Ο αρχηγός του γερμανικού ναυτικού Ναύαρχος Καρλ Ντένιτς έδωσε την εντολή έναρξης της εκκένωσης, («επιχείρηση Αννίβας») στις 23 Ιανουαρίου 1945. Στις 30 Ιανουαρίου 1945, επίσημη κρατική εορτή στο Γ’ Ράιχ, το υπερωκεάνιο «Βίλχελμ Γκούστλοφ» , απέπλευσε από το λιμάνι του Γκότενχαφεν (Γδύνια) με προορισμό το Κίελο της Γερμανίας.
Το «Γκούστλοφ», που είχε σχεδιαστεί για μέγιστη χωρητικότητα 1.865 ατόμων, μετέφερε συνολικά 10.582 επιβάτες. Άμαχους πρόσφυγες από τις ανατολικές περιοχές , καθώς επίσης και τραυματίες στρατιώτες και ναύτες. Το πλοίο εντοπίστηκε στις 20.00 μμ από το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 .
Μετά από παρακολούθηση 2 ωρών , το S-13 εξαπέλυσε 3 τορπίλες. Όλες βρήκαν το στόχο τους και σε 40 λεπτά το πλοίο είχε αναποδογυρίσει.
Όσοι επιβίωσαν των εκρήξεων και βρέθηκαν στα παγωμένα νερά της Βαλτικής πέθαναν από υποθερμία. Οκτώ σκάφη έσπευσαν στο σημείο για βοήθεια και διέσωσαν 1239 ναυαγούς.
Ο επίσημος απολογισμός των νεκρών ανέρχεται σε 9343 νεκρούς εκ των οποίων περίπου 5000 παιδιά.
Το πλοίο είχε εκτόπισμα 25.484 τόνων και καθελκύστηκε στις 5 Μαΐου 1937 στα ναυπηγεία «Μπλομ και Φος». Ανάδοχος , ήταν η χήρα του επικεφαλής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στην Ελβετία, Βίλχελμ Γκούστλοφ που δολοφονήθηκε στο Νταβός τον Φεβρουάριο του 1936, από τον εκ Κροατίας Εβραίο τρομοκράτη και μέλος της σιωνιστικής οργάνωσης Ιργκούν Νταβίντ Φρανκφούρτερ
Η αιτία της δολοφονίας ήταν η έκδοση από τον Γκούστλοφ των «Πρωτοκόλλων της Σιών».
Στην καθέλκυση δίπλα στην χήρα του Γκούστλοφ στεκόταν ο Χίτλερ.
Το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» χρησιμοποιήθηκε το 1938-39 για ταξίδια αναψυχής, στον Ατλαντικό Ωκεανό, τη Μεσόγειο και τη Βόρειο Θάλασσα.
Τον Μάιο του 1939, το Γκούστλοφ συμμετείχε στον επαναπατρισμό στη Γερμανία της Λεγεώνας Κόνδωρ των Γερμανών εθελοντών στρατιωτών που είχαν συμμετάσχει στον ισπανικό Εμφύλιο.
Το Σεπτέμβριο του 1939 η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία κήρυξαν τον πόλεμο στη Γερμανία, και στις 22 Σεπτεμβρίου το «Βίλχελμ Γκούστλοφ» επιτάχθηκε ως νοσοκομειακό πλοίο, για τη μεταφορά τραυματιών.
Η πρώτη αποστολή ήταν στις αρχές του Οκτωβρίου 1939, όταν μετέφερε από το Ντάντσιχ σε γερμανικά στρατιωτικά νοσοκομεία ως αιχμάλωτους πολέμου 685 άνδρες του ηττημένου πολωνικού στρατού. Μετά την γερμανική εισβολή στη Νορβηγία, το «Γκούστλοφ» στάθμευσε στο λιμάνι του Όσλο, έως τον Ιούλιο του 1940 και χρησιμοποιήθηκε ως νοσοκομείο .
Στις 2 Ιουλίου 1940 απέπλευσε για το Στεττίνο , μεταφέροντας 563 τραυματίες. Καθ’ όλη την διάρκεια της υπηρεσίας του ως νοσοκομειακού πλοίου, το «Γκούστλοφ» μετέφερε συνολικά 3.151 αρρώστους και τραυματίες .
Στις 20 Νοεμβρίου 1940 το μετέφεραν στο Γκότενχαφεν , (Γδύνια) και χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας των πληρωμάτων. Εκεί έμεινε αραγμένο για τα επόμενα τέσσερα έτη.
Το «Γκούστλοφ» απέπλευσε από το Γκότενχαφεν, το μεσημέρι της 30 Ιανουαρίου 1945. Τελευταίος είχε επιβιβαστεί ο δήμαρχος του Γκότενχαφεν και η οικογένειά του. Ο καιρός ήταν αρκετά άσχημος. Χιόνιζε , η θερμοκρασία είχε πέσει στους -10° Κελσίου. Φυσούσαν άνεμοι 7 μποφόρ. Υπό κανονικές συνθήκες το «Γκούστλοφ» θα είχε καταφέρει να διαφύγει από οποιοδήποτε εχθρικό υποβρύχιο, αφού η μεγάλη ισχύς των κινητήρων του θα του επέτρεπε να απομακρυνθεί έγκαιρα. Η πλημμελής συντήρησή του καθ’ όλη την πολεμική περίοδο είχε ως αποτέλεσμα η μέγιστη ταχύτητα που μπορούσε να αναπτύξει να ήταν μόλις 12 κόμβοι ανά ώρα.
Στη γέφυρα του πλοίου ο πλοίαρχος Πέτερσεν και οι αξιωματικοί διαφωνούσαν με έντονο τρόπο για την ενδεδειγμένη πορεία του πλοίου. Σε περίπτωση που το πλοίο ακολουθούσε μία πορεία παράλληλη προς την ακτογραμμή, κινδύνευε από νάρκες. Η βόρεια πορεία, στα βαθύτερα νερά της Βαλτικής, γνωστή με την κωδική ονομασία Πορεία Κινδύνου 58, παρουσίαζε το μειονέκτημα ότι το πλοίο θα γινόταν εύκολος στόχος των σοβιετικών υποβρυχίων.
Λίγο προτού νυχτώσει, ο πλοίαρχος Πέτερσεν έλαβε μία λανθασμένη, από τακτικής άποψης, απόφαση. Διέταξε να υπάρξει πλήρης φωτισμός, σκεπτόμενος ότι ήταν πολύ πιο επίφοβη η προοπτική να συγκρουστούν με κάποιο άλλο πλοίο ή κάποια νάρκη λόγω μειωμένης ορατότητας παρά να γίνουν αντιληπτοί από κάποιο εχθρικό υποβρύχιο.
.Στις 20.35 το σοβιετικό υποβρύχιο S-13 ύψωσε το περισκόπιό του, προτού αναδυθεί για να δράσει στην ασφάλεια της νύχτας. Ο αξιωματικός βάρδιας υποπλοίαρχος Γιούρι Γιεφρεμένκοφ ήταν ο πρώτος, ο οποίος βγήκε στον αέρα από την καταπακτή. Έπειτα από μερικά λεπτά παρατήρησης, ο Γιεφρεμένκοφ αντιλήφθηκε μία αχνή λάμψη στο βάθος του ορίζοντα και ειδοποίησε αμέσως τον πλοίαρχο,. Κατόπιν ο πλοίαρχος εξέδωσε την διαταγή για την προετοιμασία της επίθεσης.
Πάνω στο «Γκούστλοφ» ο πλοίαρχος Πέτερσεν ρώτησε τον αξιωματικό βάρδιας για την ακριβή θέση του πλοίου. Εκείνος απάντησε ως εξής:
«Στις 19.45 περάσαμε το Ρίξχοφτ , στις 00.30 θα βρισκόμαστε 12 μίλια ανοικτά του Στόλπμουντε .Ακριβώς στις 04.00 το πρωί θα βρισκόμαστε ανοικτά του Σβινεμούντε.
Στο σοβιετικό υποβρύχιο ο υποπλοίαρχος Μαρινέσκο έδωσε την διαταγή για την εκτόξευση των τριών τορπιλών: «Πυρ η πρώτη-για την πατρίδα», τρία δευτερόλεπτα αργότερα, «πυρ η δεύτερη» και στο τέλος «πυρ η τρίτη-για τον σοβιετικό λαό».
Η πρώτη τορπίλη, σύμφωνα με μαρτυρίες επιζώντων, έπληξε το πλοίο στην πλώρη, ακριβώς κάτω από την ίσαλο γραμμή . Η έκρηξη υπήρξε τρομακτική. Πολλοί από τους επιζήσαντες επιβάτες ανέφεραν ότι η σύγκρουση ήταν σαν να είχε χτυπηθεί το πλοίο από μετεωρίτη. Το σκάφος συνταράχθηκε ολόκληρο.Το «Γκούστλοφ» αμέσως έγειρε στα δεξιά, κατόπιν ευθυγραμμίστηκε, αλλά μόνο για λίγο. Έγειρε εκ νέου στα δεξιά και άρχισε να βυθίζεται. Τα μέλη του πληρώματος προσπάθησαν έσπευσαν να βοηθήσουν τους τρομοκρατημένους επιβάτες, ενώ παράλληλα εκτόξευσαν φωτοβολίδες, σήματα κινδύνου, και μετέδωσαν με τον ασύρματο το σήμα SOS. Η τρίτη τορπίλη προσέβαλε το πλοίο στο μέσο του, στο εμπρόσθιο τμήμα του μηχανοστασίου, διαλύοντας το κύτος του σκάφους.
Το σήμα κινδύνου είχε γίνει αντιληπτό στο Ναύσταθμο του Γκότενχαφεν. Από εκεί ειδοποιήθηκαν όλα τα πλοία που έπλεαν στην ανατολική Βαλτική «να σπεύσουν όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στη θέση του«Γκούστλοφ» : 55,07 μοίρες βόρεια, 17, 41 μοίρες ανατολικά».
Πλέον το «Γκούστλοφ» είχε αποκτήσει επικίνδυνη κλίση, που προσέγγιζε τις 30 μοίρες.
Οι ναυαγοσωστικές λέμβοι της δεξιάς πλευράς δεν ήταν δυνατόν να χρησιμοποιηθούν λόγω της μεγάλης κλίσης. Στο κατάστρωμα επικρατούσε πανικός μεταξύ των επιβατών, ενώ το πλήρωμα αδυνατούσε να παράσχει αποτελεσματική βοήθεια λόγω της μεγάλης σύγχυσης. Καθώς δεν υπήρχε έλεγχος της επιβίβασης στις λέμβους, σύντομα ορισμένες είχαν γεμίσει σε υπερβολικό βαθμό, υπερβαίνοντας τις κατασκευαστικές προδιαγραφές τους.
Σε μία περίπτωση μία λέμβος, που ήταν ακόμη στερεωμένη στο πλάγιο τμήμα του πλοίου, ανατράπηκε λόγω των υπεράριθμων επιβατών της και οι άτυχοι άνθρωποι έπεσαν στην θάλασσα από ύψος 25 μέτρων. Άλλες λέμβοι κατέβαιναν, για να προσθαλασσωθούν, χωρίς όμως να έχουν γεμίσει. Πολλοί ήταν οι επιβάτες που μέσα στη γενική σύγχυση και αναταραχή δεν φορούσαν τα σωσίβιά τους. Στις λέμβους οι επιβάτες συνωστίζονταν.
Η κλίση του πλοίου είχε καταστήσει εξαιρετικά δυσχερείς τις κινήσεις των επιβατών στο κατάστρωμα, ενώ αρκετοί έσπευδαν να πηδήξουν απευθείας στη θάλασσα.
Η τορπιλάκατος «Λέων» έφθασε στη θέση του ναυαγίου σε 20 λεπτά, και αφοσιώθηκε στην περισυλλογή των επιζώντων από τα παγωμένα νερά. Διέσωσε ) 472 άτομα . Η τορπιλάκατος Τ-36 διέσωσε 564 ναυαγούς .Το ναρκαλιευτικό M387 98 , το ναρκαλιευτικό M375 43 , το ναρκαλιευτικό M341 37 , το ατμόπλοιο «Γκέτινγκεν» 28, το αντιτορπιλικό TF19 7 , το φορτηγό «Γκότλαντ» 2 και το περιπολικό 1703 διέσωσε ένα βρέφος ενός έτους. Από την περιοχή του ναυαγίου πέρασε το καταδρομικό «Ναύαρχος Χίπερ» , που δεν έμεινε να βοηθήσει.
Η βύθιση του «Βίλχελμ Γκούστλοφ» αποτελεί τη μεγαλύτερη ναυτική τραγωδία όλων των εποχών.
Σήμερα, στον βυθό της Βαλτικής, 24 ναυτικά μίλια βόρεια του πολωνικού λιμανιού Λέμπα (Leba), στη θέση 55,07 μοίρες βόρεια και 17,41 μοίρες ανατολικά, και σε μικρό σχετικά βάθος, απομένει ένα κατεστραμμένο ναυάγιο, το οποίο έχει επισήμως αναγορευτεί σε χώρο ταφής και μνημείο πολέμου.
Η πρόσβαση στους δύτες απαγορεύεται από το πολωνικό κράτος, στα χωρικά ύδατα του οποίου πλέον ανήκει η περιοχή, όπου καταβυθίστηκε το σκάφος. Στους πολωνικούς ναυτικούς χάρτες αναφέρεται, με μάλλον αδιάκριτο τρόπο, ως «Εμπόδιο αρ. 73».
(στοιχεία από την μονογραφία του Ιωάννη Κωτούλα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου