19/6/24

19 Ιουνίου 1940. Η Γερμανία ανακοίνωσε ότι περιήλθαν στην Κατοχή της, Γαλλικά «Άκρως Απόρρητα» έγγραφα. Οι πράκτορες Γεώργιος Β και Παπάγος που συνομιλούσαν πίσω από την πλάτη του Μεταξά. με τους Αγγλογάλλους για το άνοιγμα του Μετώπου της Θεσσαλονίκης, κατάλαβαν ότι τα Γαλλικά «απόρρητα έγγραφα» αποκάλυπταν τον ρόλο τους

Η Γερμανική δήλωση περί των  «απορρήτων εγγράφων» του Γαλλικού Επιτελείου , προκάλεσε Τρόμο στην Αθήνα. 

 Ο φον Ρίμπεντροπ, με τα στοιχεία από αυτά τα Γαλλικά απόρρητα έγγραφα  τεκμηρίωσε το τελεσίγραφο της 6ης Απριλίου 1941 για την Επίθεση στην Ελλάδα. 

 Τα απόρρητα γαλλικά εγγράφων αποδείκνυαν την παραβίαση της ουδετερότητας από τον Βασιλιά και τον Παπάγο. 

 Οι «Γερμανοί» δεν δημοσίευσαν τα έγγραφα αυτά το καλοκαίρι του 1940 , και ουδέποτε ενημέρωσαν τον Μεταξά για τα έγγραφα που βρήκαν, και τα οποία «έκαιγαν» τον Παπάγο και τον Γεώργιο Βου, ως Προδότες και Πράκτορες των Άγγλων.
Αυτή η σιωπή των Γερμανών παραμένει ανεξήγητη. 

 Η κατάσχεση των γαλλικών απορρήτων 

 Στο Γαλλικό Υπουργείο Εξωτερικών και το Γενικό Επιτελείο λόγω της ταχείας γερμανικής προέλασης αποφάσισαν να μεταφέρουν τα αρχεία και τα μυστικά διπλωματικά τους έγγραφα μακριά από το Παρίσι στο Βισύ. 

 Η επιχείρηση άρχισε στις 10 Ιουνίου με φορτηγά. Το δεύτερο φορτίο έφυγε στις 15 Ιουνίου, αλλά στις 15 Ιουνίου 1940, η Γαλλία είχε καταρρεύσει.
 Το τελευταίο φορτίο φορτώθηκε σε αμαξοστοιχία, που έπρεπε να φύγει στις 00:10 της 16ης αλλά καθυστέρησε την αναχώρησή ως τις 7:45 π.μ. «λόγω τεχνικών δυσκολιών». 
 Η συμφόρηση των γραμμών καθιστούσε την πορεία εξαιρετικά αργή. Πέρασε από το Μπριάρ και έφτασε στη Λα Σαριτέ συρ Λουάρ στις 15 μ.μ., όπου σταμάτησε λόγω των επιθέσεων της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας εναντίον των σιδηροδρομικών γεφυρών της περιοχής. 
 Στις 18:45, τα γερμανικά άρματα μάχης έφθασαν στο σταθμό και κατάλαβαν το τρένο.
 Ο Γερμανός υπολοχαγός Ρούνζερ, έστειλε τον δεκανέα Κράνζερ, να ψάξει το τρένο. 
Αυτός άνοιξε τις άμαξες και παρόλο που τον τράβηξαν οι κάσες με τα κρασιά πρόσεξε μερικούς φακέλους στοιβαγμένους. 
 Δεδομένου ότι δεν μιλούσε ούτε λέξη γαλλικά, δεν κατανόησε το κείμενο που είχαν γράψει με Κιμωλία: «Grand Quartier Général – Άκρως απόρρητο» αλλά επέστεψε με τους τρεις φακέλους στον διοικητή του. 

 Στις 17 Ιουνίου, που ο Πετέν ζήτησε συνθηκολόγηση, ο ταγματάρχης Έρβιν Κάφκε , ενημερώθηκε για τους φακέλους και πήγε στη Λα Σαριτέ . 
Μετά από ενδελεχή έλεγχο, ανακάλυψαν τα έγγραφα που έφεραν τις υπογραφές των Τσόρτσιλ, Πετέν, Τσάμπερλεν, «λερωμένα με μουστάρδα». 
 Στη συνέχεια ειδοποίησαν τον Υποστράτηγο Ούρλιχ Λις , επικεφαλής του 3ου Κλάδου της Βέρμαχτ, η οποία ερεύνησε προσεκτικά τη συγκλονιστική λεία.
 Τα εμπιστευτικά και απόρρητα έγγραφα που θα έπρεπε να είχαν καταστραφεί από τους Γάλλους στάλθηκαν στο Βερολίνο.
 Σε αυτά υπήρχαν 3.000 άκρως απόρρητα έγγραφα που αποκάλυπταν τα μέτρα που είχαν πάρει οι Αγγλογάλλοι για την παραβίαση της νορβηγικής ουδετερότητας,
 τη ναρκοθέτηση του Δούναβη, και την αποκοπή της προμήθειας της Γερμανίας μα πετρέλαιο με οργάνωση σαμποτάζ στις πετρελαιοπηγές της Ρουμανίας και τον βομβαρδισμό των σοβιετικών πετρελαιοπηγών στο Μπακού.

 Για αυτή την αεροπορική επιχείρηση στο Μπακού, οι Γάλλοι είχαν στείλει μυστικά τον Δεκέμβριο του 1939 στην Αθήνα, τον υπαρχηγό του επιτελείου στρατηγό Ντουμένγκ, για συνομιλίες με τον Παπάγο
Από τα απόρρητα γαλλικά έγγραφα φαινόταν ότι ο Παπάγος, είχε συμφωνήσει για παροχή διευκολύνσεων στους Συμμάχους. 
Στην επιχείρηση εμπλεκόταν αναγκαστικά και η Τουρκία αφού ο Ντουμενγκ πήγε και στην Άγκυρα.

 Η Ανώτατη Διοίκηση του Γερμανικού Στρατού , ενημερώθηκε, αλλά τότε, έδωσαν στην δημοσιότητα μόνο μια συμφωνία που υπεγράφη το 1936 μεταξύ Ελβετίας και Γαλλίας, η οποία προέβλεπε την ενίσχυση του γαλλικού στρατού σε περίπτωση εισβολής του Τρίτου Ράιχ. 
Αυτή η συμφωνία εξυπηρετούσε τον Χίτλερ για να προσπαθήσει να αποδείξει ότι, ήδη από το 1936, η Γαλλία σχεδίαζε τον πόλεμο και να ασκήσει πίεση στην Ελβετία.
 Ο Γκέμπελς στην συνέχεια εξέδωσε ένα βιβλίο 400 σελίδων με έγγραφα μεταξύ των οποίων και τον κατάλογο των Γάλλων μυστικών πρακτόρων στη Ρουμανία ,που εργάζονταν για καταστροφή των εγκαταστάσεων εφοδιασμού του Τρίτου Ράιχ, τον οποίο η Βικιπαίδεια τώρα αποκαλεί «Πλαστό», ενώ ο κατάλογος του Γαλλικοί Υπουργείου εξωτερικών που εκδόθηκε μετά τον πόλεμο αναφέρει:
 Ο τόμος 4, τμήμα II, των γαλλικών διπλωματικών εγγράφων του 1940, περιλαμβάνει:
 -Το κείμενο της συμφωνίας συνεργασίας του γαλλικού στρατού με τον βελγικό στρατό της 9ης Νοεμβρίου 1939 . 
 -Το πρόγραμμα δράσης και τις ταυτότητες των Γάλλων ειδικών πρακτόρων στη Ρουμανία, με επικεφαλής τον Léon Wenger de la Pétrofina, επιφορτισμένο με την καταστροφή των πετρελαϊκών εγκαταστάσεων που προμηθεύουν το Ράιχ και τους κωδικούς που χρησιμοποιούνται από τους Συμμάχους.
   -Εμπιστευτικό σημείωμα σχετικά με τη διεξαγωγή του πολέμου, ιδίως όσον αφορά τη στάση που πρέπει να τηρείται έναντι των ουδέτερων χωρών που βοηθούν τη ναζιστική Γερμανία, όπως η Σουηδία στην προκειμένη περίπτωση
 -Μια μυστική γαλλική στρατιωτική σύμβαση με την Ελβετία:

 Σε αυτή τη σύμβαση με ημερομηνία 14 Απριλίου 1940, ο Στρατηγός Ζορζ, διοικητής του βόρειου μετώπου, ζήτησε από τον Στρατηγό Γκαμελέν να σχηματίσει μια δύναμη που θα συνεργάζονταν με την Ελβετία. 
 Με ημερομηνία 20 Μαΐου 1940, ο στρατηγός Prételat ανέφερε ότι η 13η, και η 27 Μεραρχία Πεζικού της 8ης Στρατιάς, ήταν υπεύθυνες για την επαφή με την αριστερή πτέρυγα του Ελβετικού Στρατού, προς τη Βασιλεία. 
 Οι Γάλλοι στρατηγοί ήθελαν να προστατευθούν από μια επίθεση της Βέρμαχτ, η οποία θα χρησιμοποιούσε το ελβετικό έδαφος για να παρακάμψει τη γραμμή Μαζινό. 
 Οι πρώτες επαφές μεταξύ των δύο στρατών έγιναν το 1936. Αυτές οι μυστικές συμφωνίες παρείχαν, σε περίπτωση γερμανικής εισβολής, την ενίσχυση των θέσεων του ελβετικού στρατού, χάρη στην άφιξη της 6ης και του 8ης Στρατιάς της Γαλλίας. 
 Οι γαλλο-ελβετικές συμφωνίες κατέληξαν στην αποστολή αρκετών Γάλλων στρατιωτών στην Ελβετία, οι οποίοι θα ήταν υπεύθυνοι για το σχεδιασμό μιας πιθανής επέμβασης γαλλικών στρατευμάτων . Από την πλευρά του, ο ελβετικός στρατός είχε εκπαιδεύσει αξιωματικούς συνδέσμους για να οδηγήσουν τα γαλλικά στρατεύματα στους τομείς εμπλοκής τους. Δημιουργήθηκε επίσης ένα απόσπασμα για να καλύψει την πιθανή άφιξη Γάλλων στρατιωτών. 
 Τέλος, ορισμένες οχυρώσεις σχεδιάστηκαν για να φιλοξενήσουν το ελβετικό και γαλλικό πυροβολικό. Οι συμφωνίες μεταξύ του ελβετικού και του γαλλικού στρατού δημοσιοποιήθηκαν τη δεκαετία του 1960. 

 H Γερμανική Διακοίνωση της 6ης Απριλίου 1941, αποδεικνύει ότι ο Βασιλιάς και ο Παπάγος ενσυνείδητα κατέστρεψαν την Ελλάδα και θυσίασαν τους Έλληνες υπηρετώντας την αγγλική πολιτική.

Στις 5 Απριλίου 1941 στάλθηκε από το Βερολίνο στον Γερμανό πρεσβευτή στην Αθήνα πρίγκιπα Βίκτωρα φον Έρμπαχ κρυπτογραφημένο τηλεγράφημα με οδηγίες του φον Ρίμπεντροπ για την κήρυξη του Πολέμου με την Ελλάδα. 

Ο Ρίμπεντροπ έδινε τις ακόλουθες οδηγίες. 

 «Την Κυριακή 6 Απριλίου και ώρα 5.20 θερινή Γερμανίας, ειδοποιήσετε τον εκεί υπουργό Εξωτερικών ότι έχετε να του ανακοινώσετε κάτι απολύτως επείγον και είναι ανάγκη να τον συναντήσετε αμέσως. 
Παρακαλείσθε να ανακοινώσετε στον υπουργό Εξωτερικών τα εξής: 
Αυτή την ώρα παραδίδεται στον Έλληνα πρεσβευτή στο Βερολίνο από τον υπουργό Εξωτερικών του Ράιχ διακοίνωση, καθώς και συνημμένο υπόμνημα. 
Στα έγγραφα αυτά θα αναφέρεται ότι, επειδή δεν τηρήθηκε η αυστηρή ουδετερότητα εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, από τις αρχές του πολέμου, όπως αποδεικνύεται και από έγγραφα του Γαλλικού Στρατηγείου, που βρίσκονται στα χέρια της γερμανικής κυβέρνησης, η γερμανική κυβέρνηση δεν μπορεί πλέον να παρακολουθεί απαθώς την ανώμαλη κατάσταση που δημιουργήθηκε εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης, ύστερα από την είσοδο ισχυρών αγγλικών στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφός της. 
Κατόπιν αυτού, η γερμανική κυβέρνηση διέταξε τα στρατεύματά της να εκδιώξουν από το ελληνικό έδαφος τις αγγλικές στρατιωτικές δυνάμεις. 
Κάθε αντίσταση κατά των γερμανικών πολεμικών δυνάμεων θα παταχθεί χωρίς διάκριση».

 Τα έγγραφα του Γαλλικού Επιτελείου που επικαλείτο ο Ρίμπεντροπ ήταν αυτά τα βρήκαν οι Γερμανοί στις 16 Ιουνίου 1940.

Στο υπόμνημα Ρίμπεντροπ, τονιζόταν ότι τα γερμανικά στρατεύματα δεν ήσαν εχθρός του ελληνικού λαού , και ότι ο γερμανικός λαός δεν επιθυμούσε να πολεμήσει τον ελληνικό λαό και να τον καταστρέψει . Οι οδηγίες του φον Ρίμπεντροπ τόνιζαν ότι «το κτύπημα που αναγκαζόταν να καταφέρει η Γερμανία επί ελληνικού εδάφους αφορούσε κυρίως την Αγγλία»

Η Γερμανική διακοίνωση.
 «Από της ενάρξεως του πολέμου, του έπιβληθέντος εις τήν Γερμανίαν διά τής κηρύξεως του πολέμου έκ μέρους τής Αγγλίας και τής Γαλλίας, ή Κυβέρνησις του Ράϊχ έξέφρασε πάντοτε σαφώς και άπεριφράστως τήν θέλησίν της, όπως ή στρατιωτική σύρραξις περιορισθή μεταξύ των έμπολέμων κρατών και ιδίως όπως παραμείνη έκτος πολέμου η περιοχή τής Βαλκανικής χερσονήσου. Μετά τής αύτής σαφήνειας διεκήρυξε κατ’ έπανάληψιν, οτι θά άντετάσσετο αμέσως με όλα τα εις τήν διάθεσιν αυτής εύρισκόμενα πολεμικά μέσα εις πάσαν αγγλικήν απόπειραν, όπως μεταφέρη τον πόλεμον και εις άλλας χώρας. Με τήν καταστροφήν τών άγγλικών έκστρατευτικών δυνάμεων και τήν έκδίωξιν τών ύπολειμμάτων αύτών έκ τής Νορβηγίας και τής Γαλλίας, ή ήπειρος μας ειχεν άπαλλαγή τελείως έκ τών βρεταννικών στρατευμάτων. Έκ τούτου άνέκυπτε δι' όλα τά εύρωπαϊκά κράτη τό κοινόν συμφέρον, όπως διατηρηθή πλήρως ή επιτευχθείσα απομάκρυνσις της Αγγλίας έκ της ηπειρωτικής Εύρώπης ώς τό πλέον άσφαλές εχέγγυον τής ευρωπαϊκής ειρήνης και μή άφεθή ούδείς άγγλος στρατιώτης, όπως θέση πλέον πόδα επί εύρωπαϊκοΰ έδάφους. Τό πρόβλημα τούτο έτίθετο και δια τον έλληνικόν λαόν κατά τον αυτόν τρόπον, όπως και δια τους άλλους λαούς τής ηπείρου και ήτο προφανές, ότι ή ελληνική Κυβέρνησις θά προσηρμόζετο κάλλιστα προς τήν κατάστασιν, έάν έτήρει ειλικρινή και αύστηράν ούδετερότητα. Ή στάσις αύτη θά ήτο απολύτως φυσική δια τήν Ελλάδα και θά άνταπεκρίνετο εις τά ζωτικά αύτής συμφέροντα και τούτο μάλιστα έκ του λόγου, οτι ούδείς των εμπολέμων ηδύνατο πράγματι νά έχη ζωτικόν συμφέρον, όπως έμπλέξη εις τάς πολεμικάς επιχειρήσεις του μίαν χώραν, ή όποια εύρίσκετο μακράν του πραγματικού θεάτρου του πολέμου. Ούτως ή Γερμανία και ή Ιταλία ούδέποτε ήξίωσαν άλλο τι άπό τήν Ελλάδα, ειμή τήν τήρησιν μιας γνήσιας ούδετερότητος. Εντεύθεν λοιπόν είναι έτι μάλλον άκατανόητον, ότι παρά ταύτα ή έλληνική Κυβέρνησις έγκατέλειψε τήν στάσιν ταύτην, ή όποια διεγράφετο εις αύτήν σαφώς, και τοιουτοτρόπως είσήβεν εις τον δρόμον, όστις, θάττον ή βράδιον, ήτο φυσικόν νά φέρη τον λαόν της εις σοβαρούς κινδύνους. Γνωρίζομεν σήμερον, ότι ή Ελλάς έγκατέλειψε πράγματι τήν στάσιν τής ούδετερότητος άπό τής κατά Σεπτέμβριον του 1939 έκρήξεως του πολέμου, και έλαβε θέσιν κατ’ αρχάς μυστικώς και είτα όλονέν έμφανέστερον υπέρ τών έχθρών τής Γερμανίας και προ παντός υπέρ τής Αγγλίας. Μέχρι ποίου σημείου ή ελληνική πολιτική και προ τής έκρήξεως άκόμη του πολέμου ήτο έπηρεασμένη άπό τάς εις τούς κύκλους τής έλληνικής Κυβερνήσεως έπικρατούσας συμπαθείας προς τήν Άγγλίαν, άποδε'ικνύει τό γεγονός και μόνον, ότι κατ' Άπρίλιον του 1939 ή Ελλάς άπεδέχθη πολιτικήν έγγύησιν τών Δυτικών Δυνάμεων. Κατόπιν τής λίαν γνωστής πείρας, τής κτηθείσης έκ τών άγγλικών έγγυήσεων, έδει νά έχη πλήρη έπίγνωσιν, δτι, ένεργούσα ούτως, έθετεν άναγκαίως τήν χώραν της ύπό τήν έξάρτησιν τής Αγγλίας και δτι μοιραίως θά εύρίσκετο περιπεπλεγμένη εις τά ήδη ύφιστάμενα τότε άγγλικά σχέδια κυκλώσεως τής Γερμανίας. Η τάσις αύτη έξεδηλώθη τό πρώτον έμφανώς μετά τήν έκρηξιν του πολέμου, κατ' Όκτώβριον του 1939, όταν ή ελληνική Κυβέρνησις ήρνήθη και νά συζητήση καν τό ένδεχόμενον παρατάσεως του συμφώνου φιλίας μετά τής Ιταλίας, του όποιου ή ισχύς έξέπνεε κατά τό έτος τούτο. Την ιδίαν έποχήν περιήλθον εις τήν κατοχήν τής Κυβερνήσεως του Ράϊχ στοιχεία, συμφώνως προς τά όποια ή διά τής αγγλικής βοηθείας έγκατασταθεισα τότε εις τήν άρχήν έλληνική Κυβέρνησις άπό τής έγκαθιδρύσεώς της εις τήν έξουσίαν είχεν αναλάβει εύρείας ύποχρεώσεις έναντι τής άγγλικής πολιτικής. Έάν επί του σημείου τούτου ύπελείπετο και ή έλαχίστη άκόμη άμφιβολία, τά έπίσημα έγγραφα, άτινα εύρέθησαν εις την Λα Σαριτέ τής Γαλλίας, και τά όποια ήδη έδόθησαν εις τήν δημοσιότητα, άποδεικνύουν κατά τον πλέον άναμφισβήτητον τρόπον τήν θέσιν, ην έλαβε σαφώς ή Ελλάς έναντίον του Άξονος άπό τής έκρήξεως του πολέμου. Από τά έπίσημα ταύτα στοιχεία του Γαλλικού Γενικού Επιτελείου και τής γαλλικής Κυβερνήσεως προκύπτει η ακόλουθος είκών περί της αληθούς πολιτικής, τήν οποίαν ήκολούθησε μυστικώς ή έλληνική Κυβέρνησις: 1. Άπό του Σεπτεμβρίου ήδη του 1939 το Έλληνικόν Γενικόν Έπιτελεΐον άπέστειλεν εις Άγκυραν τον Συνταγματάρχην Δόβαν, ίνα έλθη εις έπαφήν με τον Στρατηγόν Βεϋγκάν, Αρχιστράτηγον του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος έν τή Εγγύς Ανατολή. 2.Τήν 18 Σεπτεμβρίου 1939 ο Έλλην Πρεσβευτής έν Παρισίοις Πολίτης έδωσε τήν διαβεβαίωσιν, ότι ή Ελλάς δεν έπεθύμει τήν άνανέωσιν τής μετά τής Ιταλίας συνθήκης, ήτις έξέπνεε τον Όκτώβριον, ειμή μόνον «έφ' δσον μία τοιαύτη συμφωνία δεν θά ήμπόδιζε τον σχηματισμόν ενός ανατολικού μετώπου». 3. Κατά τάς άρχάς του Οκτωβρίου 1939 ο Υφυπουργός τών Εξωτερικών Μαυρουδής έδήλωσεν εις τον Γάλλον Πρεσβευτήν έν Αθήναις, ότι ή Ελλάς οχι μόνον δέν θά ήμπόδιζε μίαν άπόβασιν τών συμμάχων εις Θεσσαλονίκην, αλλά τούναντίον θά ύπεστήριζεν ένεργώς αύτήν, ύπό τήν προϋπόθεσιν μόνον ότι ή έπιτυχία τών επιχειρήσεων θά ήτο έξησφαλισμένη. 4. Η έπαφή, ή λαβούσα χώραν κατά τά τέλη Όκτωβρίου 1939 μεταξύ του έν Αθήναις γάλλου στρατιωτικού Ακολούθου και του έλληνος Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου ώδήγησε, τήν 4 Δεκεμβρίου 1939, εις τήν ρητήν έπιθυμίαν του έλληνικού Γενικού Επιτελείου, όπως γίνη έναρξις στρατιωτικών διαπραγματεύσεων, καθώς και εις τήν άποστολήν εις Ελλάδα του Συνταγματάρχου του γαλλικού Γενικού Επιτελείου Μαριό. 5. Εις σημείωμα του Στρατηγού Γκαμελαίν ύπό χρονολογίαν 4 Ιανουαρίου 1940 λέγεται, ότι ό άρχηγός του ελληνικού Γενικού Επιτελείου κατέστησε γνωστόν, ότι ήτο εις θέσιν νά έγγυηθή τήν άποβίβασιν ένός διασυμμαχικού εκστρατευτικού σώματος εις Θεσσαλονίκην, ύπό τήν έπιφύλαξιν επαρκούς ύποστηρίξεως δι' άεροπορικών δυνάμεων καί διά δυνάμεων άντιαεροπορικής άμύνης . Η Κυβέρνησις τοΰ Ράϊχ, ήτις προ πολλού έτέλει έν γνώσει τών στοιχείων τούτων, άτινα έπεβάρυνον σοβαρώς τήν ελληνικήν Κυβέρνησιν, άνέμενεν έν τούτοις με ύπέρμετρον ύπομονήν και μακροθυμίαν τήν περαιτέρω έξέλιξιν τής έλληνικής πολιτικής. Άκόμη και όταν ή Ελλάς έθεσεν εις τήν διάθεσιν τού βρετανικού ναυτικού βάσεις έπί τών νήσων της και ή Ιταλία, ό σύμμαχος του γερμανικού Ράϊχ, έν όψει τής στάσεως αύτής, ήτις δέν ήτο πλέον στάσις ούδετέρου κράτους, έξηναγκάσθη εις στρατιωτικήν δράσιν έναντίον τής Ελλάδος, ή Γερμανία διετήρησε τήν στάσιν τής άναμονής. Ταύτην καθώριζεν ή ειλικρινής έλπίς του γερμανικού λαού, όστις μέχρι τότε διεπνέετο αποκλειστικώς ύπό αισθημάτων φιλίας διά τον έλληνικόν λαόν, ότι ή Ελλάς θά άνεμιμνήσκετο έν τέλει τών άληθών συμφερόντων της και ότι ούτω ή έλληνική Κυβέρνησις, παρ’ όσα συνέβησαν, θάαεύρισκε τήν εύκαιρίαν νά έπανέλθη εις τήν άληθή ούδετερότητα. 'Υπό τό πνεύμα τούτο ό Φόν Ρίμπεντροπ, Υπουργός τών Εξωτερικών του Ράϊχ, εις συνομιλίαν, ην έσχε έν Φούσλ μετά του έλληνος Πρεσβευτού τήν 26 Αύγούστου 1940, έδωσεν εις τήν έλληνικήν Κυβέρνησιν, ύπό σοβαρόν τύπον, τήν συμβουλήν, όπως έγκαταλείψη τήν μεροληπτικώς εύμενή προς τήν Άγγλίαν στάσιν της. Πέραν όμως τούτου δι' έπανειλημμένων δημοσίων δηλώσεων αυτού του Φύρερ, η ελληνική Κυβέρνησις κατέστη ένήμερος, ότι ή Γερμανία έν ούδεμια περιπτώσει θά ήνείχετο, όπως βρεταννικαί στρατιωτικαί δυνάμεις έγκατασταθούν επί έλληνικοΰ έδάφους. Ύπενθυμίζομεν, μεταξύ άλλων, έπί του σημείου τούτου τον λόγον, τον έκφωνηθέντα ύπό του Φύρερ τήν 30 Ιανουαρίου 1941, έν τω όποίω άναφέρεται: «Ισως στηρίζουν έλπίδας έπί τών Βαλκανίων, άλλ' ούτε εκεί δέν βλέπω τύχην δι’ αύτούς, διότι έν πραγμα είναι βέβαιον: Εκεί όπου ή Αγγλία θά έμφανίσθή, θά τής έπιτεθώμεν και είμεθα άρκετά ισχυροί διά νά τό πράξωμεν». …………..

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου