25/3/09

Οι Τραπεζο-νομισματικές περιπέτειες της Δημοκρατίας του 1924.

Στα τέλη του 1924 επικράτησε υψηλή ζήτηση συναλλάγματος στην ελληνική αγορά.
H Eθνική Tράπεζα προσπάθησε να ικανοποιήσει αυτή την αυξημένη ζήτηση, προχωρώντας στην αύξηση της προσφοράς ξένου νομίσματος, γεγονός που οδήγησε στη μείωση των συναλλαγματικών της αποθεμάτων. Aυτή η τάση συνεχίστηκε και κατά το οικονομικό έτος 1925-26. Περιορίστηκε έτσι σημαντικά η δυνατότητα της Εθνικής Τράπεζας να ελέγχει τη νομισματική κυκλοφορία με βάση τα συναλλαγματικά της αποθέματα καθώς και η ικανότητά της να διατηρεί την τιμή του συναλλάγματος σε θεμιτά επίπεδα. Η τιμή άλλωστε της στερλίνας διέγραψε ανοδική πορεία από τον Ιανουάριο 1925, γεγονός που δημιούργησε τάσεις κερδοσκοπίας. H Eθνική Tράπεζα χρησιμοποιώντας ως κάλυμμα τους λογαριασμούς σε στερλίνες της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων προχώρησε το Mάρτιο του 1925 σε έκδοση χαρτονομίσματος. Ενεργούσε έτσι σαν να είχαν περιέλθει στην κατοχή και όχι στη φύλαξη της Εθνικής Tράπεζας οι στερλίνες του δανείου. Η τεχνητή αυτή ενίσχυση των καλυμμάτων της Εθνικής σε ξένο συνάλλαγμα επανέφερε την αξία της στερλίνας τον Απρίλιο του 1925 στις 260 δραχμές από τις 320 στις οποίες είχε φτάσει, όμως η βελτίωση αυτή ήταν μόνο προσωρινή.

Με ειδικά νομοθετικά διατάγματα του Αυγούστου και του Οκτωβρίου 1925 περιορίστηκε η δυνατότητα των τραπεζών να επιδίδονται σε ανεξέλεγκτες αγοραπωλησίες ξένου νομίσματος. Η πτώση όμως της αξίας της δραχμής συνεχίστηκε. Στις 31 Δεκεμβρίου 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 375 δραχμές και η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339.000.000 δραχμές έναντι 4.896.000.000 του Δεκεμβρίου 1924. Η πτώση της αξίας της δραχμής έναντι της στερλίνας ήταν μεγαλύτερη από την αύξηση της κυκλοφορίας, εξέλιξη που επέτεινε τη φθίνουσα εμπιστοσύνη του κοινού στο εθνικό νόμισμα. Ο δείκτης του κόστους ζωής αυξήθηκε από 1.414 το 1924 (έτος βάσης, 1914:100) σε 1.633 το 1925. Το ψωμί στην Αθήνα από 4,36 δραχμές το 1924 έφτασε τις 7,35 το 1926 και το γάλα από 6,27 τις 8,79. Ο πληθωρισμός συνοδευόταν από στενότητα κεφαλαίων και ο επιχειρησιακός κόσμος ζητούσε νέα έκδοση νομίσματος, καθώς οι εκδόσεις ως τότε προορίζονταν για την κάλυψη των δημόσιων αναγκών, ενώ το πιστοδοτικό κύκλωμα αδυνατούσε να χρηματοδοτήσει τις άμεσες επιχειρησιακές ανάγκες.

Η θέση της Εθνικής Τράπεζας στις αρχές του 1926 δεν ήταν καθόλου αξιοζήλευτη. Από τον Ιούλιο του προηγούμενου έτους είχε παγώσει τις πληρωμές της, αλλά εξακολουθούσε να χάνει τα πλασματικά της καλύμματα, καθώς η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων ενεργούσε αναλήψεις από το λογαριασμό της, όπως άλλωστε και οι καταθέτες ωθούμενοι από την αυξημένη ζήτηση χρήματος. Yπό τις συνθήκες αυτές η διοίκηση της Τράπεζας εισηγήθηκε στην κυβέρνηση την επιβολή αναγκαστικού δανείου ως τη μόνη εφικτή λύση στο οικονομικό της αδιέξοδο, το οποίο είχε αντίκτυπο σε ολόκληρη την εθνική οικονομία. Με αποδεκατισμένα τα αποθέματά της από τις πιστώσεις προς το Δημόσιο (κυρίως για έργα αποκατάστασης των προσφύγων), η Τράπεζα αδυνατούσε να ασκήσει το πιστοδοτικό της έργο και ο επιχειρησιακός τομέας είχε στερηθεί την πιο σημαντική πηγή δανεισμού του.

Το νέο αναγκαστικό δάνειο εφαρμόστηκε με τον ακόλουθο τρόπο: Όλα τα τραπεζογραμμάτια (εκτός από τις καταθέσεις) από 50 δραχμές και πάνω κόπηκαν σε δύο στελέχη. Το ένα αντιπροσώπευε τα 3/4 του συνόλου και εξακολούθησε να λειτουργεί ως χαρτονόμισμα, ενώ το άλλο 1/4 μετατρεπόταν σε ομολογία κρατικού δανείου εικοσαετούς διάρκειας με ετήσιο επιτόκιο 6% και δικαίωμα συμμετοχής σε λαχειοφόρο κλήρωση. Για να αποφύγει τις εύλογες συγκρίσεις με το προηγούμενο αναγκαστικό δάνειο της κυβέρνησης Πρωτοπαπαδάκη το 1922, ο υφυπουργός Οικονομικών εξηγούσε στους "δανειστές" του Δημοσίου: "ως γνωστόν το προϊόν του δανείου εκείνου [1922] προωρίζετο και εσπαταλήθη εις πολεμικάς ανάγκας, ενώ το προϊόν του σημερινού επανακάμπτει διά της Εθνικής Τραπέζης εις χείρας κατ' επιλογήν παραγωγικάς". Το δάνειο αποτέλεσε μέτρο που έθιγε τις λιγότερο εύρωστες κοινωνικές ομάδες. Aυτό συνέβαινε καθώς μειωνόταν αναλογικά (κατά 25%) η αγοραστική τους δύναμη. Eξάλλου, μην έχοντας μεγάλη δυνατότητα αποταμίευσης, δεν προχωρούσαν σε τραπεζικές καταθέσεις, αλλά διατηρούσαν τις οικονομίες τους στο σπίτι.

Από το συνολικό προϊόν του δανείου των 1.250 εκατομμυρίων, 661 εκατομμύρια διατέθηκαν στην Εθνική Τράπεζα έναντι του κυμαινόμενου χρέους και τα υπόλοιπα για να αντιμετωπιστούν τρέχουσες ανάγκες του Δημοσίου. Ένα από τα αποτελέσματα της πολιτικής αυτής ήταν η περιστολή της κυκλοφορίας του νομίσματος. Στις αρχές Ιανουαρίου 1926 η κυκλοφορία έφτασε τα 5.339 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας τις 378 δραχμές, ενώ ως το τέλος του μήνα η κυκλοφορία έπεσε στα 4.195 εκατομμύρια και η τιμή της στερλίνας στις 343 δραχμές.

Ένα από τα σημαντικότερα αποτελέσματα του αναγκαστικού δανείου του 1926 υπήρξε η βελτίωση των οικονομικών της Eθνικής Tράπεζας. Πράγματι, η Eθνική ωφελήθηκε άμεσα από τη μερική εξόφληση του δημόσιου κυμαινόμενου χρέους, για την οποία χρησιμοποιήθηκε περίπου το μισό των χρημάτων που συγκεντρώθηκαν από το δάνειο. Στις αρχές Ιανουαρίου το ταμειακό της ισοζύγιο ήταν 208 εκατομμύρια δραχμές, αλλά ως το τέλος του μηνός έφτασε τα 957 εκατομμύρια. Η Τράπεζα απέσυρε αμέσως από την κυκλοφορία τραπεζογραμμάτια που είχαν εκδοθεί με κάλυμμα το λογαριασμό της Επιτροπής Αποκαταστάσεως Προσφύγων.

Το αναγκαστικό δάνειο επέδρασε βραχυπρόθεσμα και ως αντιπληθωριστικό μέτρο στην οικονομία. Η περιστολή της αγοραστικής δυνατότητας του κοινού κατά το 1/4 μείωσε τη ζήτηση καταναλωτικών προϊόντων αλλά και την κυκλοφορία του χρήματος κατά 25%, γεγονός που βραχυπρόθεσμα βελτίωσε, όπως ήδη αναφέρθηκε, την τιμή της δραχμής έναντι της στερλίνας. Από τις αρχές Μαρτίου ωστόσο η δραχμή άρχισε πάλι την πτωτική της πορεία και ως τα μέσα Απριλίου έφτασε σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα στα οποία βρισκόταν πριν από την επιβολή του αναγκαστικού δανείου. Η κυβερνητική εξάλλου πολιτική να διαθέτει η Εθνική Tράπεζα μεγάλες ποσότητες ξένου συναλλάγματος στην αγορά, για να σταθεροποιηθεί η τιμή της δραχμής, είχε ως αποτέλεσμα να κινδυνεύουν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τράπεζας, χωρίς να σταματήσει και η πτώση της δραχμής. Από το Μάιο του 1925 ως τον Αύγουστο του 1926 η δραχμή έχασε το 55% της αξίας της έναντι της στερλίνας(460 δραχμές τον Αύγουστο).

Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το εθνικό νόμισμα (αποτέλεσμα του πρώτου αναγκαστικού δανείου, 1920) επιτάθηκε μετά την επιβολή του νέου αναγκαστικού δανείου και ενίσχυσε την κερδοσκοπία του συναλλάγματος, που μαζί με τη ζήτηση χρήματος αποδεκάτιζαν πάλι τις καταθέσεις της Εθνικής. Έτσι, η Έθνική παρά τη συντηρητική πιστοδοτική πολιτική της κινδύνευε το καλοκαίρι του 1926 τόσο από στενότητα ρευστών διαθεσίμων όσο και από επικίνδυνη μείωση των συναλλαγματικών καλυμμάτων. Για μια ακόμα φορά η Τράπεζα βρέθηκε σε αδυναμία να συνεχίσει το πιστοδοτικό έργο της, ενώ αναγκάστηκε να μειώσει ακόμα περισσότερο την κυκλοφορία του χρήματος λόγω απώλειας συναλλαγματικών καλυμμάτων.


Τα αποθέματα συναλλάγματος από £ 3.182.825 στις 31 Δεκεμβρίου 1925 μειώθηκαν σε £ 606.000 στις 31 Iουλίου 1926, με αποτέλεσμα η νομισματική κυκλοφορία, που κυμαινόταν ανάλογα με τις αυξομειώσεις των καλυμμάτων σε συνάλλαγμα, να συρρικνωθεί ανάλογα. Η πίεση που δέχτηκε η Εθνική για να διαθέσει συνάλλαγμα στην αγορά, ώστε να χάσει σημαντικά αποθέματα, σε εποχή μεγάλης διακύμανσης της τιμής της στερλίνας προς τα άνω, αποτέλεσε τη σοβαρότερη αιτία αντίθεσης της διοίκησης του ιδρύματος με τη δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου

Aμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου (1926) η κακή οικονομική κατάσταση της χώρας απαιτούσε ριζικές και άμεσες παρεμβάσεις.


Σχηματίσθηκε οικουμενική κυβέρνηση υπό τον Ζαΐμη. Καθώς η Ελλάδα, χρειάζεται νέα δάνεια από το εξωτερικό, τίθεται και πάλι υπό την κηδεμονία των πιστωτών της υπό την προεδρεία του Γενικού Γραμματέα της επιτροπής εμπειρογνωμόνων, Avenol, που αυτή τη φορά συστήνουν τη δημιουργία ανεξάρτητης κεντρικής τράπεζας, επιφορτισμένης με τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας.

Η πρόταση αυτή έγινε δεκτή και στις 15 Σεπτεμβρίου του 1927 με τnν υπογραφή του πρωτοκόλλου της Γενεύης ορίσθηκαν οι όροι κάτω από τους οποίους η Κοινωνία των Εθνών θα έδινε τnν εγγύησή της για τη σύναψη διεθνούς δανείου προς τnν Ελλάδα ύψους 9.000.000 λιρών Αγγλίας. Το δάνειο αυτό θα χρησιμοποιείτο για τη σταθεροποίηση της δραxμής, τnν εκκαθάριση παλαιών διεθνών οφειλών της χώρας και την αποκατάσταση των προσφύγων.

‘Ενας από τους όρους του πρωτοκόλλου της Γενεύnς ήταν η υποχρέωση από ελληνικής πλευράς για δημιουργία ξεχωριστής εκδοτικής τράπεζας με τnν επωνυμία "Τράπεζα της Ελλάδος".

Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύεται στις 14/05/1928, και η δραχμή εντάσσεται και πάλι στον κανόνα χρυσού-συναλλάγματος στο επίπεδο 1000 γρμ. χρυσού ίσο με 51.212,87 δραχμές. Η σύνδεση της δραχμής με τον χρυσό έγινε μέσο της Αγγλικής λίρας με ισοτιμία : 1 λίρα Αγγλίας = 375 δραχμές.
Με την ίδρυση της νέας τράπεζας, της μεταβιβάστηκαν στοιχεία ενεργητικού (κυρίως χρυσός και ομόλογα του Δημοσίου) και παθητικού (το εκδοθέν χαρτονόμισμα και ιδίως οι καταθέσεις του Δημοσίου) από την Εθνική Τράπεζα.
Η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε τη λειτουργία της τον Μάιο του 1928 με προσωπικό 500 ατόμων. Στη συνέχεια η Τράπεζα άνοιξε έναν αριθμό πρακτορείων και υποκαταστημάτων κυρίως για την τροφοδότηση των τοπικών αγορών σε χαρτονόμισμα και για τη διενέργεια πληρωμών ή και εισπράξεων για λογαριασμό του Δημοσίου.

Στις 4 Απριλίου 1938 η έδρα της Τράπεζας μεταφέρθηκε στη σημερινή της θέση.

από http://www.ptolemais.com/draxmi/1924%20-%201935.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου