και ο τενεκές Αλέξανδρος Παπάγος
Ο Χαράλαμπος Κατσιμήτρος ήταν παιδί του Ελληνικού Λαού ενώ ο τενεκές Διαγγελέας ήταν παιδί της Ψωρο-Αλίτ
του Σπυρίδωνα Χατζάρα
Η σύγκριση του Κατσιμήτρου με τον Παπάγο δεν είναι απλά ένα ζήτημα «ιστορικό».
Στις διαφορές ανάμεσα στον Διαγγελέα και τον Κατσιμήτρο βρίσκεται όλη η ΟΥΣΙΑ της διαφοράς των Πατριωτών, των Ελλήνων, με τους Ρουφιανοπατριώτες , του Τουρκοκοτζαμπάσηδες και την Ολιγαρχική Ψωροελίτ.
Ο Κατσιμήτρος και ο Παπάγος είναι το «Λαός και Κολωνάκι».
Ο Διαγγελέας Παπάγος είναι τέκνο της Προδοτικής Πλουτοκρατίας και της Ξενοκρατίας, που τον ονώμασε στρατάρχη και τον τιμά και τον δοξάζει.
Ο άκαπνος Παπάγος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1883.
Μεγάλωσε στην Αθήνα σε εύπορη οικογένεια που διατηρούσε στενές σχέσεις με την βασιλική οικογένεια.
Στα χαρτιά, πατέρας του ήταν ο προσωπάρχης του υπουργείου Στρατιωτικών, υποστράτηγος Λεωνίδας Παπάγος.
Μητέρα του ήταν η Μαρία Αβέρωφ.
Ήταν εγγονός του Αυγερινού Αβέρωφ, μικρανηψιού του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ καθώς και ξαδέλφου των Αναστασίου Αβέρωφ, πολιτικού και πατέρα του Ευάγγελου Αβέρωφ - Τοσίτσα, και του Γεωργίου Αβέρωφ. Μετά την περάτωση των εγκύκλιων σπουδών εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, την οποία, όμως, εγκατέλειψε για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία. Φοίτησε για μία διετία, 1902- 1904 στη στρατιωτική σχολή των Βρυξελλών και το 1904-1906, στη σχολή Ιππικού της Υπρ.
Το 1906 επέστρεψε στην Ελλάδα και κατετάγη ως Ανθυπίλαρχος.
Το 1910 ορίστηκε υπασπιστής του Υπουργού των Στρατιωτικών Ε. Βενιζέλου.
Το 1911 έκανε έναν καλό γάμο. Νυμφεύτηκε, την εγγονή του στρατηγού Τιμολέοντα Βάσσου
Μαρία Καλίνσκυ.
Στους Βαλκανικούς πολέμους άκουγε τα κανόνια από μακριά ως Διαγγελέας του Αρχιστράτηγου διαδόχου Κωνσταντίνου.
Για τις «σπουδαίες υπηρεσίες του» ως "Διαγγελέας" την περιόδο 1912-1913 τιμήθηκε με τον αργυρό σταυρό του Τάγματος του Σωτήρος.
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους εισήλθε στο «Σχολείο Ανωτέρων Σπουδών», της γαλλικής στρατιωτικής αποστολής, και μετά υπηρέτησε στο Α’ Σύνταγμα Ιππικού στη Θεσσαλονίκη ως Ίλαρχος και στο Γ' Σώμα Στρατού ως Επιτελής.
Το 1916 33 χρονών πιά, με το βαθμό του Επίλαρχου υπηρέτησε ως Επιτελάρχης της Ταξιαρχίας Ιππικού. Το 1917 παραιτήθηκε και δεν μετείχε στο μακεδονικό μέτωπο.
Το 1920 , ο Παπάγος ανακλήθηκε στο στράτευμα με αναδρομική προαγωγή από Ίλαρχος σε απόδοση αντισυνταγματάρχη και και τοποθετήθηκε Επιτελάρχης της Μεραρχίας Ιππικού.
Για τις (επιτελικές) υπηρεσίες του στη Μικρά Ασία τιμήθηκε με το Χρυσό Αριστείο Ανδρείας.
Μετά το Κίνημα Λεοναρδοπούλου - Γαργαλίδη τον Οκτώβριο του 1923 στο οποίο συμμετείχε, τέθηκε σε αυτεπάγγελτη αποστρατεία.
Επανήλθε για δεύτερη φορά στις τάξεις του στρατού το 1926 επί οικουμενικής κυβέρνησης, (1926-1927), βάσει ειδικού νόμου και προήχθη αναδρομικά σε συνταγματάρχη.
Το 1927- 1931 ήταν Διοικητής της Ταξιαρχίας Ιππικού Λάρισας.
Το 1930 προάχθηκε σε Υποστράτηγο και το 1931 ανέλαβε Υπαρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού.
Το 1933 τοποθετήθηκε Επιθεωρητής Ιππικού του Γ.Ε.Σ. και το 1935 ονομάστηκε αναδρομικά Αντιστράτηγος και διοίκησε τα Α΄ και Γ΄ Σώματα Στρατού.
Στις 10 Οκτωβρίου 1935 μαζί τον Κονδύλη έκαναν το πραξικόπημα για την ανατροπή της κυβέρνησης Τσαλδάρη και την επαναφορά της Μοναρχίας.
Ο Κονδύλης τον έκανε και υπουργό στρατιωτικών. Ο Διαγγελέας Παπάγος μετέφερε, μαζί με τους Σ. Μπαλάνο και Π. Μαυρομιχάλη, τα καλά νέα στον «ανιψιό του», Γεώργιο Β’ στην Αγγλία και τοποθετήθηκε από τον Γεώργιο ως αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού την 1η Αυγούστου 1936.
Αντίθετα, ο ήρως Χαράλαμπος Κατσιμήτρος είχε γεννηθεί σε ένα ορεινό χωρίο της Ευρυτανίας, τον Κλειτσό κοντά στα Φουρνά 1886.
Ο Κατσιμήτρος , το φτωχοπαίδι, το χωριατόπουλο.
Κατατάχθηκε στο στρατό ως εθελοντής και μετά, αφού πέρασε στην Σχολή Υπαξιωματικών το 1911, εξήλθε τον Σεπτέμβριο του 1912 ανθυπασπιστής του πυροβολικού.
Στους Βαλκανικούς Πολέμους, ξεκίνησε ως διμοιρίτης και στο τέλος ήταν Διοικητής Λόχου, ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού το 1913.
Στο Μακεδονικό Μέτωπο κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο πολέμησε στην πρώτη γραμμή ως λοχαγός και το 1920 προήχθη σε ταγματάρχη.
Ως διοικητής τάγματος πολέμησε στην Μικρασιατικη εκστρατεία και τραυματίσθηκε στη μάχη του Αφιόν Καραχισάρ, στις 13 Αυγούστου 1922.
Το 1923 προήχθη σε αντισυνταγματάρχη.
Το 1924-1925 φοίτησε στη Σχολή Πολέμου. Προήχθη σε συνταγματάρχη το 1930 και σε υποστράτηγο το 1937 από τον Μεταξά.
Το 1938 τοποθετηθηκε διοικητής της VIII Μεραρχίας Πεζικού στην Ήπειρο, από τον Μεταξά.
Ο Κατσιμήτρος, δεν πήγε ούτε σε σχολές εξωτερικού, ούτε προήχθη με ειδικούς νόμους. Έγινε στρατηγός στο πεδίο της μάχης και στην πρώτη γραμμή.
Ο ένας, λοιπόν, το χωριατόπαιδο, ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και ο άλλος το πλαυσιόπεδο ήταν άκαπνος. Επιτελικός και «Διαγγελέας».
Όπως είχε δηλώσει και ο Γεώργιος Παπανδρέου, στην κηδεία του Παπάγου, «ο νεκρός στρατηγός δια πρώτη φοράν ήκουσε πυροβολισμούς».
Ο Παπάγος όπως όλοι οι Ντιντήδες της τάξεως του δεν ήταν οξυδερκής. Σπούδασε «Πόλεμο» σε Γαλλικά σχολεία.
Οι Γάλλοι δεν έχουν Βουνά αλλά ποτάμια, και μάχονται πίσω από τα ποτάμια.
