν... Αρχικά [λοιπόν]το παιδί πρέπει να υποταγεί στη δομή της μικρογραφίας του αυταρχικού κράτους, δηλαδή στην οικογένεια. Αυτό, στη συνέχεια, επιφέρει την υποταγή του στο γενικότερο αυταρχικό σύστημα. 
Η δημιουργία της αυταρχικής δομής επιτυγχάνεται μέσω της εδραίωσης της σεξουαλικής αναστολής και του άγχους.»

 Για τη Σχολή της Φραγκφούρτης και τους οπαδούς της ακόμα και μία μερική κατάρρευση της γονικής εξουσίας αυξάνει τις πιθανότητες «κοινωνικής αλλαγής».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου