6/4/22

Αρχείο Καραμανλή: Βιώματα και… “χτενίσματα”

 

Γράφει ο καθηγητής Δημήτρης Μιχαλόπουλος

 Ήταν η πρώτη φορά που τον έβλεπα από κοντά, μα ούτε καλημέρα δεν πρόφτασα να πω: Οι φράσεις, κοφτές και αλλεπάλληλες, έβγαιναν από το στόμα του σαν πυροβολισμοί: 
«Δεν με ενδιαφέρει ούτε τι ώρα θα έρχεσαι ούτε τι ώρα θα φεύγεις. Δεν με ενδιαφέρει με ποιον θα μιλάς και ποιον θα αποφεύγεις. Ένα με νοιάζει: Να γίνεται η δουλειά και να μη γίνονται σκάνδαλα. Το κατάλαβες; Έτσι και φανείς αμελής και αναβλητικός, έτσι και ακουστεί για το παραμικρό το όνομά σου, έφυγες την ίδια στιγμή. Το κατάλαβες;» 
 Έτσι που μου τα σφυροκοπούσε, δεν υπήρχε περίπτωση να μη καταλάβω. Ανεβοκατέβασα το κεφάλι μου σε ένδειξη αποδοχής των εντολών και προειδοποιήσεών του και στράφηκα προς την πόρτα. Καθώς όμως έβγαζα το ένα πόδι μου στον προθάλαμο, αυτός –κάπως πιο δυνατά τώρα, λόγω της απόστασης– μου έριξε το πάρθιον βέλος: «Λένε πως είσαι ιστορικός, έτσι; Όποτε μπορέσεις, για ψάξε λίγο τη δολοφονία του Κέννεντυ!». 
Αιφνιδιάστηκα και, αντί να δρασκελίσω ολοκληρωτικώς το κατώφλι του γραφείου του, στράφηκα προς τα πίσω και τόλμησα να τον κυττάξω κατά πρόσωπο: «Γιατί;» τόλμησα να ρωτήσω. 
«Λέω… –μού είπε τώρα σχεδόν χαμογελαστά– Λέω… να δούμε μήπως έχει σχέση με τη δολοφονία του Λαμπράκη...». 
 Όλα αυτά διαδραματίστηκαν μιαν ημέρα του Οκτωβρίου 1980. 
Εγώ υπηρετούσα τη θητεία μου στο Πολεμικό Ναυτικό και –μετά από την τότε συνήθη πολύ σκληρή “κρισάρα”– είχα τοποθετηθεί στην Υπηρεσία Ιστορίας του Ναυτικού, στον Βοτανικό, όπου καταγινόμουν με την αξιολόγηση των εκεί αρχειακών συλλογών και την καταλογογράφησή τους. 
Μέσα στην ίδια εκείνη χρονιά, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε διαδεχτεί, ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, τον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Με προτροπή αυτού του τελευταίου, “πλασιωμένου” από τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο, υφηγητή τότε του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, ο Καραμανλής επιδίωκε τη συγκέντρωση, αξιολόγηση και καταλογογράφηση των εγγράφων του αρχείου του, προσωπικών και δημόσιων, με απώτερο στόχο την απόθεσή τους σε φερώνυμό του Ίδρυμα. 
Χρειαζόταν, κατά συνέπεια, κάποιον που θα έφερνε σε πέρας την –ανάλογα με τη σημασία τους– κατάταξή τους. Έτσι, ο Τσάτσος αναζήτησε ένα νεαρό ιστορικό και μετά από πυκνές επαφές και τη συνακόλουθη πληροφόρηση κατέληξε σε εμένα. 
Ο λόγος; 
Κατά πάσα πιθανότητα, η σοβαρή επιστημονική εργασία που γινόταν στην Υπηρεσία Ιστορίας του Ναυτικού, καθώς και –όπως εκ των υστέρων κατάλαβα– η εκτίμηση που καθολικώς περιέβαλλε την προσωπικότητα του Σπύρου Κονοφάου, τότε Αρχηγού του ΓΕΝ. 
 
Οι πρώτες απορίες

Εγώ φυσικά ήμουν ενθουσιασμένος με την επιλογή μου. Μου έμεναν ακόμα λίγοι μήνες θητείας, που τώρα θα τους περνούσα σε ένα οπωσδήποτε πολύ ενδιαφέρον περιβάλλον, χωρίς βάρδιες, ποινολόγια και θεαματικές χαιρετούρες. 
Πέρα όμως από αυτά, με ενθουσίασε και το προσωπικό τού Προέδρου μόττο: Να γίνεται η δουλειά και να μη γίνεται σκάνδαλα. Έτσι, ασμένως συνεμορφώθην…, μετά έληξε η θητεία μου στο Ναυτικό και εγώ παρέμεινα στην Προεδρία της Δημοκρατίας, τώρα πια ως υπάλληλος κανονικός. 
 Η αναδίφηση του αρχειακού υλικού μου ήταν ευχάριστη. 
Γρήγορα μου δημιουργήθηκαν απορίες. 
Το ζήτημα της δολοφονίας του Λαμπράκη το έλυσα γρήγορα, συνδέοντάς το, εξυπακούεται, με τη δολοφονία το 1963 του Κέννεντυ. 
Κάτι ανάλογο μπόρεσα να κάνω και ως προς την εσπευσμένη αναχώρηση του ίδιου του Προέδρου, εκείνη τη μοιραία χρονιά, στη Γαλλία. 
 Παράλληλα, όμως, διαπίστωσα και μια δυσμενή διάθεση αυτού του τελευταίου προς την προσωπικότητα του Μακαρίου, Αρχιεπίσκόπου και Προέδρου της Κύπρου, που δεν μπορούσα να την εξηγήσω. 
Γιατί αυτή η –ας την πούμε έτσι– αντιπάθεια προς τον “Κύπριο Εθνάρχη”; 
Μετά τα “χαρτιά ανέδιδαν” μία συμπάθεια προς τον Αντνάν Μεντερές, τον πρωθυπουργό της Τουρκίας, που πρώτος είχε επιχειρήσει να ανατρέψει το εκεί κεμαλικό καθεστώς, η οποία επίσης μου ήταν ανεξήγητη. 
Και τέλος, δεδομένου ότι με είχε επιφορτήσει να τηρώ τα πρακτικά όποιων συναντήσεων και συνεδριάσεων γίνονταν για θέματα Ιστορίας, διαπίστωσα πως ο Πρόεδρος, εάν δεν μιλούσε ευχερώς την τουρκική γλώσσα, οπωσδήποτε την καταλάβαινε (τουλάχιστον τα βασικά). 

 Η σύγκρουση Δύσης-Ανατολής και οι νέοι "μισθοφόροι" 

Το θέμα του Μακάριου το έλυσα πολύ αργότερα, αλλά αυτό είναι, βέβαια, μια άλλη μεγάλη ιστορία. Το ζήτημα του Μεντερές μου το έλυσε ο ίδιος, όταν με προέτρεψε να εξετάσω ετυμολογικώς αυτό το επώνυμο.
 Και ως προς την από τον ίδιο κατανόηση των βασικών της τουρκικής γλώσσας, η απάντησή του υπήρξε οιονεί κεραυνοβόλα: «Καραμανλής λέγομαι, Καραμανλής είμαι. Ψάξτο!». 
Δεν πρόλαβα τότε να το κάνω αυτό. Έπρεπε να σκεφτώ τη “πανεπιστημιακή” μου αποκατάσταση. 
 Alma mater μου ήταν βέβαια η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. 
Το ιδεολογικό κλίμα, όμως, που ήδη είχε σε αυτή διαμορφωθεί, δεν με ευνοούσε. 
Έτσι, δέχτηκα πρόταση του Σβολόπουλου να θέσω υποψηφιότητα επιμελητή στη Νομική Σχολή του Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Προτού, πάντως, να “εκπατριστώ” από τη γενέτειρά μου, ρώτησα τη γνώμη του: 
«Να πας», μου απάντησε με ένα από τα σπάνια θεαματικά χαμόγελά του. Και συνέχισε: «Εγώ την έχω φτιάξει τη Θεσσαλονίκη. Έχει καλό κόσμο!». 

 Οι Καραμανλήδες 

Στη Θεσσαλονίκη, λόγω κυρίως της ενασχόλησής μου με το Κυπριακό, μπόρεσα επιτέλους να καταλάβω τη σημασία του όρου “Καραμανλήδες”. 
“Καραμανιά” αρχικώς ήταν η Καππαδοκία, ο ιθαγενής πληθυσμός της οποίας, ήδη κατά τις αρχικές φάσεις του Μεσαίωνα, απέβαλε το ιδιαίτερο γλωσσικό του ιδίωμα και ενσωματώθηκε, πρώτα θρησκευτικώς και μετά ηθικώς και γλωσσικώς, στον Ελληνικό Κόσμο. 
 Ο όρος όμως κατέληξε να σημαίνει το σύνολο του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, όπου περιέργως διαπιστώθηκε, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ύπαρξη σημαντικού πληθυσμού τουρκόφωνου, αλλά θρησκευτικώς Χριστιανικού (Ορθοδόξου), σταθερώς προσκολλημένου στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αυτοί είναι οι Καραμανλήδες, κάτι σαν τους Γκαγκαούζηδες της Μολδαβίας δηλαδή.
 Κατά τις πριν από τη σύναψη της Συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, συζητήσεις, η τουρκική πλευρά εκδήλωσε συμπάθεια προς αυτούς: Δεν υπήρχε κανένας λόγος να εκδιωχθούν στην ελληνική επικράτεια! 
Τελικώς, λόγω κυρίως της βρεταννικής επιμονής, ήλθαν στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν κατά βάση στην Εύβοια, από όπου όσοι διακαώς επιθυμούσαν μια καλλίτερη ζωή μετοίκησαν στη Θεσσαλονίκη, κέντρο γενικώς των προσφυγικών μας πληθυσμών. Σχετικώς εύκολα, πάντως, μπορεί και σήμερα να τους καταλάβει κανείς. 
Ήτανε πράγματι τόσο πολύ εξοικειωμένοι με τον τουρκικό περίγυρο όπου διαβιούσαν, ώστε, μέχρι τις πρώτες τουλάχιστον δεκαετίες του 19ου αιώνα, συνήθιζαν να βαφτίζονται είτε με την τουρκική εκδοχή χριστιανικών ονομάτων ή και με ονόματα αυτόχρημα τουρκικά. 
Έτσι και σήμερα υπάρχουν στη χώρα μας επώνυμα όπως Χιδίρογλου (= Γεωργιάδης, από το “Χιντίρ/Χιδίρ”= Γεώργιος), Κασίμογλου (=Δημητριάδης, από το Κασίμ=Δημήτριος) Τουρσούνογλου (=γιος του Τουρσούν) καθώς και Τουργ[κ]ούτογλου (= γιος του Τουργκούτ). Ειδικώς αυτό το τελευταίο μάλιστα, το “Τουργκούτογλου”, οι περισσότεροι Παλιοελλαδίτες, μη όντας, επιστημονικώς έστω, εξοικειωμένοι με τους Τούρκους και τη γλώσσα τους, το εκλαμβάνουν ως “Τούρκογλου” και συνήθως έτσι το μεταγράφουν. 
 Η πατρική, πάντως, οικογένεια του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας δεν συγκαταλέγεται στους Καραμανλήδες της Εύβοιας. Είχαν έλθει στη Μακεδονία πολύ πριν από τους Βαλκανικούς Πολέμους, με αποτέλεσμα τον γρήγορο εξελληνισμό τους. 
Η αρχική τους κοιτίδα εντοπίζεται στην πόλη Καραμάν, κοντά στο Ικόνιο. Και από τους εκεί προγόνους του ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κράτησε μια –θεαματική για τα “παλιοελλαδίτικα δεδομένα– απέχθεια προς τα σκάνδαλα και μια εξίσου θεαματική εμμονή στην τήρηση των συμφωνημένων: “Pacta sunt servanda”, όπως συχνά-πυκνά έλεγε και ο Γέρος του Μοριά (όχι βέβαια στα λατινικά). 
 Αναλαμβάνοντας το Αρχείο Καραμανλή 

Εμένα πάντως –για λόγους υποκειμενικούς– η Θεσσαλονίκη δεν μου άρεσε. Έτσι, όταν την άνοιξη του 1988, μετά από περιπέτειες, κατόρθωσα από λέκτορας να γίνω επίκουρος καθηγητής, έσπευσα να κατεβώ στην Αθήνα, να ανεβώ αμέσως στο σπίτι του στην Πολιτεία και να του ανακοινώσω την αμετάκλητη απόφασή μου να παλιννοστήσω στη γενέτειρά μου. 
Το θάρρος, που λίγο-πολύ ανέκαθεν είχα μαζί του, τώρα πια είχε ιδιαιτέρως αυξηθεί, επειδή, μετά την εκλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη ως Προέδρου της Δημοκρατίας, είχα συμμετάσχει στην εκπόνηση των Οριοθετήσεων, μικρού βιβλίου με τα κυριότερα αποφθέγματά του, που μέσα σε είκοσι (20) ημέρες είχε κάνει τέσσερις εκδόσεις! 

 Ξίφος τρύπησε χέρι 11χρονης αθλήτριας και το αφαίρεσαν στο χειρουργείο 

«Ε, αφού δεν μπορείς τη Θεσσαλονίκη, έλα στην Αθήνα», μου είπε με το σύνηθες αχνό χαμόγελό του. «Θα σε βοηθήσω, αλλά θέλω να μου κάνεις κάτι: να αναλάβεις τα αρχεία μου». 
Το Ίδρυμα Κωνσταντίνου Καραμανλή βρισκόταν σε μια χαριτωμένη μεριά της Φιλοθέης. Αμέσως του εξήγησα ότι αυτό που ο ίδιος μου ζητούσε ως χάρη εγώ θα το προέβαλα ως παράκληση. 
Χαρούμενος λοιπόν του υπέβαλα τα σέβη μου και τη μεθεπόμενη κιόλας μέρα έπιασα δουλειά στο Ίδρυμα. 
 Σύντομα όμως διαπίστωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.
 Ο Πρόεδρος εξακολουθούσε να μού είναι εγκάρδιος, όχι όμως μπροστά σε άλλους: τότε έκανε σαν να με απέφευγε.
 Γρήγορα ήρθε και ανέλαβε Διευθυντής του Ιδρύματος ο Σβολόπουλος. 
Αυτό δεν ήταν παράλογο: Πρωτοβάθμιος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου ήταν και οπωσδήποτε είχε γνωριμία με τον –μακαρίτη πια– Τσάτσο και τον ίδιο τον Καραμανλή πολύ παλαιότερη και ισχυρότερη από τη δική μου. 
 Τότε περίπου όμως, άρχισαν να γίνονται και άλλα περίεργα. Παρατήρησα, πράγματι, ότι κυρίως έγγραφα που δεν προέρχονταν από πηγές επίσημες, κρατικές ή διεθνείς, “χτενίζονταν” συστηματικώς με σκοπό τη γλωσσική βελτίωσή τους. 
Στα πλαίσια αυτού του “χτενίσματος” όμως, επιφέρονταν αλλαγές στα κείμενα που μακροπροθέσμως ήταν δυνατόν ακόμη και να μεταβάλουν το νόημά τους. 

 Σβολόπουλος και Κουλουμπής 

Μα τι γινόταν; 
Η κατάσταση ξεκαθάρισε μετά την κατά το καλοκαίρι του 1989 αλλαγή του πολιτικού σκηνικού: Ο Σβολόπουλος διατηρούσε επαφή με τον επίσης καθηγητή Θεόδωρο Κουλουμπή, ομογενή εξ Αμερικής. 

Ο πρώτος είχε κάνει, το 1982, στις ΗΠΑ, τις προκαταρκτικές συνεννοήσεις για τη πρόσκληση του δεύτερου από το Πανεπιστήμιο American στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Ο Κουλουμπής πράγματι κατέφθασε και αποφασιστικώς συνέβαλε στη βάσει του νόμου-πλαίσιου 1268/82 αναμόρφωση της ελληνικής Ανωτάτης Παιδείας. Αυτός, επιπλέον, έφερε στη χώρα μας και το γνωστικό αντικείμενο “Διεθνείς Σχέσεις”, επιστημονικό προϊόν made in America, που δεν μεταφυτεύθηκε χωρίς αντιδράσεις παρ’ ημίν. 
Προσωπικώς, αρχικώς είχα και με τους δύο φιλικές έως πολύ φιλικές σχέσεις.
 Όταν, όμως το 1986 (Υπουργός Εξωτερικών ήταν ο Κάρολος Παπούλιας) δημοσίευσα ένα βιβλίο μου για τις ελληνοαλβανικές σχέσεις με έμφαση στο ζήτημα των Τσάμηδων, και οι δυο τους –θεωρητικώς ανεξήγητα– στράφηκαν εναντίον μου. 
Την αιτία την κατάλαβα πολύ αργότερα… και δεν έχει σημασία η ανάλυσή της εδώ. Τώρα το θέμα ήταν σαφές.
 Ο Σβολόπουλος, σε θεωρητικώς αφανή συνεργασία με τον Κουλουμπή, επεξεργαζόταν προς δημοσίευση τα έγγραφα του Αρχείου Καραμανλή, κάνοντας στα κείμενα αλλαγές φαινομενικώς ασήμαντες, που δυνάμει όμως και αναλόγως των περιστάσεων μπορούσαν να αποδειχτούν σημαντικές. 
Κάτω από τις συνθήκες αυτές, εγώ θέση δεν είχα εκεί και σιωπηρώς αποχώρησα. Αργότερα, τον Απρίλιο 1991, μου ήρθε επιστολή του Σβολόπουλου, με την οποία με καλούσε να “επεξεργαστώ εκ νέου” και μέσα σε βραχύ χρονικό διάστημα τμήμα των υπό δημοσίευση Αρχείων Καραμανλή. 
Φιλοτίμως, επιμόνως και για μεγάλο χρονικό διάστημα προσπάθησα να το κάνω, αλλά, όταν οριστικώς κατάλαβα τι πήγαινε να συντελεστεί, κατέληξα στην από μέρους μου κατηγορηματική απόρριψη οποιασδήποτε συνεργασίας με την υπό τον Σβολόπουλο εκεί ομάδα συντακτών.
 Και για του λόγου μου το ασφαλές προτίμησα να στείλω την απάντησή μου με δικαστικό επιμελητή, ώστε οριστικώς να αποφευχθεί η χρήση του δικού μου ονόματος σε οτιδήποτε σχετικό με το Αρχείο…

Περάσανε τα χρόνια και τελικώς, στο κατά την Ιλιάδα, “κατώφλι των γηρατειών”, αποφάσισα να γράψω μία βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όπως εγώ τον γνώρισα μέσω της μελέτης των πηγών και με τα βιώματά μου. Με σκοπό την αναζήτηση φωτογραφικού κυρίως υλικού πάλι πήγα στη Φιλοθέη, στο Ίδρυμα. Έγινα δεκτός με ευγένεια και προθυμία, αλλά όχι εγκαρδιότητα. Το μήνυμα, όπως εγώ τουλάχιστον το εξέλαβα, ήταν σαφές: Το ζήτημα του περιεχομένου και των συνακόλουθων “νοημάτων” του Αρχείου Καραμανλή ουσιαστικώς παραμένει κλειστό.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μέγιστος ιστορικός ο κ.Μιχαλόπουλος. κ.Χατζάρα ζούμε και αναπνέουμε για μια εκπομπή σας μαζί με τον κ.Μιχαλόπουλο.

Ανώνυμος είπε...

Εγκαρδιότητες με τον εθνικό προδότη της Κύπρου; Πως μπορεί κάποιος να χαριεντίζεται με έναν πρωθυπουργό που άφησε ελληνική στρατιωτική μονάδα που δεχόταν επίθεση (ΕΛΔΥΚ) αβοήθητη, χωρίς αεροπορική κάλυψη και χωρίς εφόδια; Από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός μέχρι τον Αττίλα 2 δεν έστειλε στην Κύπρο ούτε ένα φυσίγγιο! Χωρίς υπερβολή, αν ο Ιωαννίδης πριν αποπεμφθεί δεν είχε προλάβει να στείλει στην Κύπρο την επιχείρηση Νίκη, οι Τούρκοι θα είχαν καταλάβει το αεροδρόμιο της Λευκωσία και φυσικά όλη την πρωτεύουσα της Κύπρου…

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΙΤΙΕΥΣ είπε...

ΣΥΜΦΩΝΩ , ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΥΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ , κ.ΧΑΤΖΑΡΑ ΝΑ ΕΠΙΜΕΙΝΕΤΕ !!!

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΟΙΤΙΕΥΣ είπε...

ΣΥΜΦΩΝΩ , ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ ΥΠΟ ΤΙΣ ΠΑΡΟΥΣΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ , κ.ΧΑΤΖΑΡΑ ΝΑ ΕΠΙΜΕΙΝΕΤΕ !!!