Ήτανε μια χρονιά όχι πολύ πριν από την Επανάσταση του 1821.
Στον θρόνο των Οθωμανών είχε ανεβεί ο παδισάχ (σουλτάνος,
όπως λέγεται στα ελληνικά) Μαχμούτ Β΄, ο οποίος,
αναμετρώντας
την πολιτιστική και τεχνολογική καθυστέρηση της
αυτοκρατορίας
του σε σχέση με τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, είχε πάρει
την
απόφαση να προχωρήσει σε πλήρη εκσυγχρονισμό της
επικράτειάς του. Και το πρώτο που έκανε ήτανε να στραφεί
κατά
των γενιτσάρων!
Η ιστορία αυτών των τελευταίων είναι γνωστή. Οι Χριστιανοί υπήκοοι του Παδισάχ υποβάλλονταν σε ό,τι προσφυώς έχει αποκληθεί “φόρος αίματος”. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, αξιωματούχοι της Υψηλής Πύλης περιέρχονταν τις υπό την άμεση κυριαρχία του ηγεμόνα τους χώρες, εξέταζαν τα παιδιά της κάθε χριστιανικής οικογένειας και, σε υποχρεωτική βάση, στρατολογούσαν τα ευσταλέστερα και περισσότεροέξυπνα από αυτά.
Έπειτα τα οδηγούσαν στην Κωνσταντινούπολη, τα
κατηχούσαν συνοπτικώς στο θρήσκευμα του Ισλάμ, τούς έδιναν
μουσουλμανικά ονόματα, τους μάθαιναν την τουρκική γλώσσα,
την
αραβική καλλιγραφία και τα υπέβαλλαν σε τραχύτατη στρατιωτικήεκπαίδευση.Μετά την ολοκλήρωση της εν λόγω “μετάδοσης γνώσεων” και “εκμάθησης δεξιοτήτων”, τα ευφυέστερα από αυτά τα πρώην χριστιανόπουλα εντάσσονταν στο άμεσο περιβάλλον του παδισάχ και είχαν τη δυνατότητα να αναρριχηθούν στις κορυφαίες βαθμίδες της οθωμανικής κρατικής μηχανής.
Τα υπόλοιπα συγκροτούσαν το περίφημο Τάγμα των Γενιτσάρων, οι λόχοι του οποίου, από εκατό άνδρες ο καθένας, επί αιώνες υπήρξαν οι περισσότερο αξιόμαχες μονάδες του οθωμανικού στρατεύματος.
Υπάρχει κάτι πολύ περίεργο στην ιστορία αυτήν. Οι Οθωμανοί ηγεμόνες από πολύ νωρίς είχανε καταλάβει ότι η κληρονομική αριστοκρατία συνιστά το μεγαλύτερο εχθρό οποιασδήποτε μοναρχίας, ιδίως της απόλυτης. Έτσι, ταχύτατα ξερίζωσαν οποιαδήποτε μορφή κληρονομικής διαδοχής των ανώτερων και ανώτατων κρατικών αξιωμάτων.
Μόνο οι ουλεμάδες, δηλαδή οι μουσουλμάνοι ιεροδιδάσκαλοι, είχαν το δικαίωμα να μεταδώσουν τη γνώση τους και να κληροδοτήσουν τη θέση τους στους γιους τους. Όλοι οι άλλοι, από τον “σαντραζάμη” (= μεγάλο βεζύρη) έως, αρχικά, και τους μπέηδες δεν είχαν τη δυνατότητα να ορίσουν γόνους τους ως διαδόχους τους.
Ο γιός της δούλας στην κορυφή
Η περιουσία οποιουδήποτε πασά περιερχόταν, μετά τον θάνατό του, στο Δοβλέτι (=Κράτος) – ουσιαστικώς στον ίδιο τον παδισάχ. Και αυτό γινόταν, κατά τις πρώτες φάσεις της οθωμανικής κυριαρχίας στα Βαλκάνια και με τους μπέηδες. Οι τελευταίοι όμως τελικώς οικειοποιήθηκαν το δικαίωμα κληρονομικής διαδοχής τους – και έτσι μάς προέκυψε το νεοελληνικό επίθετο “Βεηζαδές”, που σημαίνει τον “γυιο του μπέη”.
Μάλιστα, ήταν τέτοιος ο φόβος που ενέπνεε στον εκάστοτε Παδισάχ η ιδέα και μόνο ύπαρξης κληρονομικής αριστοκρατίας, ώστε ο διάδοχός του στον θρόνο έπρεπε να έχει μητέρα όχι Μουσουλμάνα αλλά αιχμαλωτισμένη Χριστιανή, αγορασμένη κατά κανόνα στα σκλαβοπάζαρα ή που, έστω, είχε “προσφερθεί ως δώρο” στον μονάρχη. Για αυτό και το λαϊκό παρατσούκλι των παδισάχ ήτανε ο “γιος της δούλας”.
Με λίγα λόγια, η οθωμανική μοναρχία είχε θεμελιώσει την ισχύ της στην ανυπαρξία οικογενειακών δεσμών των βασικών στελεχών της κρατικής της μηχανής. Ο κανόνας αυτός, βέβαια, είχε τις εξαιρέσεις του… αλλά αυτές δεν απειλούσαν το απολύτως μοναρχικό καθεστώς της αυτοκρατορίας.
Κάποτε όμως, στις αρχές του 18ου αιώνα συγκεκριμένα, πραγματοποιήθηκε η μεγάλη καμπή.
Σύμφωνα με παράδοση διαδεδομένη στα Βαλκάνια, τότε, στη Νάουσατης Μακεδονίας, ξεσηκώθηκαν οι Χριστιανοί και αρνήθηκαν την ένταξη παιδιών τους στους γενιτσάρους. Την εξέγερση αυτή, επιπλέον, σχεδόν ανοιχτά ευνόησε γενικώς το μουσουλμανικό στοιχείο, διότι οι Τούρκοι με μεγάλη δυσαρέσκεια έβλεπαν “παιδιά των ραγιάδων” να γίνονται βεζύρηδες και πασάδες, ενώ τα δικά τους… “φυτοζωούσαν”.
Έτσι, ένα περίπου αιώνα πριν από το 1821, το Τάγμα των Γενιτσάρων το συγκροτούσαν πια όχι εξισλαμισμένα και χωρίς οικογένειαχριστιανόπουλα, αλλά παιδιά Μουσουλμάνων. Αυτό όμως επέφερε τη ραγδαία πτώση γενικώς της αξίας του εν λόγω στρατιωτικού σώματος.
Οι Τούρκοι γενίτσαροι, πράγματι, ήθελαν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν την πατρική τους οικογένεια, συχνά έκαναν και δική τους και, δεδομένου ότι γενικώς δεν είχαν πια μεγάλη διάθεση για πολεμικές περιπέτειες, άρχισαν να επιδίδονται τόσο στο… εμπόριο όσο και τη συστηματική οικονομική απομύζηση των Χριστιανών συνοίκων τους.
Οσμάν πασάς ο… “Πνιγάρης”
Όταν λοιπόν ο Μαχμούτ Β΄, κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, παγίωσε την εξουσία του, η ανάγκη βαθύτατης μεταρρύθμισης του στρατεύματος αλλά και της όλης διάρθρωσης της αυτοκρατορίας ήταν επιτακτική.
Οι “Τούρκοι γενίτσαροι”, εφόσον δεν δέχονταν να αυτοκαταργηθούν, έπρεπε να εξοντωθούν. Και προκειμένου αποτελεσματικώς να ανοίξει το κεφάλαιο της εξάλειψής τους, ο Παδισάχ άρχισε να στέλνει σε μέρη της αυτοκρατορίας όπου οι αυθαιρεσίες των γενιτσάρων είχαν γίνει πια κραυγαλέες, “ανθρώπους του”, έργο των οποίων ήταν η εξουδετέρωση των συγκεκριμένων κακοποιών.
Έτσι, έφτασε κάποια στιγμή στην Κρήτη, με εντολή του ίδιου
του
παδισάχ, κάποιος Οσμάν πασάς.
Ήταν άνθρωπος μάλλον άγριος στην εμφάνιση και ως προς τη συμπεριφορά αμείλικτος. Με την παραμικρή καταγγελία Χριστιανού, πως καταπιεζόταν από τον τάδε γενίτσαρο, αυτός ο τελευταίος πιανόταν από τα όργανα του πασά και χωρίς πολλά-πολλά θεαματικώς απαγχονιζόταν.
Έτσι, η ταχύτητα που χαρακτήριζε τη σύλληψη των ενόχων, την απαγγελία της σε βάρος τους θανατικής καταδίκης, καθώς και τον πνιγμό τους στην αγχόνη, προσέδωσε στον Οσμάν πασά την εύγλωττη προσωνυμία “ο Πνιγάρης”.
Οπωσδήποτε, η άνεση με την οποία ο Οσμάν-πασάς ο “Πνιγάρης” “έσπερνε τον θάνατο” στους Τούρκους της Κρήτης ήτανε δικαιολογημένη. Και αυτό, διότι στη Μεγαλόνησο, για λόγους η ανάλυση των οποίων εδώ περιττεύει, η καταπίεση του χριστιανικού στοιχείου από τους Μουσουλμάνους είχε πάρει πολύ μεγάλες διαστάσεις.
Η “θανατερή αύρα” όμως που περιέβαλλε τον πασά άρχισε να φοβίζει και τους Χριστιανούς. Μήπως ο “Πνιγάρης”, αφού ξεμπέρδευε με τους ομοθρήσκους του, στρεφόταν και εναντίον των ραγιάδων;
Ο “Πνιγάρης” ήταν ο πρωτοσύγκελος
Η κρίσιμη στιγμή έφτασε κάποιες μέρες Χριστουγέννων. Σε μεγάλο μοναστήρι της Κρήτης ηγούμενος ήταν ο ιερομόναχος Μελχισεδέκ, μέλος της οικογένειας των Τσουδερών. Και την παραμονή ακριβώς της Δεσποτικής μας Εορτής, καθώς ο Μελχισεδέκ τελούσε τη Θεία Λειτουργία, με τρόμο διέκρινε, μεταξύ εκείνων που εκκλησιάζονταν, και τον Πνιγάρη, που μάλιστα φορούσε και το πολυτελές σαρίκι του!
Ο ηγούμενος δεν τόλμησε να πει τίποτα… Απλώς συνέχισε να λειτουργεί.
Όταν όμως έφτασε η ώρα της Θείας Κοινωνίας, καθώς μετέδιδε
στο
εκκλησίασμα τα Τίμια Δώρα, πλησίασε ο Οσμάν πασάς και έτεινε
το
κεφάλι προς τα εμπρός για να μεταλάβει!
Ο Μελχισεδέκ αγρίεψε: Ως εδώ και μη παρέκει! Και παίρνοντας θάρρος από την ιεροσύνη του, αρχικώς έσπρωξε μαλακά προς τα πίσω τον Πνιγάρη.
Στη συνέχεια όμως, μόλις διαπίστωσε ότι αυτός τον ξαναπλησίαζε “αναιδώς”, άφησε κατά μέρος το δισκοπότηρο και με τα ίδια του τα χέρια απομάκρυνε τον Τούρκο αξιωματούχο…
Ματαίως!
Ο Πνιγάρης επαναπροσέγγισε το Ιερό δριμύτερος, ο ηγούμενοςτον άρχισε στις μπουνιές, ο πασάς τις ανταπέδωσε και τελικώς, οΜελχισεδέκ “τού τράβηξε μια γερή” και αυτός παραλίγο να πέσει κάτω.
Στάθηκε πάντως όπως-όπως στα πόδια του, αλλά το θεαματικότουρμπάνι του είχε μείνει καταγής – με αποτέλεσμα τα μαύρα του μαλλιά να απλωθούν στην πλάτη του.
Και τότε… έκπληκτος ο Μελχισεδέκ αναγνώρισε, χάρη στην κόμη του “Οθωμανού αξιωματούχου”, Έλληνα κληρικό!
Ο Οσμάν πασάς ο Πνιγάρης δεν ήταν άλλος από τον πρωτοσύγκελο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, στον οποίο ο ίδιος ο Μαχμούτ Β΄ είχε δώσει εντολή να μεταμφιεστεί σε πασά και ναπάει στην Κρήτη, για να εξοντώσει όλους τους εκεί “μουσουλμάνους
κακοποιούς”........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου