29/11/20

Η τραγωδία της «επιστράτευσης» του 1940 και οι άκαπνοι της Μεγάλης Βρετανίας που δεν ήξεραν τι να κάνουν

του Σπυρίδωνα Χατζάρα 

Όλοι οι Έλληνες με ενθουσιασμό και πατριωτισμό έσπευσαν στα Κέντρα κατάταξης με την κήρυξη της Επιστράτευσης στις 28 Οκτωβρίου 1940. Στα Κέντρα, εκτός των Αθηνών επικράτησε χάος και διαπιστώθηκαν τεράστιες ελλείψεις σε υλικά επιστρατεύσεως . 
Ο Έλληνας Πρέσβης στη Ρώμη Ιωάννης Πολίτης είχε ενημερώσει τον Μεταξά στις 20 Οκτωβρίου 194ο για τις αποφάσεις της Ιταλικής κυβέρνησης που ελήφθησαν στις 15 Οκτωβρίου στο Παλάτσο Βενέτσια για επίθεση κατά της Ελλάδα, και τόνισε σωστά τις αποφάσεις. «Ανακεφαλαίωσις. Επίθεσις εις Ήπειρον, Πίεσις προς Θεσσαλονίκην και εις δεύτερον χρόνον προέλασις προς Αθήνας.». 
Οι διαταγές επιστράτευσης ωστόσο δεν εκδόθηκαν στις 21 Οκτωβρίου. Στις 21 Οκτωβρίου ο ελληνας Πρόξενος στους Αγίους Σαράντα ενημέρωσε την Αθήνα ότι άρχισε η προώθηση μονάδων προς τα σύνορα με την Ελλάδα. Στις 23 Οκτωβρίου ο Πολίτης τηλεγράφησε οτι η επίθεση θα γίνει στις 28 Οκτωβρίου. Αλλά οι διαταγές επιστράτευσης δεν εκδόθηκαν τότε αλλά πέντε ημέρες μετά. 
Η Πολεμική μηχανή της χώρας την 28η Οκτωβρίου 1940 ετέθη σε λειτουργία μόνο με μία τηλεφωνική διαταγή του Γενικού Επιτελείου με λίγες λέξεις. Οι ίδιες διαταγές θα μπορούσαν να δοθούν και από τις 20 Οκτωβρίου. 
Μερική μυστική επιστράτευση είχε αρχίσει τον Αύγουστο του 1940 μετά τον τορπιλισμό της Έλλης με ατομικές προσκλήσεις εφέδρων Αξιωματικών και ατομικές προσκλήσεις αγύμναστων οπλιτών. Οι ίδιες ατομικές προσκλήσεις θα μπορούσαν να έχουν εκδοθεί από τις 20 Οκτωβρίου, 

Στο ημερολόγιο που κρατούσε ο Αναστάσιος Ευαγγέλου Ριζόγιανννη ανέφερε ότι παρουσιάστηκε αυθημερόν στο 6ο Σύνταγμα Πεζικού στην Κόρινθο. «Αφού παρουσιαστήκαμε εις το σύνταγμα την πρώτην ημέραν δηλαδή εις τας 28-10-40 ,την επομένην ημέραν τα ιταλικά αεροπλάνα ήλθον και βοβάρδισαν τον ισθμόν της Κορίνθου, αλλά καμία βόμβα δεν έκαμε καμίαν ζημιά εις την γέφυρα του ισθμού . Μετά δύο ημέρες είμαστε έτοιμοι για το μέτωπον , δηλαδή για την Αλβανία. Αφού ετοιμάστηκε το σύνταγμα μας επιβιβάστηκε νύκτα της 30ης από την Κόρινθον σε καράβια και μας έβγαλαν εις το Μεσολόγγιον . Το πρωϊ εφθάσαμε εις το Μεσολόγγιον και εκείθεν προχωρόντες δια μέσου των οδών για Αγρίνιον και εκείθεν για Άρτα .Δηλαδή βαδίζαμε πορεία με βαρύ οπλισμόν και με τρόφιμα πορείας . Προχωρόντας λοιπόν εφθάσαμε εις την Άρταν περνόντας το παλιό γεφύρι της Άρτας και εκείθεν εις Φιλιππιάδαν και εκείθεν εις Γιάννενα, βαδίζοντας μέρα νύκτα ,διότι έπρεπε να φτάσουμε το συντομότερον εις Καλπάκι. Αφού λοιπόν προχωρόντας περάσαμε τα Γιάννενα ,ολονυκτής με βροχήν ,παρακάπτομεν την οδόν την κεντρικήν και βαδίζομεν προς τον ποταμόν Παρακάλαμον ,όπου συναντούμεν τα ιταλικά στρατεύματα και τα βάζουμε μπροστά ,όπου τα ρίχνουμεν εις τον ποταμόν Παρακάλαμον». 

Για να γίνει σαφές το «δράμα», το 6ο Σύνταγμα Πεζικού επιστρατεύτηκε στις 30 Οκτωβρίου αλλά έφτασε στο μέτωπο στις 25 Νοεμβρίου. 

 Ο Διαγγελέας Αρχιστράτηγος δεν έστειλε τους επιστρατευμένους στην Πρέβεζα αλλά στο Μεσολόγγι και τους κρατούσε μέχρι τις 12 Νοεμβρίου στην «γραμμή Αράχθου» όπου κρατούσε και το 2/39 του Μεσολογγίου και 12 ΣΠ Πατρών
Στις 31 Οκτωβρίου επιστρατεύτηκε το 3/12 τάγμα , που προωθήθηκε μέσω Ρίου στην Γραμμή Αράχθου και αποτέλεσε τμήμα του αποσπάσματος Λιούμπα.

 Στις 23/11/1940 το 6ο Σ.Π. Κορίνθου και το 12ο Σ.Π. Πατρών που ανήκαν στη ΙΙΙ Μεραρχία και είχαν παράλληλη πορεία είχαν φθάσει περί των Ιωαννίνων έχοντας διανύσει 350 χιλιομ. πεζοπορώντας και με βροχές. 

 Η IV Μεραρχία επιστρατεύτηκε στην Τρίπολη. Στις 19 Νοεμβρίου 1940 μετακινήθηκε στο Ναύπλιο και από εκεί σιδηροδρομικά Καλαμπάκα. Από εκεί πεζοπορώντας έφτασε στα Γιάννενα στις 2 Δεκεμβρίου 1940, όπου τέθηκε υπό τη διοίκηση του Α’ Σώματος Στρατού. Την 6η Δεκεμβρίου 1940 προωθήθηκε στην περιοχή Καστάνιανη – Κεράσοβο και έφθασε στην πρώτη γραμμή. Το 9ο Συντάγμα της Καλαμάτας που ανήκε στην IV Μεραρχία επιβιβάστηκε σε τραίνα στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Καλαμάτας στις 8 και 9 Νοεμβρίου 1940 και μεταφέρθηκε στο «Ρουφ» των Αθηνών. Στη Συνέχεια με τραίνο μεταφέρθηκε στα Φάρσαλα, και από εκεί με τον τοπικό σιδηρόδρομο έφθασε στις 23 Νοεμβρίου 1940 στο έμπεδο της IV Μεραρχίας εις την περιοχή «Κουτσουφλιάνη», Καλαμπάκας. Εκεί, το Σύνταγμα παρέμεινε οκτώ περίπου ημέρες και δεχόταν συνεχώς επιθέσεις Ιταλικών αεροπλάνων. Από την Καλαμπάκα, το Σύνταγμα κινήθηκε υπό συνεχή βροχή και χιονόπτωση με νυκτερινές πορείες μέσω Μετσόβου-Γέφυρας Μπαλτουμάς και έφθασε την 8ην Δεκεμβρίου 1940 εις την θέση Χάνι Γεωργουδάκη και αντικατέστησε τα Τμήματα της III Μεραρχίας εις την πρώτη γραμμή. 

 Η ΙΙΙ Μεραρχία πεζικού, θα επιστράτευε την Αχαΐα, την Ηλεία, την Αιτωλοακαρνανία, τη Ζακύνθο και την Κεφαλλονία. (Στη Μεραρχία ανήκε και το 6ο ΣΠ της Κορίνθου. Το 12ο Σύνταγμα πεζικού, που ανήκε πάντοτε στην ΙΙΙ Μεραρχία ήταν το Σύνταγμα των Αχαιών). Η Μεραρχία με διοικητή τον υποστράτηγο Γεώργιο Μπάκο , ξεκίνησε από την Πάτρα στις 7 Νοεμβρίου 1940 και πέρασε μέσω νηοπομπών μέχρι τις 10 στο Κρυονέρι.

Η ΙΙΙ Μεραρχία , άρχισε στις 12/11/1940 την πορεία προς το μέτωπο βαδίζοντας νύχτα. Ακολούθησε την πορεία Αγρίνιο - Αμφιλοχία - Άρτα - Ιωάννινα - Σιταριά - Παπαδάτες - Ζίτσα και Καστάνιανη, και έφτασε στο πεδίο της μάχης στις 25 Νοεμβρίου, εντασσόμενη στο Α΄ Σώμα Στρατού, και λαμβάνοντας θέση στο αριστερό πλευρό της VIII Μεραρχίας και στο δεξιό του αποσπάσματος Λιούμπα. στο οποίο συμμετείχε ήδη το 3ο εκ Πατρών τάγμα πεζικού. 

 Οι κάτοικοι της Φθιώτιδας επιστρατεύθηκαν κυρίως στο 36ο Σύνταγμα Πεζικού που στελεχώθηκε με εφέδρους και δημιουργήθηκε στη Λαμία. Διοικητής του ήταν ο συνταγματάρχης Ιωάννης Δημοκωστούλας από τη Σούρπη Μαγνησίας. Διοικητής του 1ου Τάγματος ήταν ο ταγματάρχης Κυτέας Κωνσταντίνος, του 2ου ο ταγματάρχης Ζαχαρόπουλος Σπυρίδων και του 3ου ο ταγματάρχης Ρουμελιώτης Αθανάσιος. Αφού ολοκληρώθηκε η επιστράτευση, στις 13 Νοεμβρίου 1940 προωθήθηκε δια μέσου Μετσόβου προς τον Τομέα της Ελαίας. Η Νίκη όμως στη γραμμή Καλπάκι-Καλαμάς - Ελαία - Γκραμπάλα στεφάνωσε τα ελληνικά όπλα και τον Κατσιμητρο στις 7 Νοεμβρίου. Τις απογευματινές ώρες της 7ης Νοεμβρίου η Διοίκηση της Μεραρχίας Τζούλια που εισέβαλε στην Πίνδο, έλαβε έγγραφη διαταγή της Ανώτατης Διοίκησης, να συγκεντρωθεί στην περιοχή της Κόνιτσας και να αποφράξει τη γραμμή Αώος – Γκραπενίτσα – Ράχες Μεσορράχης. 

 Στις 8 Νοεμβρίου, το ΒΣΣ, ( ο παπαγικός Παπαδόπουλος), διέταξε το Βραχνό , (Ι Μεραρχία), να αναστείλει την καταδίωξη της Τζούλια. Στις 8, 9 και 10 Νοεμβρίου η Μεραρχία Τζούλια υποχώρησε και το εσπέρας της 10ης Νοεμβρίου , 7500 καραβοτσακισμένοι αλπινιστές συγκεντρώθηκαν στην Κόνιτσα. Αν τους κυνήγαγε ο Βραχνός θα είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Η ιταλική επίθεση είχε αποκρουστεί. 

Ο «φτεροπόδαρος» Λιούμπας όλο αυτό το διάσημα ακλουθώντας πιστά τα σχέδια του διαγγελέα βρισκόταν στον Αχερωντα και φύλαγε τις διαβάσεις. Η εντολή στο απόσπασμα Λιούμπα για προέλαση δόθηκε στις 12 Νοεμβρίου. Οι Ιταλοί υποχώρησαν φοβούμενοι επίθεση από τη κατεύθυνση της Δυτικής Μακεδονίας. 
Ο Τσολάκογλου ζήτησε να επιτεθεί. Του είπαν «να φυλάσσει τις διαβάσεις». Τελικά έδωσαν εντολή επίθεσης στις 14 Νοεμβρίου. 7 ημέρες μετά την ιταλική υποχώρηση. 

 Στις 17 Νοεμβρίου, η I Μεραρχία του B΄ Σ.Σ. ,(Βραχνός), κατάφερε να καταλάβει την Ερσέκα και να αποκόψει την οδό Λεσκοβικίου – Κορυτσάς γεγονός που θα επιδρούσε θετικά στις επιχειρήσεις του Γ΄ Σ.Σ. Με επέµβαση όµως του ΤΣ∆Μ, (Πιτσίκας), διατάχθηκε η καύση των ιταλικών στρατιωτικών αποθηκών και η εγκατάλειψη της Ερσέκας και η επιστροφή των τµηµάτων της I Μεραρχίας στη µεθοριακή γραµµή. Τελικά στις 22 Νοεμβρίου απελευθερώθηκε η Κορυτσά.

 Η πρώτη φάση του Πολέμου γνώρισε τρεις διοικητές που είχαν σχέδια και τα εφεραν σε Πέρας. Ο Κατσιμήτρος στο Καλπάκι, ο Βράχνός στηνΠίνδο και ο Τσολάκογλου στην επιχείρηση Μόραβα-Ιβαν που απέφερε την κατάληψη της Κορυτσάς
 Και μετά;

 Δεν είχαν ούτε ιδέα, ούτε σχέδιο για το τι να κάνουν. Στις 23,24, 25, 26, 27 Νοεμβρίου, αμηχανία , αναμονή, μπέρδεμα και «εκκαθαριστηκες» ενέργειες. 

Ο Παπάγος ακολουθώντας τις συμβουλές των άγγλων συμβούλων διέταξε την εγκληματική απόβαση των Κερκυραίων στην Σαγιάδα στις 23 Νοεμβρίου που κατέληξε στην Σφαγή της 24ης Νοεμβρίου, για να βοηθήσει την προώθηση του Λιούμπα που απέκτησε επαφή με τους Ιταλούς στις 25 Νοεμβρίου μία ημέρα μετά τη σφαγή των Κερκυραίων. 

 Και η «Θαλασσοκράτειρα» σύμμαχος, δεν ανέλαβε μαζί με τους «Βασιλόφρονες» του Ναυτικού μια επιχείρηση στα Δωδεκάνησα. Ακόμα και στα μικρά όπου υπήρχαν συμβολικές ιταλικές φρουρές. 

Το βράδυ της 17ης Νοεμβρίου του 1940 ο 60χρονος γιατρός από την Κάρπαθο, ο Βάσος Βεργής, που το 1912 συμμετείχε στο 5ο σώμα των «Γαριβαλδινών» και είχε τραυματιστεί στην μάχη του Δρίσκου μόνος του, με μία μικρή ομάδα 18 «εθελοντών» από τη Σάμο , νοίκιασε με δική του δαπάνη ένα καΐκι κι επιτέθηκε ερήμην του Αρχηγείου της Μεγάλης Βρετανίας στο Αγαθόνησι που βρισκόταν όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, υπό ιταλική κατοχή από το 1912.Οι «κομάντος» του Βεργή ύστερα από σύντομη μάχη, κατέλαβαν το νησί, συλλαμβάνοντας όλους τους Ιταλούς. Στη μάχη σκοτώθηκαν δύο Ιταλοί στρατιώτες. Η Επιχείρηση έτυχε τότε μεγάλης προβολής στις αθηναϊκές εφημερίδες από τις οποίες το αντέγραψε το αμερικανικό περιοδικό TIME στο τεύχος του στις 2 Δεκεμβρίου 1940. Το κατόρθωμα της ομάδας Βεργή προβλήθηκε εαπό την εφημερίδα «Ακρόπολις» που στις 19 Νοεμβρίου 1940 έγραφε : «Έλλην, Δωδεκανήσιος, διαμένων και εργαζόμενος εις ελευθέραν Ελλάδα, την νύκτα της 17ης – 18ην Νοεμβρίου, επικεφαλής συμπατριωτών του και άλλων, απέπλευσαν εκ τινος ελληνικού όρμου δια βενζινοπλοίου και απεβιβάσθησαν εις νησίδα τινά της Δωδεκανήσου. Η ομάς αύτη επετέθη κατά του ιταλικού φυλακίου καραμπινιέρων, του οποίου ηχμαλώτισε τον σταθμάρχην και τρεις καραμπινιέρους, μετά του οπλισμού των. Εν συνεχεία επετέθη κατά του ναυτικού φυλακίου της ιδίας νησίδος με αποτέλεσμα τον φόνον τριών, εν οις και του επικεφαλής βαθμοφόρου. Οι επιδραμόντες επέστρεψαν πάντες, μετά των τεσσάρων αιχμαλώτων και του οπλισμού των, εις τον όρμον εκ του οποίου απέπλευσαν». 

Η κίνηση του Βεργή αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία και δισταγμό από τον Παπάγο .Ο Μεταξάς όμως κάλεσε το Βάσο Βεργή, και τους συντρόφους του, στην Αθήνα, και τους παρασημοφόρησε σε τελετή που πραγματοποιήθηκε στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρετανία. Μάλιστα απένειμε τιμητικά το βαθμό του ταγματάρχη του ελληνικού στρατού στον γιατρό. Ο Βάσος Βεργής, 60 χρόνων τότε, ήταν χειρουργός και διατηρούσε κλινική στην Αθήνα. 

Στη συνέχεια ο ζηλόφθονος Παπάγος διέλυσε τις μεγάλες μονάδες ακολουθώντας το ευέλικτο σύστημα του 1821 με τους «Οπλαρρχηγούς». Εφεύρε τα «αποσπάσματα» ¨των Συνταγματαρχών.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Άραγε που βρίσκεται εκείνη η Ελλάδα;;;

Κοιτώντας το σήμερα μόνο θλίψη σε πιάνει, θλίψη και ΟΡΓΗ!!!

ΓΙΑΤΙ ΡΕ ΕΛΛΗΝΑ ΤΟ ΕΠΈΤΡΕΨΕΣ;;;

Τι θα πείς στα παιδιά σου;

Ανώνυμος είπε...

Τα παιδιά του τα διόρισε ο.... Έλληνας! Αυτό ήθελε, γι'αυτο "αγωνιζοταν" για τα κόμματα! Τέτοιος "ελληνας" υπήρξε γι' αυτό δεν αξίζει να έχει πατρίδα. Ένας Ταγιπ θα μάς σώσει.