Όταν χάραξε η 8 Νοεμβρίου , των Αρχαγγέλων Γαβριήλ και Μιχαήλ , την 12η ημέρα του Πολέμου του 1940 , ήταν σαφές ότι ο στρατηγός Κατσιμήτρος, ο Λεωνίδας του 40, και οι Γενναίοι του, καθώς και ο Βραχνός με τους Θεσσαλούς του, στην Πίνδο, είχαν πια νικήσει τους Ιταλούς, που υποχωρούσαν.
Νικητής και ο Μεταξάς.
Ο μεγαλύτερος ηττημένος στην Αθήνα, ήταν ο άκαπνος διαγγελέας, που πριν τη μάχη σχεδίαζε υποχώρηση. Ο μικρόψυχος και ζηλόφθονος Παπάγος δεν πρότεινε για παρασημοφόρηση τον νικητή του Καλπακίου, και ούτε παρασημοφόρησε του Τιτάνες της Γκραμπάλας , ούτε τους πυροβολητές που διέλυσαν τους Ιταλούς. Απολύτως Τίποτα.
Οι σύγχρονοι απολογητές του Παπάγου, θα πρέπει να εφεύρουν κάποια αιτία για αυτή την παράληψη. Τους προτείνω να υποστηρίξουν ότι υπήρχε έλλειψη παρασήμων. Το ανακοινθέν του Παπάγου ανέφερε:
Στις 8 Νοεμβρίου έφθασε στην Αλβανία ο στρατηγός Ουμπάλντο Σοντού, τέως υφυπουργός Στρατιωτικών της Ιταλίας, που θα αναλάμβανε από την επομένη τη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων.
Στο μέτωπο Ελαίας –Καλαμά , τα παρατηρητήρια της 8ης Μεραρχίας, διαπίστωσαν ασυνήθιστη κίνηση των ιταλικών φορτηγών αυτοκινήτων στα μετόπισθεν και ιδιαίτερα στο Χάνι Δελβινάκι.
Επίσης, παρατηρούσαν και αλλαγή θέσεων του ιταλικού πυροβολικού προς τα πίσω, αλλά και απουσία αρμάτων μπροστά στην τοποθεσία της Ελαίας.
Οι κινήσεις αυτές αποτελούσαν μια πρώτη ένδειξη ότι οι Ιταλοί εγκατέλειπαν την τοποθεσία.
Η Ιταλική αεροπορία συνέχισε τους βομβαρδισμούς στη Βόρεια Ελλάδα.
Στο μέτωπο της Πίνδου, ο διοικητής της «Τζούλια», στρατηγός Μάριο Τζιρότι, ευρισκόμενος σε δεινή θέση, διέταξε την υποχώρηση προς την Κόνιτσα, ακολουθώντας το ορεινό δρομολόγιο Δίστρατο – Άρματα – Πάδες – Ελεύθερο – Κόνιτσα.
Στην Κόνιτσα θα κάλυπτε την υποχώρηση η νεοαφιχθείσα στο μέτωπο ιταλική 47η Μεραρχία, «Μπάρι».
Η δική μας 1η Μεραρχία, του Βραχνού, κατάφερε μέχρι τις 8 Νοεμβρίου να περιορίσει τους Ιταλούς στον Σμόλικα και η Ταξιαρχία Ιππικού, ενισχυμένη και με δυνάμεις πεζικού, επιχείρησε να ανακόψει την υποχώρηση των Ιταλών προς το χωριό Άρμάτα και κατάφερε να εκτοπίσει τους Ιταλούς από το Δίστρατο.
Το απόγευμα της 8ης Νοεμβρίου 1940 δύο ελληνικές διμοιρίες αιφνιδίασαν την ιταλική φρουρά στο χωριό Δίστρατο της Πίνδου, και απελευθέρωσαν το χωριό συλλαμβάνοντας 61 Ιταλούς αιχμαλώτους. Το βράδυ εισήλθε στο χωριό Δίστρατο η διοίκηση της Μεραρχίας Ιππικού, υπό τον υποστράτηγο Γεώργιο Στανωτά.
Το απόσπασμα Αώου που είχε συγκροτήσει ο Παπάγος και το οποίο διοικούσε ο Μαρδοχαίος Φριζής, δεν μπόρεσε να περάσει τον Αώο για να ανακόψει την υποχώρηση της «Τζούλια». Η αποτυχία του Μαρδοχαίου Φριζή, επέτρεψε στους Ιταλούς Αλπινιστές να αποφύγουν την αιχμαλωσία.
Στις 8 Νοεμβρίου ο Μεταξάς δέχθηκε τον Πρεσβευτή της Αμερικής, κ. Μακ Βή στον οποίο είπε ότι ο ελληνικός λαός αισθάνεται «ιδιαιτέραν χαράν διά την έπανεκλογή του κ. Ρούζβελτ», και τον παρεκάλεσε να διαβιβάσει εις τον Πρόεδρο Ρούζβελτ την προσωπική του έκκληση όπως βοηθήσει την αγωνιζομένη Ελλάδα δια της χορηγήσεως άδειας αγοράς εν Αμερική αεροσκαφών, πολεμικού υλικού και πρώτων υλών, των οποίων η Ελλάς είχε επείγουσα ανάγκη.
Ό κ. Μάκ Βή απάντησε στον Μεταξά ότι φοβόταν ότι θα υφίσταντο δυσχέρειες για την ικανοποίηση του αιτήματος του λόγω της προτιμήσεως των αγγλικών παραγγελιών.
Ο Μεταξάς του είπε ότι θα ζητούσε παρά της αγγλικής Κυβερνήσεως να υποστηρίξει το ελληνικό αίτημα προς την Αμερική και ο Μακ Βή του είπε :«Αν η αγγλική κυβέρνηση το κάνει τούτο, η αίτησις σας θα τύχει ευμενούς υποδοχής». Ο Μάκ Βή πάντως εξέφρασε στον Μεταξά τα θερμά του συγχαρητήρια για τις ελληνικές στρατιωτικές επιτυχίες.
Στις 13.30 ο Μεταξάς ενημερώθηκε τηλεφωνικά από τον Έλληνα πρέσβη στο Βελιγράδι ότι ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός τον κάλεσε και του ζήτησε να μεταφέρει προς τον Μεταξά ότι η Αθήνα μπορεί να είναι απολύτως ήσυχη για τη στάση της Γιουγκοσλαβίας, σε ότι αφορά το ιταλικό αίτημα για την διέλευση ιταλικού στρατού από το έδαφός της. Η Γιουγκοσλαβία επ' ουδένι δεν θα το επέτρεπε.
Ο Μεταξάς στο ημερολόγιο του κατέγραψε:
Στην κατεχόμενη Ηγουμενίτσα ,εκτελέστηκαν την 8η Νοεμβρίου 1940 από τους Ιταλούς μετά από απαίτηση των Μουσουλμάνων Τσάμηδων ο Χρήστος Πιτούλης και ο Χρήστος Τσώνης. Ο τόπος εκτέλεσης ήταν στην παραλία, δίπλα από το ξενοδοχείο «ΑΚΤΑΙΟΝ» και στη θέση που τότε λεγόταν «Μόλιζα».
Στις 8 Νοεμβρίου 1940, ο «Σύλλογος των εν Ελλάδι Κασίων» έκανε έκτακτη Γενική Συνέλευση» και οι Κάσιοι διαδήλωσαν την απόλυτον αυτών πίστιν και αφοσίωσιν προς τον Εθνικόν Κυβερνήτην και αποφάσισαν «όπως διατεθεί υπέρ των Εθνικών σκοπών ποσόν δραχμών 150.000 εκ της περιουσίας του Συλλόγου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου