6/5/09

Γιατί επήγαμε στην Γεωργία κα Μπακογιάννη;

Ενημέρωση για τους λόγους της ελληνικής συμμετοχής στις νατοϊκές ασκήσεις στη Γεωργία ζητεί ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Λοβέρδος, με ερώτησή του προς την υπουργό Εξωτερικών Ντόρα Μπακογιάννη.
Όπως επισημαίνει ο κ. Λοβέρδος, οι στρατιωτικές ασκήσεις του ΝΑΤΟ στο γεωργιανό έδαφος «έχουν προκαλέσει την ανησυχία και τις διαμαρτυρίες της Ρωσίας και διεξάγονται σε ένα ιδιαιτέρως τεταμένο περιβάλλον», ενώ «ορισμένα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ, ενόψει αυτών των δυσχερειών και προκειμένου να μην δημιουργηθούν περαιτέρω εντάσεις, δεν θα συμμετάσχουν τελικώς στην άσκηση».
Ο βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ερωτά την υπουργό για: α) τους λόγους της ελληνικής συμμετοχής στις ανωτέρω ασκήσεις β) την προστιθέμενη αξία της ανωτέρω συμμετοχής στην ελληνική εξωτερική πολιτική γ) τη συμβατότητα της ελληνικής συμμετοχής στην άσκηση του ΝΑΤΟ στη Γεωργία με την ελληνική στάση απέναντι στον πόλεμο της Νέας Οσετίας, τον Αύγουστο του 2008, στο πλαίσιο των πρωτοβουλιών κατά τη γαλλική προεδρία.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σας διαβεβαιώνουμε ότι τέτοια συνέντευξη δεν έχετε ξαναδιαβάσει! Σε 2.000 λέξεις μέσα, η φιλοσοφία ζωής που θα έπρεπε να διέπει όλους όσους προσδιορίζονται ως Έλληνες και επιθυμούν να νοηματοδοτήσουν τη ζωή τους βάσει των αρχών και των αξιών του έθνους. Λίγες μόλις ημέρες πριν την παρουσίαση του βιβλίου του («Ισπανική Εποποιία 1936-1939») για τον ισπανικό εμφύλιο (την Τετάρτη 6 Μαΐου στις 7.00 μ.μ., στο ξενοδοχείο Άστορ, Καραγιώργη Σερβίας 16, Σύνταγμα), ο Κώστας Τσοπάνης μετατρέπεται από ιστορικός σε μύστη και μας μεταδίδει την άλλη διάσταση, τη μεταφυσική, του εθνικισμού. Ακούγοντάς τον, δεν σας κρύβουμε ότι αισθανθήκαμε ολίγον πτωχοί τω πνεύματι. Κυρίες και κύριοι, ένας άνθρωπος τον οποίο πρέπει όλοι να γνωρίσετε, έστω και μέσα από τα γραπτά του: ο Κώστας Τσοπάνης.

Νέο και καλαίσθητο βιβλίο λοιπόν με την υπογραφή σας από τις εκδόσεις Patria, για τον εμφύλιο πόλεμο στην Ισπανία. Σε μια χώρα σαν τη δική μας, που βίωσε αυτό το αιματηρό φαινόμενο, γιατί υπάρχει μέχρι σήμερα έλλειψη σχετικής βιβλιογραφίας για την Ισπανία και τη δική της περιπέτεια;

Είναι γεγονός ότι στην πατρίδα μας δεν υπάρχει αρκετή βιβλιογραφία σχετικά με τον ισπανικό εμφύλιο. Ωστόσο, είναι επίσης γεγονός πως δεν υπάρχει ικανή βιβλιογραφία σχετικά και με την ιστορία και τη σκέψη, νεώτερη και σύγχρονη, ολόκληρης της ευρωπαϊκής δεξιάς. Βέβαια, συναντάμε κάποιες σποραδικές εκδόσεις, αποτέλεσμα φιλότιμων ατομικών προσπαθειών, οι οποίες όμως δεν καλύπτουν το κενό. Κατά τη γνώμη μου, αυτό οφείλεται στο ότι η αριστερά στην Ελλάδα μονοπώλησε για μισό αιώνα και πλέον το χώρο της διανόησης και του βιβλίου, εκδίδοντας και προωθώντας μόνο έντυπα που η ίδια ενέκρινε και τα οποία φυσικά τη συνέφεραν από ιδεολογικής απόψεως. Έτσι και εν προκειμένω, δεν ολιγώρησε και φρόντισε μέσω άρθρων, αφιερωμάτων, ενίοτε και κάποιων βιβλίων, να υπερτονίσει την όποια συμμετοχή κομμουνιστών εξ Ελλάδος και Κύπρου στον ισπανικό εμφύλιο. Ταυτοχρόνως δε, φρόντισε να αμαυρώσει όσο το δυνατόν περισσότερο την εικόνα του νικητή του πολέμου, στρατάρχη Φρανσίσκο Φράνκο, καθώς και να επισύρει τη συμπάθεια του ελληνικού κοινού, μέσω της δοκιμασμένης και καλά αποδίδουσας μεθόδου της θυματοποίησης, προς την ηττηθείσα ισπανική αριστερά. Και τα κατάφερε. Έτσι, για παράδειγμα, σχεδόν κανείς δεν θυμάται σήμερα στην Ελλάδα τον ηρωισμό των ευελπίδων του Αλκάζαρ, αλλά όλοι γνωρίζουν το βομβαρδισμό που υπέστησαν οι κάτοικοι της Γκουέρνικα. Δύο μέτρα και δύο σταθμά λοιπόν! Κι η Ιστορία τροποποιημένη, «κομμένη και ραμμένη» στα μέτρα της εγχώριας Αριστεράς. Εδώ ακριβώς ευελπιστούμε, με την έκδοση της «Ισπανικής Εποποιίας», όχι τόσο να καλύψουμε το ούτως ή άλλως μεγάλο κενό στην εγχώρια βιβλιογραφία, αλλά να δώσουμε την altera pars, την άλλη άποψη στην εν πολλοίς μονόπλευρα καταγεγραμμένη ιστορία του ισπανικού εμφυλίου πολέμου.

Στην Ισπανία, η κυβέρνηση Θαπατέρο προσπαθεί λαμβάνοντας σχετικά μέτρα, να σβήσει τα ίχνη του καθεστώτος του Φράνκο, προσπαθώντας να εξωραΐσει την εικόνα των αντιπάλων του. Τι δεν έκαναν καλά οι συντηρητικοί και μοναρχικοί της χώρας;

Δεν έκαναν, ή μάλλον έκαναν ό,τι ακριβώς και οι ομοϊδεάτες τους στην Ελλάδα. Επαναπαύθηκαν στις δάφνες του θριάμβου τους, λησμονώντας ότι η ζωή είναι ένας συνεχής και ακατάπαυστος αγώνας. Τίποτε δεν θεωρείται δεδομένο και κάθε αλήθεια του χθες μπορεί εύκολα να αποτελέσει ένα ψέμα της αύριον! Οι νικητές του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, υπό την ασφάλεια και τη σιγουριά που τους έδινε η φυσική ύπαρξη του στρατάρχη Φράνκο, αλλοτριώθηκαν από την εξουσία και ξέχασαν το αγωνιστικό παρελθόν και τις αιματηρότατες θυσίες που στοίχισε στον ισπανικό λαό ο τριετής εσωτερικός πόλεμος. Για να τα έχουν καλά με τη συνείδησή τους περιορίσθηκαν στο να τιμούν με ετήσιες εκδηλώσεις τους νεκρούς εθνικιστές και να καταθέτουν στεφάνια στην «άνοιξη» που χάθηκε στο πεδίον της μάχης, ενώ παράλληλα άφησαν στους αντιπάλους τους το δύσκολο και κοπιώδες έργο της καταγραφής, ή πιο σωστά, του ξαναγραψίματος της πρόσφατης Ιστορίας. Κι η αριστερά δεν εφείσθη κόπων και φαιάς ουσίας προκειμένου να ξαναγράψει την Ιστορία όπως εκείνη ήθελε. Από καιρού εις καιρόν ακούγοντας κάποια σημεία αυτής της «νέας» Ιστορίας, οι παλαιοί μαχητές μειδιούσαν λέγοντας: μα ποιος είναι δυνατόν να πιστέψει αυτούς τους μύθους; Ήμουν παρών στην εν λόγω μάχη κι ακούστε να δείτε τι έγινε… Κι άρχιζε η διήγηση. Με την πάροδο του χρόνου όμως, όλοι αυτοί οι αυτόπτες μάρτυρες των γεγονότων εγκατέλειψαν τα εγκόσμια, παίρνοντας μαζί τους και τις προφορικές μαρτυρίες τους. Scripta manent έλεγαν πολύ σοφά οι Λατίνοι κι αυτό που έμεινε τελικώς πίσω, ως παρακαταθήκη στις γενιές που έρχονται, ήταν οι, με πολύ κόπο κι επιμέλεια, καταγεγραμμένες μαρτυρίες ακόμα και του τελευταίου αριστερού αγωνιστή. Έτσι ξαφνικά, μία ολόκληρη παράταξη, εκείνη των εθνικιστών που είχε νικήσει στον πόλεμο, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια «ιστορία» που δεν γνώριζε, ή τουλάχιστον με γεγονότα που τα ήξερε αλλιώς, αλλά τώρα έβλεπε προβληματισμένη ότι ίσως και να μην ήταν έτσι. Και σε μια κίνηση πανικού άρχισε να απολογείται. Να απολογείται πρώτα για τις τέσσερις δεκαετίες Φρανκισμού, να απολογείται κατόπιν γιατί αντέδρασε στην ασύστολη βία που είχε εξαπολύσει η αριστερά από θέση ισχύος τη δεκαετία του 1930 και τέλος να απολογείται γιατί δεν ηττήθηκε το 1939… Έκπληκτη η δεξιά ανακάλυπτε πως ενώ είχε κερδίσει στον πόλεμο, είχε χάσει στην Ιστορία. Ας μη γελιόμαστε: η αριστερά έκανε καλά τη δουλειά της, όπως ήξερε πάντα να την κάνει, ειδικά στον χώρο της προπαγάνδας. Η δεξιά ήταν εκείνη που εφησύχασε κι άφησε άλλους να οδηγούν τα πράγματα εκεί που θέλουν. Κι η δεξιά ήταν εκείνη που σε μια προσπάθεια απολογίας και κατευνασμού των ηττημένων, άρχισε να απεμπολεί και να αποπέμπει αυτούς που έπεσαν πολεμώντας στις γραμμές της, υπερασπιζόμενοι τα ιδανικά της. Πίστεψε πως κάνοντας «κάποια βήματα πίσω» θα τα εύρισκε με τους ιδεολογικούς της αντιπάλους κι έτσι εκείνοι θα έπαυαν να της επιτίθενται και να την κατηγορούν. Λάθος μέγα, αφού σχεδόν πάντα τις χειρονομίες καλωσύνης ο αντίπαλος τις εκλαμβάνει ως αδυναμία και επιτίθεται δριμύτερος. Κι όταν η δεξιά αποφάσισε υποχωρώντας να αφαιρέσει κάποια μνημεία των εθνικιστών από δημόσιους χώρους, δεν έκανε τίποτε άλλο παρά «να ανοίξει την Κερκόπορτα» για να εξαφανιστεί τα επόμενα χρόνια ο,τιδήποτε θύμιζε τη νίκη της κατά τον τριετή πόλεμο.

Στην Ελλάδα, για λόγους που όλοι γνωρίζουμε, την ιστορία του εμφυλίου, την έγραψαν οι… ηττημένοι! Ισχύει το ίδιο για την Ισπανία; Γιατί η ιστοριογραφία στις μεσογειακές χώρες, «γέρνει» τόσο πολύ προς τη μία πλευρά;

Νομίζω πως ήδη έχω απαντήσει σε αυτό το ερώτημα και ξέρετε κάτι; Αυτή είναι και η ειρωνεία της Ιστορίας τελικά στη συγκεκριμένη περίπτωση, ενώ πάντα η Ιστορία γράφεται από το νικητή, αδικώντας κατάφωρα τον ηττημένο υπέρ του νικητή, - παλαιός και απαράβατος κανόνας αυτός! – εδώ οι όροι αντεστράφησαν. Κι οι νικητές βρέθηκαν αίφνης απολογούμενοι προς τους ηττημένους, όχι μόνο της ενόπλου συρράξεως, αλλά και της ίδιας της Ιστορίας. Σκεφτείτε τον παραλογισμό που συνιστά το γεγονός ότι ως παράταξη και ιδεολογία έχεις καταφέρει, με αιματηρότατες θυσίες και στο παρά πέντε κυριολεκτικά, να σώσεις τη χώρα σου από τα νύχια του ερυθρού ολοκληρωτισμού κι ωστόσο να βρίσκεσαι στην ανάγκη να απολογηθείς για αυτό, τη στιγμή μάλιστα που το αλήστου μνήμης «Ανατολικό Μπλοκ», έχει καταρρεύσει από μόνο του, αφήνοντας πίσω του μόνο συντρίμμια και κατεστραμμένες ζωές, πλήθη άοικων και φερέοικων, απεγνωσμένων ανθρώπων που διεσπάρησαν σε όλο τον δυτικό κόσμο, αναζητώντας μια θέση κάτω από τον ήλιο. Κι εσύ απολογείσαι! Σε ποιόν και γιατί; Όντως, έχετε δίκιο, πρόκειται για ένα καθαρά «μεσογειακό φαινόμενο», περί του οποίου μόνο με θεολογικούς όρους μπορώ να μιλήσω και να το χαρακτηρίσω ως μεταφυσικό!

Στην Ισπανία, η κυβέρνηση Θαπατέρο, με διατάγματά της, αλλά και το νόμο Περί Ιστορικής Μνήμης, προσπαθεί να αποκαταστήσει όσους υπέστησαν διώξεις από το καθεστώς Φράνκο, παρέχοντας ακόμα και σχετικά πιστοποιητικά. Αντιδρούν βέβαια οι συντηρητικοί και η Εκκλησία. Συμφωνείτε ως ιστορικός με τη διαπίστωση ότι η αριστερά τείνει να «θεσμοθετεί» τις «αλήθειες» της;

Όχι μόνο τις θεσμοθετεί αλλά και τις επιβάλλει δίκην θρησκευτικών δογμάτων και ουαί σε εκείνον που θα τολμήσει να τις αμφισβητήσει. Η αριστερά φαίνεται να γνωρίζει καλά πως όλα είναι σχετικά σε αυτόν τον κόσμο και τίποτε δεν είναι απόλυτο και δεδομένο. Με λίγη ή περισσότερη προσπάθεια, όλα αλλάζουν ή τουλάχιστον μπορούν να αλλάξουν. Κι αυτό η αριστερά φαίνεται να το έχει εμπεδώσει τόσο καλά και να είναι τόσο σίγουρη για τον εαυτό της, ώστε τελευταία ακούμε πως συζητά για το αν πρέπει ή όχι να «αποκαταστήσει» τη μνήμη του αιμοσταγούς ερυθρού δικτάτορα που άκουγε στο όνομα Στάλιν. Γιατί όχι; Οι λαοί έχει αποδειχθεί ότι έχουν πολύ αδύναμη μνήμη κι επιπλέον δεν είναι λίγες οι φορές που θρήνησαν το θάνατο των δυναστών τους. Η γενιά μας είχε την τύχη να δει αρκετές τέτοιες κωμικοτραγικές καταστάσεις, τουλάχιστον μέχρι την πτώση του ούτως καλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού» κι έτσι τίποτε δεν πρέπει να μας ξενίζει πλέον.

Έχετε μελετήσει επισταμένως ως ιστορικός, το φαινόμενο του εθνικισμού. Πώς θα χαρακτηρίζατε το συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών; Ιδεολογία ή τρόπο ζωής;

Θα το χαρακτήριζα περισσότερο μεταφυσική, ένα είδος θρησκευτικού μυστικισμού που μεταφράζεται σε καθημερινό τρόπο ζωής, σε βίωμα, το οποίο με τη σειρά του, διατυπούμενο σε λογικές προτάσεις, συνιστά και ιδεολογία. Κυρίως όμως είναι ένα εσωτερικό φαινόμενο που έχει να κάνει περισσότερο με την καρδιά και λιγότερο με τη λογική. Ο εθνικισμός για εμένα αποτελεί περισσότερο μια θρησκευτική πίστη που μεταμορφώνει εσωτερικά τον άνθρωπο και συνδέοντάς τον με το «είναι», με την ψυχή του έθνους του, τον μετατρέπει σε ζωντανή παρουσία και φορέα του παρελθόντος, ο οποίος ταυτοχρόνως κυοφορεί το μέλλον. Όπως έλεγε ο Βίρτζιλ Γκεοργκίου, ο εθνικιστής δεν ζει για τον εαυτό του, ούτε αποφασίζει ο ίδιος για το μέλλον του. Μέσα του μιλούν οι γενιές που έφυγαν και κατευθύνουν τις γενιές που θα έρθουν προς τα αιώνια πεπρωμένα της φυλής. Φυσικά δεν αναφέρομαι σε φετιχιστικές μορφές «εθνικισμού» που εξαντλούνται σε κονκάρδες, σημαιούλες, τραγουδάκια και άλλα παρεμφερή, χωρίς ουσιαστικά να αγγίζουν την ψυχή του ανθρώπου. Μιλώ για τον εθνικισμό που γεννήθηκε τον 19ο αιώνα στο χώρο της Ευρώπης και ο οποίος οδήγησε στην εθνική αφύπνιση των λαών της και στη σύσταση των εθνικών κρατών, κάτι που εάν θέλουμε να είμαστε τίμιοι με την ιστορία, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι έβλαψε κατά κύριο λόγο το ελληνικό στοιχείο που διέπρεπε σε όλα τα μεγάλα εμπορικά κέντρα της Χερσονήσου του Αίμου και το οποίο έκτοτε αναγκάσθηκε ή να εγκαταλείψει τις εστίες του ή να συμπτυχθεί με τον εκάστοτε ντόπιο πληθυσμό. Κι αυτό γιατί ο εθνικισμός ως μορφή θρησκευτικής πίστης και άμεσου βιώματος, δεν γνώριζε ημίμετρα και συμβιβασμούς. Εκείνος που θα τον ασπαζόταν, γινόταν άλλος άνθρωπος. Ο Κορνέλιος Κοντρεάνου, γνωρίζοντας τι δύναμη κρατούσε στα χέρια του, συνήθιζε να λέει: δώστε μου ένα συνεσταλμένο και φοβισμένο άνθρωπο κι ελάτε σε μερικούς μήνες να σας παραδώσω έναν αγωνιστή έτοιμο για μάχη και για θάνατο.

Τελικά, τι προκύπτει από την ιστορία ή να το θέσω αλλιώς, τι εξάγετε εσείς; Οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ορθολογικά ή ανορθολογικά; Και ποιο το κόστος της πρώτης επιλογής;

Εάν θελήσουν να ζήσουν ορθολογικά, τότε το επόμενο που τους μένει είναι η αυτοαναίρεση, η αυτοκτονία. Διότι το μόνο βέβαιο είναι η έλευση του θανάτου, ο οποίος μέσα σε μία στιγμή αναιρεί όλα όσα δημιουργούνται σε μια ολόκληρη ζωή. Κι αυτό είναι το τραγικό στοιχείο του ανθρώπινου βίου. Το δραματικό είναι πως ενώ οι άνθρωποι γνωρίζουν το αναπόδραστο τέλος τους, ωστόσο ζουν και δημιουργούν σαν να μην τους αγγίζει και να μην τους αφορά το γεγονός. Το αντίδοτο που έχουν ανακαλύψει είναι ο ανορθολογισμός που βοηθά τον άνθρωπο να ξεφεύγει από την πραγματικότητα και να βλέπει την ιστορία ως μία ευθεία γραμμή με σκοπό και νόημα κι όχι ως αλλεπάλληλους κύκλους μέσα στους οποίους όλα επαναλαμβάνονται. Στη δεύτερη περίπτωση, καθαρά ορθολογική, το ανθρώπινο πνεύμα αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα του κόσμου και τότε είναι που θέλει τεράστια δύναμη για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει και να αγωνίζεται. Το παράδειγμα του Νίτσε είναι χαρακτηριστικό προς επίρρωση των όσων αναφέρω. Ο ίδιος ο μεγάλος Γερμανός φιλόσοφος, αφού αναφώνησε ότι το ανθρώπινο μυαλό δεν μπορεί να αντέξει την αλήθεια, εφηύρε τον Υπεράνθρωπο, προκειμένου να βρει μία ελπίδα από την οποία να μπορεί να πιαστεί και να νοηματίσει τη ζωή του.

Και μια τελευταία ερώτηση, με αφορμή μια διαρκή συζήτηση που έχει ανοίξει στη χώρα μας περί «εθνικών μύθων»: μπορεί μια χώρα να επιβιώσει και να διατηρήσει τη συνοχή της χωρίς αυτούς;

Σίγουρα όχι! Είμαι απόλυτος θα έλεγα σε αυτό, αν και αποφεύγω να παίρνω απόλυτες θέσεις, αφού η ζωή με έχει διδάξει να αμφιβάλλω ακόμα και για ό,τι ξέρω. Κι όμως, εν προκειμένω είναι ιστορικά παρατηρημένο πως κάθε χώρα, κάθε κράτος χρειάζεται τους μύθους του, τους εθνικούς του μύθους που θα αποτελέσουν τη βάση όχι μόνο για να θεμελιώσει την κρατική του υπόσταση, αλλά και να σμιλεύσει την εθνική του συνοχή. Είμαστε κάποιοι κι ερχόμαστε από κάπου, κάτι μέσα στο μακρύ μονοπάτι της ιστορίας μας ενώνει μεταξύ μας. Κι εκεί αρχίζει ο μύθος να υφαίνει το στημόνι του. Κι όταν δεν υπάρχει μύθος και προϊστορία, τότε επινοείται, ή έστω υποκλέπτεται από κάποιους γείτονες πιο πλούσιους σε παρελθόν και μύθους. Έτσι οι Σλάβοι των Σκοπίων «αρπάζουν» τον Μέγα Αλέξανδρο και τους Μακεδόνες του και τους «υιοθετούν», μαθαίνοντάς τους σλαβικά… Κι εδώ ίσως αναρωτηθεί κάποιος, μα δεν αγγίζει τα όρια του παραλογισμού αυτό; Η απάντηση είναι πως ναι, αλλά καλύπτει βασικές ψυχολογικές ανάγκες μπροστά στις οποίες σβήνουν όλα τα άλλα. Όχι μια χώρα, αλλά ούτε ένα καθεστώς δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του, εάν του αφαιρέσει κάποιος τα υποστυλώματα των μύθων που με τόση φροντίδα καλλιεργεί.