3/12/19

Ο Γιώργος Ζαμπέτας στην Πλατεία Συντάγματος στις 3 Δεκεμβρίου του 1944

Απόσπασμα από το βιβλίο της Ιωάννας Κλειάσιου «Γιώργος Ζαμπέτας βίος και πολιτεία», εκδ. Ντέφι 1997

«Η Ευριδίκη είχε έναν αδελφό που ήταν στο πολιτικό σώμα του κομμουνιστικού κόμματος, σκληροτράχηλος. Μιλάω για 1944, πάνω στο φευγιό των Γερμανών. Δεκέμβρης μήνας. Είναι μέρα Κυριακή, 3 Δεκέμβρη και νύχτα- νύχτα, το πρωί έχει βγει ο τηλεβόας για να συγκεντρωθούμε όλοι της περιοχής μας στο γήπεδο της Αρτέμιδος για να πάμε στο Σύνταγμα, πεζοί και να βροντοφωνάξουμε «Λαοκρατία και όχι Βασιλιά». Στα πράγματα είναι ο Γεώργιος Παπανδρέου.
Παίρνω την Ευρυδίκη και κατηφορίζουμε όλοι μαζί τραγουδώντας.
Αφού είχαμε προχωρήσει αρκετά κι είχαμε δώσει το παρών, της λέω, πάμε μωρή να φύγουμε αφού μας είδαν ότι ήρθαμε, να πάμε την περατζάδα μας, να τριφτούμε, να ξετριφτούμε, να δούμε τι θα κάνουμε.
Όχι, μου λέει, θα το μάθει ο αδερφός μου και θα με σκοτώσει. Καλά, της λέω, δε σε σκότωσε πέντε χρόνια που τραβιόμαστε, θα σε σκοτώσει τώρα, που έχει κι άλλες δουλειές στο μυαλό του; Όχι, πάλι αυτή, θα προσβάλλουμε και το Κόμμα. Καλά, της απαντάω, πάμε στο Σύνταγμα κι άμα χαθούμε το ραντεβού μας θα είναι στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη, στη Σταδίου.
Προχωράμε προχωράμε, γινόμαστε χιλιάδες απ’ τις άλλες πορείες που ενωνόμαστε και φτάνουμε στο κέντρο.
Πολύς κόσμος, μα πάρα πολύς.
Εμείς είμαστε στην Καραγιώργη Σερβίας και βροντοφωνάζουμε.
Μπροστά μας στην πλατεία είναι αστυνόμοι και διάφοροι γαλονάδες. Οπότε φωνάζουμε εμείς ,«Λαοκρατία και όχι Βασιλιά», αυτοί μας λένε να φύγουμε. Εμείς είμαστε πολύ προκλητικοί. Συνέχεια τους προκαλούμε. Σε μια στιγμή πάμε να τους αρπάξουμε τους αστυνομικούς, να τους λιανίσουμε. Σε λίγο όμως φέρνουνε έναν με τέσσερα γαλόνια, αξιωματικό, πηγμένο στη μούρη και παντού στο αίμα.
Τον βλέπουνε οι αστυφυλάκοι κι αγριεύουνε, αρπάζουνε τ’ αυτόματα κι αρχίζουν να ρίχνουν. Μπορεί να ρίχναν στον αέρα μπορεί πάνω μας, δεν ξέραμε. Έγινε ένα αλαλούμ. Τρέχαμε, ποδοπατιόμασταν να φύγουμε.
(…)
Πήρα σιγά σιγά τις ανάσες μου και τράβηξα για το άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Με περίμενε η Ευριδίκη. Εμένα με είχανε καταξεσκίσει, ούτε παλτό, ούτε βρακί υπήρχε. Ξεκινάμε από κει με το πόδι να πάμε στου Λιούμη, στο Αιγάλεω. Προχωρώντας όλο μπλόκα. Αλτ, τι είσαστε; Συναγωνιστές, απαντάγαμε, γυρνάμε απ’ το Σύνταγμα.
Περάστε, δρόμο για τη μονάδα σας.
(…)
Φτάνουμε επιτέλους στη γειτονιά μας. Αλλά είναι η ώρα που αρχινάει το μακελειό. Πλακώνουν από παντού ένοπλοι Ελασίτες μες την Αθήνα και ρίχνουνε και γίνεται της πουτάνας. Από τη γειτονιά μας την πρώτη μέρα φύγανε 24 παλικάρια και γυρίσανε τρία. Τους έφαγε το σκοτάδι. Βάζανε δυναμίτες σε σπίτια κι αρχίσανε οι οδομαχίες.
(…)

Δεν υπάρχουν σχόλια: