24/1/15

To "εθνικό" Νταβαντζή-liki

Πως γεννήθηκε η δυναστεία του Mr «Εμπόλα» ιδιοκτήτου του
"τηλε-Οχετού"

του  ΒΑΣΙΛΗ Π. ΚΟΥΤΟΥΖΗ

Ο Πειραιάς, σαν λιμάνι, από τα πρώτα κιόλας χρόνια της σύστασης της πόλης, είχε τις κοινωνικές πληγές του. Στις από κάθε τόπο της Ελλάδας αφικνούμενες γυναίκες ήταν φυσικό, ανάμεσά τους, να βρίσκονται και εκείνες που ασχολούνταν με το πρώτο γυναικείο επάγγελ­μα, της πόρνης.
Το πρώτο επίσημο «σπίτι», ο πρώτος με άδεια της Αστυνομίας οίκος ασωτίας, λειτούργησε λίγο πριν την Αγγλογαλλική Κατοχή, το 1852, μετά τον αποκλεισμό του Πειραιά από τους Άγγλους το 1850, για την εξυπηρέτηση των στρατιωτών και των πληρωμάτων των ξένων στόλων. Αλλά και μετά την Αγγλογαλλική Κατοχή δημιουργήθηκαν άλλοι δύο. Δηλαδή στα 1862 τρία ήταν τα «επίσημα» αμαρτωλά σπίτια στην πόλη του Πειραιά και σε περιοχές όπου ο κόσμος έκανε τον περίπατό του ή οι εργάτες και οι εργάτριες περνούσαν για να πάνε ή να γυρίσουν από τη δουλειά τους.
Οι διαμαρτυρίες των δημοτών γι αυτή την κατάσταση ανάγκασαν το τότε Δημοτικό Συμβούλιο να συζητήσει το θέμα της ανέγερσης οικήματος για τη συγκέντρωση όλων των κοινών γυναικών που συνεχώς αυξάνονταν.
Η άποψη του Δήμου βρήκε απήχηση στο Ιατροσυνέδριο που έδωσε την έγκρισή του, διότι δια του μέτρου αυτού θα ήταν δυνατή η παρακολούθηση και περιστολή των αφροδισίων ασθενειών. Αυτά συνέβαιναν τα χρόνια 1867 – 1870.
Τον Μάρτιο του 1873, η Κυβέρνηση παραχώρησε τα υπ αριθ. 5-6 τεμάχια των εθνικών γαιών στη θέση που λεγόταν «Βούρλα», και που απείχε 80 μέτρα δυτικά του Αγίου Διονυσίου για την ανέγερση «καταστημάτων» κοινών γυναικών.
Μετά την υπογραφή του παραχω­ρητηρίου, ο Δήμος προέβη σε διακήρυξη για την ανέγερση, σε έκταση οκτώ στρεμμάτων, συνοικισμού κοινών γυναικών, που θα περιλάμβανε τέσσερα κτίσματα, χωριστά μεταξύ τους, τα οποία θα βρίσκονταν μέσα σε μάντρα, με του ακόλουθους όρους: « Ο ανεγείρων ιδίαις δαπάναις τα βάσει εγκεκριμένου σχεδίου οικήματα, θα καταβάλλη εις τον Δήμον μετά τριετίαν από της ιδρύσεως δρχ. 500 ετησίως δι’ έκαστον τμήμα, μετά 5ετίαν δρχ 1.000 και μετά εικοσαετίαν δρχ. 2.500 δι’ έκαστον τμήμα ετησίως.
Μετά δε πεντηκονταετίαν η περιοχή του κτήματος μετά των εν αυτώ κτηρίων, θα περιέρχεται εις τον Δήμον».
Κι ενώ αρχικά παρουσιάστηκαν πολλοί εργολάβοι, τελικά έμεινε μόνο ο εργολάβος Ν. Μπόμπολας , (ΝΑΙ! Ο Προ-προ-προ πάππος του γνωστού σε όλους μας αγωνιστή της εθνικής αντίστασης – αλήθεια πόσων ετών – και εθνικού εργολάβου μας) ο οποίος αξίωσε ότι : 1. Ο χώρος και τα κτίρια που θα ανεγερθούν θα είναι υπό την πλήρη και τέλεια ιδιοκτησία αυτού και των απογόνων του. 2. Θα έπρεπε να μην επιτρέπεται από τις τότε αστυνομικές αρχές, εκτός των Βούρλων, να λειτουργεί, εντός της πόλης, άλλος οίκος ανοχής, και σε καμιά γυναίκα του συνοικισμού να μην εργάζεται εκτός αυτού.
Φαίνεται πως είχε λαδώσει τους άλλους εργολάβους και αποχώρησαν.
Ο Δήμος αναγκάστηκε να δεχτεί τους όρους αυτούς με την προϋπόθεση ότι εάν τα κτίρια αυτά χρησιμοποιηθούν κάποτε για άλλο σκοπό, τότε θα περιέρχονται στην κυριότητα του Δήμου. Κι έτσι υπογράφτηκε το συμβόλαιο.
Φαίνεται όμως ότι το συμμάζεμα ήταν δύσκολο, αν λάβουμε υπ όψη μας τις κατά καιρούς έγγραφες διαμαρτυρίες του Μπόμπολα, προς το Δήμο και την Αστυνομία, αφού τα αστυνομικά όργανα δεν ενεργούσαν προθύμως και αποτελεσματικά ώστε να συγκεντρώσουν εντός των «Βούρλων» όλες τις ιερόδουλες και να εκλείψει ο ανταγωνισμός για την επιχείρηση του κου Μπόμπολα!
Παρά τις δυσχέρειες η «επιχείρηση» είχε μπει σε καλό δρόμο, αφού το «κατάστημα» δεν εστερείτο πελατείας και λειτούργησε αδιάλειπτα για 60 χρόνια, ακόμα κα την περίοδο της γερμανικής κατοχής , που ένας νεαρός Μπόμπολας όργωνε τα βουνά και τα λαγκάδια πολεμώντας τους γερμανούς καταχτητές.
Αυτά…….

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Δηλαδή ξέρει να χτίζει μπουρδέλα και να εξαφανίζει τον ανταγωνισμό!!
Γιαυτό είναι τόσο πετυχημένος(!) ο τηλεβούρκος και επιμένει ότι θα έχει την 3η θέση, του το υποσχέθηκε ο εργοδότης του....

Τα Χριστούγεννα του 1940. 25η Δεκεμβρίου.59η ημέρα του Ελληνο-Ιταλικού Πολέμου.

  25 Δεκεμβρίου 1940. Οι Ιταλοί βομβάρδισαν την Κέρκυρα.Αποτέλεσμα 21 νεκροί, 30 τραυματίες και δεκάδες κτίρια γκρεμισμένα.  Ο Παπάγος, ο Κα...