Αυτό έκανε και ο Παπάγος που αποφάσισε «ως Γάλλος στρατηγός» να αμυνθεί πίσω από τη Γραμμή Άραχθου- Αχέροντα.
Ο στρατιώτης Κατσιμήτρος όμως ήξερε ότι έπρεπε να αμυνθεί στα Στενά.
Στις Κλεισούρες.
Αυτό το κατάλαβε και ο έφεδρος Ανθυπολοχαγός της Αλβανίας Οδυσσέας Αλεπουδέλλης που τραγούδησε:
«Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλει τα βουνά, Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά! Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα, Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα».
Ο Ντιντής Παπάγος ακολουθούσε όμως τη γαλλική «συνταγή».
Και επειδή στο Υπρ και τις Βρυξέλλες δεν διδάχτηκε το Καπορέττο άφησε την Πίνδο εντελώς αφύλαχτη.
Ο Παπάγος, γνώριζε από τις 20 Οκτωβρίου του 1940, τις αποφάσεις της σύσκεψης στο Παλάτσο Βενέτσια υπό τον Μουσολίνι της 15ης Οκτωβρίου, από κρυπτογράφημα σπάνιας ακρίβειας του Έλληνα Πρέσβη στη Ρώμη, και είχε οκτώ ολόκληρες ημέρες για να επιστρατευθούν οι μονάδες και προωθηθούν ενισχύσεις στις οποίες που κυριολεκτικά δεν έγινε απολύτως τίποτα.
Ο Πρέσβης συνοπτικά και επιγραμματικά τόνιζε: «Επίθεσις εις Ήπειρον, πίεσις προς Θεσσαλονίκην και εις δεύτερον χρόνον προέλασις προς Αθήνας.» Η περιγραφή ήταν απολύτως σωστή.
«Πίεση προς την Θεσσαλονίκη» και σε δεύτερο χρόνο «προέλασις προς Αθήνας».
Άρα ο Παπάγος και οι Επιτελείς του, έπρεπε να αντιληφθούν ότι οι Ιταλοί γνώριζαν το «απόρρητο» σχέδιο ΙΒβ, και ότι ο αντικειμενικός σκοπός τους ήταν η ταχεία κατάληψη της Ηπείρου, την οποία το σχέδιο , την παραχωρούσε.
Ο τότε Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Μάικλ Πάλερετ , στο τηλεγράφημα του από την Αθήνα της 28ης Σεπτεμβρίου 1940, που έχει δημοσιευτεί από τα «Αρχεία του Φόρειν Όφις» , ενημέρωνε την κυβέρνηση του, ότι ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού στρατηγός Παπάγος, «ήταν πρόθυμος, εάν κρινόταν απαραίτητο, να παραχωρηθεί η Ήπειρος στους Ιταλούς».
Επομένως, όταν ο Παπάγος έδινε εντολή στον Κατσημήτρο για σύμπτυξη , εξυπηρετούσε τα Ιταλικά σχέδια.
Ο Παπάγος γνώριζε επιπλέον, ότι δεν θα γινόταν επίθεση προς τη Θεσσαλονίκη, και επομένως , όταν δεν επέτρεπε στον Τσολάκογλου να επιτεθεί , εξυπηρετούσε τους Ιταλούς και κάλυπτε την Ιταλική υποχώρηση.
Ο Παπάγος, από τα υπόγεια της Μεγάλης Βρετανίας έδωσε διαταγή προς τον διοικητή της VIII Μεραρχίας, που την διαβίβασε ο Κορώζης, στις 30 Οκρωβρίου έλεγε τα ακόλουθα:
«Να έχετε πάντοτε υπόψη σας ότι η αποστολή της Μεραρχίας είναι η κάλυψη του θεάτρου της Δυτ. Μακεδονίας από την γενική κατεύθυνση Ιωάννινα-Ζυγός κα ι η απόφραξη των δρομολογίων από την Ήπειρο προς Αιτωλοακαρνανία (…)… Ο κίνδυνος εχθρικής απειλής από της περιοχής Πρεβέζης υφίσταται και δέον να εξασφαλίσετε… τα νώτα σας….. Οι Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο, δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προβληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής».
«Οι Προσπάθειές σας για την διεκδίκηση εθνικού εδάφους στην Ήπειρο, δεν πρέπει να σας οδηγήσουν στην φθορά των μέσων, έτσι ώστε να κάνουν προβληματική την εκπλήρωση της πιο πάνω αποστολής», έλεγε ο αρχιστράτηγος, που «βιαζόταν» να φθάσουν οι Ιταλοί στα Ιωάννινα.
Το καθήκον της 8ης Μεραρχίας δεν ήταν η υπεράσπιση της Ηπείρου, αλλά η εξασφάλιση διαβάσεων!
Το "επιτελείο" των Υπογείων της Μεγάλης Βρετανίας την παραμονή της επίθεσης απεύθυνε στον μέραρχο Κατσιμήτρο το εξής μήνυμα :
«Η δύσκολη θέση της Μεραρχίας μας είναι γνωστή. Με την υπάρχουσα αριθμητική υπεροχή του εχθρού, η κυβέρνηση δεν αναμένει νίκες από τη Μεραρχία. Αναμένει, όμως, ότι η Μεραρχία θα περισώσει την τιμήν των όπλων»!
Αντίθετα ο Κατσιμήτρος στην Ημερήσια Διαταγή του στις 30/10/1940 τόνιζε : « από σήμερον η Μεραρχία κατέχει την ωργανωμενην τοποθεσίαν δι' όλων των δυνάμεών της. Επί της τοποθεσίας ταύτης θα δοθή ο αποφασιστικός αγών προς τον εχθρόν. Ο αγών θα διεξαχθή μετά πείσματος και επιμονής ακαταβλήτου. Άμυνα καρτερά επί των θέσεών μας μέχρις εσχάτων. Ουδεμία ιδέα εις ουδένα να υπάρχη περί υποχωρήσεως. Ήδη πάντες, από του Στρατηγού Διοικητού της Μεραρχίας μέχρι και του τελευταίου στρατιώτου, θα αγωνισθώμεν επί των θέσεών μας. Και εν ανάγκη θα πέσωμεν όλοι υπερασπιζόμενοι αυτά...».
«Άμυνα μέχρις εσχάτων», και «Και εν ανάγκη θα πέσωμεν όλοι» Αυτό ήταν το «δόγμα Κατσιμήτρου», που στις 30 Οκτωβρίου 1940, σε πλήρη αντίθεση με τους ηττοπαθείς της Μεγάλης Βρετανίας έριξε πρώτος το σύνθημα της αντεπίθεσης.
«Αξιωματικοί και Οπλίται, κρατήσατε σταθερώς και αποφασιστικώς τας θέσεις και έχετε πάντοτε το βλέμμα προς τα εμπρός, διότι εντός ολίγου θα αναλάβωμεν αντεπίθεσιν ίνα εκδιώξωμεν τον εχθρόν εκ του πατρίου εδάφους το οποίον εμόλυνεν δια της παρουσίας του... Εγγύς είναι η ημέρα καθ' ήν ο άνανδρος και δειλός εχθρός θα ριφθεί εις την θάλασσαν. Κρατήστε ισχυρώς τας θέσεις και τούτο θα πραγματοποιηθεί συντόμως. Η παρούσα να κοινοποιηθεί εις άπαντας τους υφ' υμάς Αξιωματικούς και οπλίτας».
Αυτός ήταν ο Κατσιμήτρος.
Ο Κατσιμήτρος, στις 27 Οκτωβρίου , σε τηλεφωνική του επικοινωνία με το αντισυνταγματάρχη Κορώζη στο Κέντρο διαβιβάσεων του ΓΕΣ είχε πει :
«Αναφέρατε παρακαλώ εις τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. ότι η προσωπική μου γνώμη είναι ότι κατά την διάρκειαν της νυκτός 27 με 28 Οκτωβρίου, θα έχωμεν ιταλικήν επίθεσιν. Η Μεραρχία θα επιτελέση το καθήκον της προς την πατρίδα συμφώνως προς διαταγάς . Δύναμαι να βεβαιώσω υπευθύνως τον κ. Αρχηγόν του Γ.Ε.Σ. και τονίζω τούτο ιδιαιτέρως ότι δεν θα περάσουν Ιταλοί από το Καλπάκι».
Στις 04:00, μια ώρα μετά το «ΟΧΙ» προς τον πρέσβη της Ιταλίας στην Αθήνα Εμμανουέλλε Γκράτσι, ο Διοικητής της 8ης Μεραρχίας, Υποστράτηγος Χαράλαμπος Κατσιμήτρος, μίλησε στο τηλέφωνο με τον Ιωάννη Μεταξά ο οποίος διέταξε «αντίστασιν μέχρις εσχάτων».
Ο Κατσιμήτρος αφού έκανε πρώτα τον Σταυρό του σαν καλός ορθόδοξος Χριστιανός είπε,
ΜΑΧΟΥ «υπέρ βωμών και εστιών και υπέρ της ελευθερίας μας», και αναφώνησε: Ζήτω το Έθνος και Ζήτω η Πατρίς.
Δεν είπε πουθενά και ποτέ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ. Ούτε είπε πουθενά , Ζήτω ο «Εστεμμένος Τενενκές».
Ο Παπαγικός Λιούμπας, που διοικούσε το «απόσπασμα Παραμυθιάς» εφαρμόζοντας το σχέδιο Παπάγου- Πάλερετ, εγκατέλειψε το μέτωπο και υποχώρησε στον Άραχθο.
Στις 7 Νοεμβρίου, το βράδυ, ο διαγγελέας Παπάγος ξεφτιλίστηκε εντελώς και ο στρατιώτης Κατσιμήτρος δικαιώθηκε απόλυτα.
Το Ιταλικό Επιτελείο , ενώ οι προφυλακές της Σιένα είχαν φτάσει στον Αχέροντα, και ετοιμαζόταν για προέλαση, έλαβε διαταγή να οπισθοχωρήσει και να σχηματίσει ισχυρό προγεφύρωμα στον Καλαμά, με κέντρο την Βρυσέλλα.
Οι Έλληνες διαβιβαστές υπέκλεψαν τα ιταλικά σήματα, που έκαναν λόγο για αναστολή των επιθέσεων, μέχρι την άφιξη ενισχύσεων.
Για τις μέχρι τότε ιταλικές απώλειες, οι τρείς ιταλικές Μεραρχίες που είχαν εμπλακεί, τις ανέβαζαν σε 2.228 άνδρες.
Ο «άκαπνος διαγγελέας», ο Παπάγος, και το «Γενικό Στρατηγείο» του στα υπόγεια της Μεγάλης Βρετανίας, δεν πίστευαν στην ικανότητα άμυνας του Καλπακίου, και όταν το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου, ο Παπάγος μίλησε στο τηλέφωνο με τον Κατσιμήτρο, το έκανε για να τον απειλήσει ότι θα περικυκλωθεί.
Του είπε ότι «τον ανησυχούσε η βαθύτατη διείσδυση των Ιταλών στον παραλιακό τομέα» διότι «μπορούσαν να πλευροκοπήσουν θανάσιμα το κέντρο της άμυνας στο Καλπάκι»!
Ουσιαστικά, μια ημέρα πριν τη Νίκη , ο δειλός Παπάγος, έλεγε στον Κατσιμητρο να υποχωρήσει στη γραμμή του Αχέροντα, σαν τον δειλό Λιούμπα, αλλά δεν είχε το θάρρος να του δώσει εντολή και τον «συμβούλευε».
Ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας, είπε στον Παπάγο, ότι όσο κρατούσε σταθερά η τοποθεσία Καλαμά-Καλπακίου, δεν θα συνεχιζόταν η κίνηση των Ιταλών στον παραλιακό τομέα, πολύ περισσότερο μάλιστα, τη στιγμή κατά την οποία ο αγώνας στην Πίνδο είχε λάβει ευνοϊκή τροπή για τις ελληνικές δυνάμεις.
Και την επομένη ο στρατιώτης δικαιώθηκε και ο διαγγελέας στρατάρχης ξεφτιλίστηκε.
Στις 7 Νοεµβρίου το Γ΄ Σώµα Στρατού εξέδωσε διαταγή επιχειρήσεων µε την οποία καθοριζόταν αιφνιδιαστική επίθεση, χωρίς προπαρασκευή πυροβολικού, σε όλο το μετωπο, με αντικειμενικό σκοπό τον αποκλεισμό από βοριά και από νότια της Μοράβας, κατάληψη της διάβασης Τσαγκόνι και τέλος της Κορυτσάς .
Η επίθεση θα γινόταν από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις.
Η X Μεραρχία θα ενεργούσε επίθεση στην κατεύθυνση Νεστορίου – Ντάρζας – Κορυτσάς η οποία θα ήταν και η κύρια προσπάθεια, η IX Μεραρχία Σαλ – Κορυτσάς και η XV Μεραρχία Πυξός – Ιβάν – Κορυτσά.
Ο Παπάγος και ο Πιτσίκας διαφωνούσαν και μετά από 6 ημέρες καθυστέρησης, ανταλλαγής σημάτων και "συζητήσεων", αποφασίστηκε η επίθεση για τις 14 Νοεμβρίου, αφού οι ιταλοί είχαν αρχίσει αν φεύγουν από την Κορυτσά.
Αν η επίθεση είχε γίνει στις 7 Νοεμβρίου θα είχε αιχμαλωτιστεί ολόκληρο το ιταλικό 25ο Σώμα Στρατού.
Μερικές επισημάνσεις.
Ο «άκαπνος διαγγελέας» Παπάγος, δεν έστειλε ενισχύσεις στον Κατσιμήτρο.
Ο Παπάγος, μετακίνησε την 1η Νοεμβρίου το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων της 3ης Μεραρχίας Πατρών, που είχε έδρα στο Μεσολόγγι, και το έστειλε στο Πέτα της Άρτας.
Όταν ο Παπαγικός Λιούμπας, στον οποίο είχε αναθέσει την άμυνα της Θεσπρωτίας ο Παπάγος, εγκατέλειψε το πλευρό του Κατισιμήτρου , και υποχώρησε στον Αχέροντα, σύμφωνα με τα σχέδια επιχειρήσεων του «Γενικού Στρατηγείου», το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων, που δεν τέθηκε υπό την διοίκηση της 8ης Μεραρχίας, και που υποτίθεται ότι στάλθηκε για ενίσχυση της, έλαβε εντολή από τον Παπάγο να προωθηθεί στις 5 Νοεμβρίου στην Φιλιππιάδα, 32 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Πρέβεζας , ως εφεδρεία του Λιούμπα, που είχε υποχωρήσει στην γραμμή Σουλίου-Αχέροντα σύμφωνα με το σχέδιο του Παπάγου και δεν πήγε ποτέ στο μέτωπο.
Η 3η Μεραρχία Πατρών, υπό τον Μπάκο, λόγω της μεγάλης έλλειψης μονίμων Αξιωματικών,(λόγω της αποτάξεως των Βενιζελικών), και την έλλειψη υλικών Επιστρατεύσεως, (που καταγράφηκε σε όλες τις μονάδες), αλλά και λόγω των μέτρων από την από αέρος εχθρική απειλή, επιστρατεύτηκε με μεγάλη βραδύτητα.
Το 6ο Σύνταγμα της Κορίνθου αναχώρησε ατμοπλοϊκά για το Μεσολόγγι, την 9η Νοεμβρίου 1940, όταν δηλαδή είχε ανακοπεί η ιταλική επίθεση.
Το 2/39 Σύνταγμα Ευζώνων , πήρε μέρος στην αντεπίθεση της 8ης Μεραρχίζς και είχε τους πρώτους νεκρούς στη μάχη της Βίγλας στις 29-30 Νοεμβρίου.
Ο υποστράτηγος Χαράλαμπος Γ. Κατσιμήτρος, ο διοικητής της 8ης Μεραρχίας, ως νέος Λεωνίδας , είπε στις 28 Οκτωβρίου 1940, το δικό του «Μολών Λαβέ» στο Καλπάκι και με την ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΑΤΑΓΗ, του, έριξε πρώτος το σύνθημα «θα τους ρίξουμε στη θάλασσα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου