Στις 6/18 Ιουλίου του 1821 ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη βαρόνος Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Στρόγκανωφ, επέδωσε στην Πύλη το τελεσίγραφο του Τσάρου που είχε συντάξει ο Καποδίστριας, με το οποίο
η Ρωσία, υπενθύμιζε στην Υψηλή Πύλη, την απάνθρωπη συμπεριφορά του Σουλτάνου εναντίον των χριστιανών υπηκόων του, πολλοί από τους οποίους προέβαλαν πια νόμιμη άμυνα, και δήλωνε ότι , «η συμβίωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τα πολιτισμένα κράτη της Ευρώπης θα απόβαινε αδύνατη, εάν ο Σουλτάνος, δεν σεβόταν τη Χριστιανική θρησκεία, και εάν δεν ακύρωνε το σχέδιο εξοντώσεως των Ελλήνων».
Ο Τσάρος, απαιτούσε την εκπλήρωση των ακόλουθων όρων.
-Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, θα έπρεπε να δεσμευτεί ότι θα ανοικοδομούσε ή θα επισκεύαζε τις εκκλησίες που καταστράφηκαν από τον όχλο.
-Ο Σουλτάνος, όφειλε να εξασφαλίσει την προστασία της Ορθοδόξου Χριστιανικής Εκκλησίας.
-Η Οθωμανική κυβέρνηση ,θα έπρεπε να κάνει διάκριση μεταξύ «ενόχων» και «αθώων» χριστιανών, οι ηγεμονίες στον Δούναβη θα έπρεπε να επανέλθουν στο προηγούμενο καθεστώς, και ο οθωμανικός στρατός, θα έπρεπε να υποχωρήσει, σύμφωνα με τα προνόμια που είχαν θεσπισθεί υπέρ της Ρωσίας, με παλαιότερες συνθήκες.
Στο τελεσίγραφο, που κοινοποιήθηκε στις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ο Τσάρος επικαλέσθηκε το δικαίωμα του προστάτη των ορθοδόξων με βάση τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζί του 1774 και τις συνθήκες του Ιασίου του 1792 και του Βουκουρεστίου του 1812, και τόνιζε, ότι η Ρωσία, ως γειτονική χώρα, θεωρούσε ότι είναι αρμόδια, για την αποκατάσταση της τάξεως στη Βαλκανική, και δήλωνε πως η Ρωσία, «συμφώνως με όλον τον χριστιανισμόν» δεν θα εγκατέλειπε στην εκδίκηση του τυφλού ισλαμικού φανατισμού «τους κατά θρησκείαν αδελφούς αυτής».
Το πρόβλημα για την εφαρμογή της πολιτικής του Καποδίστρια ήταν η Αγγλία , διότι χωρίς τη συγκατάθεση του Λονδίνου, ο Τσάρος δεν αποφάσιζε τίποτα.
Ο εχθρός των Ελλήνων και τουρκόφιλος άγγλος υπουργός εξωτερικών Κάστελρι , (Λόρδος Λοντοντέρι), και κατά κόσμον Ρόμπερτ Στιούαρτ, (του οποίου η μητέρα ήταν το γένος Κοέν), στις 12/24 Ιουνίου σε επιστολή του προς τον άγγλο πρεσβευτή στη Βιέννη Charles William Vane, που κοινοποιούσε και στον άγγλο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Πέρσι Σμίθ Στράνφορντ ,
έγραφε ότι η αγγλική κυβέρνηση παρακολουθούσε με αγωνία και προσοχή τις εξελίξεις της σύγκρουσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με βάση την ενημέρωση από τη Βιέννη αλλά και τις επιστολές του Ρώσου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, (που είχαν κοινοποιηθεί στις ευρωπαϊκές αυλές από τον Καποδίστρια).
Ο Κάστελρι σημείωνε ότι «αναμφιβόλως οι Έλληνες επιτέθηκαν πρώτοι», και ότι οι «φρικτές» τουρκικές βιαιοπραγίες, ήσαν αποτέλεσμα του τρόπου που η τουρκική κυβέρνηση διατηρεί την εξουσία της έναντι των εχθρών της», και προσέθετε με κυνισμό ότι η Βρετανική κυβέρνηση, δεν ανέμενε οι τουρκικές βιαιότητες να σταματήσουν όσο η επανάσταση αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την Τουρκία, και υπογράμμιζε: «μας ικανοποιεί το γεγονός ότι οι αυτοκράτορες της Ρωσίας και της Αυστρίας κατενόησαν το πρόβλημα τόσο καλά και απέφυγαν να αναμειχθούν.
Οι έντονες αντιδράσεις της τουρκικής κυβέρνησης προκαλούν θλίψη αλλά δεν μπορούν να δικαιολογήσουν ένοπλη επέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Εάν υιοθετούσαμε αυτή την αρχή θα έπρεπε να κάνουμε διαρκώς επιδρομές στην Τουρκία. Το αποτέλεσμα της κατοχής της χώρας από τα ρωσικά στρατεύματα θα ήταν η επιδείνωση της θρησκευτικής σύγκρουσης».
Ο Κάστελρι έκλεινε τις οδηγίες του σημειώνοντας ότι ο «αυτοκράτορας της Ρωσίας δεν θα επιτρέψει ο ίδιος να πειστεί από την άποψή αυτουνού για το θέμα».
Ο «αυτουνού», ήταν ο Καποδίστριας.
Από το έγγραφο αυτό μπορούμε να καταλάβουμε όλη την αθλιότητα της λογικής του Λονδίνου και εκείνων των «ανθρώπων».
Οι σφαγές των χριστιανών, ήσαν απλά «έντονες αντιδράσεις», ήσαν νόμιμη αντίδραση κατά της ανταρσίας , «που ξεκίνησαν οι Έλληνες» και , τέλος πάντων «ήταν εσωτερικό ζήτημα της Τουρκίας» .
Το Λονδίνο, και η Μεγάλη Στοά, με ψυχραιμία θα παρακολουθούσαν το αίμα να τρέχει , όσο οι ¨Έλληνες αποτελούσαν κίνδυνο για την Οθωμανική αυτοκρατορία.
Ο Κάστελρι , και οι υποστηρικτές του που πίστευαν στη διατήρηση του Στάτους Κβο, στην Ανατολή και στα Βαλκάνια, ήθελαν την εξουδετέρωση των οπαδών της πολιτικής της Αικατερίνης στην Αγία Πετρούπολη, ( και πρώτα από όλους του Καποδίστρια).
Ο Κάστελρι /Κοέν έγραψε στον Τσάρο , στις 16/28 Ιουλίου του 1821, ότι θεωρούσε τους Έλληνες επαναστάτες της ιδίας υφής με τους Ισπανούς, τους Ιταλούς και τους Πορτογάλους.
Στις οδηγίες του προς τον άγγλο πρέσβη στην Αγία Πετρούπολη, τον Τσαρλς Μπίκοτ, έγραφε ότι, η στάση του για την Ελλάδα δεν υπαγορευόταν από το θαυμασμό για τους αρχαίους Έλληνες ούτε από ανθρωπιστικές ιδέες αλλά από τις υποχρεώσεις που προέρχονταν από τις διεθνείς συμφωνίες, τονίζοντας ότι, «εάν η Βρετανία, υποστηρίξει τους Έλληνες, «αυτό θα άνοιγε τον δρόμο σε κάθε τολμηρό τυχοδιώκτη και σε κάθε πολιτικά φανατισμένο στην Ευρώπη να θέσει σε κίνδυνο το σύστημα, που η Μεγάλη Βρετανία και οι σύμμαχοί της είχαν θεμελιώσει».
Η Αγγλία, υποστήριζε ότι, στη διαμόρφωση του συστήματος της Βιέννης, ελήφθη υπόψη η Τουρκία και επομένως το σύστημα την περιελάμβανε, και ενώ αναγνώριζε στη Ρωσία το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει βία για να υπερασπίσει τα δικαιώματα που της αναγνώριζαν οι συνθήκες , σημείωνε ότι αυτό, «θα παρέσυρε τη Ρωσία και τον πολιτισμένο κόσμο σε ύψιστους κινδύνους».
Ο Καποδίστριας από την άλλη πλευρά, τόνιζε προς τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, ότι η Τουρκία δεν προστατευόταν από τις συνθήκες του 1815.
Ο νέος άγγλος πρέσβης στην Αγία Πετρούπολη σερ Τσαρλς Μπίκοτ, επέδωσε τα διαπιστευτήρια του στον Τσάρο στις 20 Ιουνίου/ 2 Ιουλίου, 16 μέρες πριν την επίδοση της διακοίνωσης προς την Τουρκία.
Ο Τσάρος του είπε ότι παρ’ ότι ο ρωσικός λαός επιθυμούσε τον πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά «ήταν αποφασισμένος να αποφύγει κάθε ενέργεια που θα ενίσχυε ή θα ενθάρρυνε τους επαναστάτες», ακυρώνοντας στην ουσία το διάβημα που μόλις είχε υπογράψει.
Ο Μπίκοτ ενημέρωσε απευθείας τον Πέρσι Σμίθ- Στράνφορντ, ο οποίος διέρρευσε στους Τούρκους τις πραγματικές προθέσεις του Τσάρου, και η Πύλη κοινοποίησε στις 27 Ιουνίου/11 Ιουλίου, πριν την επίδοση της ρωσικής διακοίνωσης, στον ρώσο πρέσβη βαρόνο Γκριγκόρι Αλεξάντροβιτς Στρόγκανωφ, επιστολή προς τον Νέσσελροντ, και όχι προς τον Καποδίστρια , με την οποία προσέφερε ορισμένες παραχωρήσεις.
Ο βαρόνος Στρόγκανωφ, ο οποίος ήταν φίλος του Καποδίστρια και οπαδός της πολιτικής της Αικατερίνης, σε αυτή την κρίσιμη καμπή , όταν ο Τσάρος ακολουθούσε διπλή πολιτική, στήριξε τον Καποδίστρια, αγνόησε την επιστολή, και στις 6/18 Ιουλίου, επέδωσε το τελεσίγραφο του Καποδίστρια, και αφού πέρασαν οι 8 μέρες που αυτό όριζε, χωρίς να λάβει απάντηση, , αναχώρησε στις 30 Ιουλίου μαζί με όλο το προσωπικό της ρωσικής πρεσβείας, με πλοίο από την Κωνσταντινούπολη, διακόπτοντας τις διπλωματικές σχέσεις, της Ρωσίας με την Τουρκία.
Οι Τούρκοι βραχυκυκλώθηκαν από την ενέργεια αυτή και απέρριψαν την επομένη όλες τις απαιτήσεις της Ρωσίας , ακυρώνοντας τους ελιγμούς Άγγλων και Αυστριακών, που προσπαθούσαν να επιδειχθεί κάποια «επιείκεια», προς τους Έλληνες εφόσον κατέθεταν τα όπλα.
Η μηχανή του πολέμου, άρχισε να βρυχάται.
Ο Τσάρος διέταξε μεν τη μετακίνηση μονάδων για την ενίσχυση της στρατιάς της Βεσσαραβίας, που προκάλεσε πανικό στους Τούρκους και τον Στάνφορντ, αλλά εξαπάτησε τους πάντες, και δεν διέταξε ποτέ την διάβαση του Προύθου. Επέμενε στις διαπραγματεύσεις με τους «συμμάχους», μετατρέποντας τη συζήτηση σε «κολοκυθιά».
Περισσότερα για την πραγματική ιστορία που κρύβουν οι Κοτζαμπάσηδες των δανειστών, οι «Εφραιμάκοι» και η Στοά στο βιβλίο μου
«Η επανάσταση των Φιλογένων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου