Αθήνα, 20 Δεκεμβρίου 1940
"Με επεσκέφθη τη αιτήσει του σήμερον την 10:30 π.μ. ο Πρεσβευτής της Γερμανίας ίνα μοι ομιλήση σχετικώς προς το ζήτημα των εμπορικών ημών μετά της Γερμανίας σχέσεων.
Του απήντησα ότι ήμουν ενήμερος των σχετικών συνομιλιών ας έσχεν ο εμπορικός Ακόλουθος της Πρεσβείας του μετά του διευθυντού της έν τω Υπουργείω των Εξωτερικών αρμοδίας υπηρεσίας.
Ό κ. Έρμπαχ μοί είπε τότε οτι δύο ήσαν τα επίμαχα σημεία: 1) το των άνταλλαγών και 2) το της τιμής του μάρκου.
Καθ’ όσον άφορα το πρώτον, προσέθεσε, κατανοούμεν τας δυσχερείας και δεν θα επιμείνωμεν. Καθ' όσον όμως άφορα το δεύτερον, δεν εννοούμεν τους λόγους δι' ους επιθυμείτε να αποστήτε της Συμφωνίας της 19ης Σεπτεμβρίου.
Σας εξηγώ, ευχαρίστως, τω είπον, οτι ό βασικός λόγος είναι ή επελθούσα κήρυξις του πολέμου, όστις άνατρέπει πάσας τας υφισταμένας συνθήκας .
Σας υπενθυμίζω ότι το αυτό επράξατε και υμείς μετά τήν κήρυξιν του πολέμου με τήν Συνθήκην του Μπάντ Γκαστάιν* και προσέθεσα ότι, όταν υπεγράφομεν την Συμφωνίαν της 19ης Σεπτεμβρίου, είχομεν υπ’ όψει ότι ηδυνάμεθα να συναλλαττώμεθα μεθ' όλης της Ευρώπης, ενώ σήμερον δεν δυνάμεθα να πράξωμεν τούτο ειμή με τας χώρας του δολλαρίου και της στερλίνας.
Κατ' ακολουθίαν, ευρισκόμεθα εις αδυναμίαν να αυξήσωμεν την τιμήν του μάρκου, ένεκα της σοβαράς ζημίας ην θά υφίστατο η εθνική ημών οικονομία, καθ' ην στιγμήν ο ελληνικός λαός εντείνει πάσας τας προσπαθείας του και εξαντλεί πάσας τας δυνάμεις του διά την επιτυχή εκβασιν του πολέμου και την έπίτευξιν της νίκης.
Ό Πρεσβευτής της Γερμανίας μοί είπε τότε ότι οι εν Βερολίνω δεν εννοούσι διατί η αύξηση της τιμής του μάρκου θα εζημίου την ελληνικήν οικονομίαν.
Οι λόγοι, απήντησα, εξετέθησαν εν εκτάσει εις το σημείωμα της ημετέρας υπηρεσίας, του όποιου είμαι ενήμερος.
Αν έχητε επ' αυτού νά επιφέρητε παρατηρήσεις ή να κάμητε νέας προτάσεις, προθύμως θα έξετάσωμεν ταύτας.
Τότε ο κ. Έρμπαχ ήρχισε αναγιγνώσκων σημείωμα όπερ έφερε μεθ' εαυτού.
Τον παρεκάλεσα να μοί το αφήκη ίνα εύχερέστερον κατατοπισθώ.
Μοι απήντησεν οτι έχει εντολήν να προβή παρ΄ εμοί εις προφορικόν διάβημα, άλλ' ότι δεν έχει αντίρρησιν να μοί αποστείλη εντελώς ιδιωτικώς αντίγραφον του σημειώματος, εξηκολούθησε δε την ανάγνωσιν αυτού φθάσας εις το σημείον εις ο ανεφέρετο ότι δεν ήτο νοητή ή διακοπή των εμπορικών σχέσεων μετά κράτους μεθ' ο ή Γερμανία διατηρεί διπλωματικάς σχέσεις.
Ηρώτησα τότε αν δέον να εκλάβω τούτο ως απειλήν διακοπής των διπλωματικών σχέσεων.
Παντάπασιν, απήντησεν ό κ. Έρμπαχ.
Η εντολή ην έχω λάβει παρά των οικονομικών παραγόντων της κυβερνήσεως και ουχί παρά των πολιτικών τοιούτων αυτής είναι νά σας γνωρίσω και συνέχισε την ανάγνωσιν του σημειώματος ότι θά αναγκασθώμεν, εις περίπτωσιν επιμονής εις τας απόψεις σας, να λάβωμεν τα επιβαλλόμενα μέτρα προστασίας των συμφερόντων μας.
Εις ερώτησίν μου, ποίας φύσεως θα ήσαν τα μέτρα ταύτα, ο συνομιλητής μου απήντησε τονίζων: οικονομικής, και προσέθεσεν ότι ουδεμίαν απολύτως έχει ένδειξιν ότι θά ήδύναντο να θιγώσιν αι διπλωματικαί μεταξύ των δύο Κυβερνήσεων σχέσεις.
Εμείναμεν σύμφωνοι να μοι αποστείλη το σημείωμα, ίνα μελετηθή.
Μετά τα ανωτέρω ο κ. Έρμπαχ με ηρώτησεν, υπό τύπον εντελώς ιδιωτικόν, νεώτερα επί τών πολεμικών ημών πραγμάτων, προσθέσας ότι άνέγνωσε σήμερον το διάγγελμα του Αρχιστρατήγου*, εις ο ανεφέρετο ότι θα ρίψωμεν τους Ιταλούς εις τήν θάλασσαν και εξέφρασε την επιθυμίαν να μάθη ποία ήτο η έννοια τούτου.
Τω απήντησα ότι τα πράγματα εξελίσσονται πολύ καλά και τω εξήγησα οτι η φράσις ότι «θα τους ρίψωμεν εις τήν θάλασσαν» ήτο παραστατική έκφρασις, διότι είμαι πεπεισμένος ότι οι Ιταλοί θα φύγουν μόνοι των από την Αλβανίαν, εις την οποίαν δεν θα δυνηθούν πλέον να παραμείνουν.
Υπέστημεν, προσέθεσα, αναιτίως εντελώς προσβολήν, ενώ είχομεν πράξει το πάν προς διατήρησιν τής πλέον αυστηράς ουδετερότητος.
Δύναμαι τώρα να σας άποκαλύψω ότι εις τούς Άγγλους είχομεν άρνηθή και εκείνα ακόμη τά όποια επέτρεπον οι στοιχεκοδείς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου και εδέχθησαν τούτο αδιαμαρτυρήτως, δεικνύοντες πλήρη κατανόησιν τής θέσεώς μας. Κατά συνέπειαν, ούδεμία υπήρχε δικαιολογία της άπροκλήτου έπιθέσεως. Αλλ' οί Ιταλοί ήθελον νά κατακτήσουν τήν Ελλάδα.
Διά τούτο η Ελλάς σύσσωμος εξηγέρθη' και θα αμυνθώμεν μέχρι τέλους, μέχρις ότου δηλαδή ή Ιταλία εκβληθή έκ τής Βαλκανικής. Τι θα γίνη μετά ταύτα, δεν δύναμαι βεβαίως νά προείπω. Πάντως θα λάβωμεν όλα τά μέτρα άσφαλείας τών συνόρων μας, ούδεμίαν δε τότε θά έχωμεν αντίρρησιν εις τήν αναδημιουργία μιας ανεξαρτήτου Αλβανίας.
Ο Πρεσβευτής της Γερμανίας, χωρίς να κάμη την παραμικράν νύξιν περί μεσολαβήσεως ή άλλην τινά κρίσιν, μοί είπεν ότι ήτο πεπεισμένος και είχε μεταδώσει τούτο εις την Κυβέρνησίν του, ότι θα ανθιστάμεθα εις περίπτωσιν ιταλικής εναντίον ημών επιθέσεως.
Αλλά παρά ταύτα, απήντησα, αφήσατε την Ίταλίαν να μας επιτεθή και ούτω έχομεν σήμερον τούς "Αγγλους έδώ, μετά των όποιων είμεθα τώρα σύμμαχοι.
Ό κ. Έρμπαχ ηρώτησε τότε αν ή συμμαχία αύτη στρέφεται και κατά της Γερμανίας.
Δεν παρουσιάζεται, απήντησα, σήμερον τοιούτον ζήτημα αν όμως μας εθίγατε εις την Βαλκανικήν, τότε βεβαίως.
Δεν προτιθέμεθα, μοί είπε, νά σας ενοχλήσωμεν εις τήν Βαλκανικήν, ούδέν δε θα πράξη η Γερμανία το οποίον θα παραβλάψη την Ελλάδα. Και ημείς, απήντησα, ουδέν άλλο επιθυμούμεν ειμή να εξασφαλισθώμεν οριστικώς έναντι της Ιταλίας και διά το μέλλον διότι δεν έχομεν πλέον ουδεμίαν προς αυτήν εμπιστοσύνην και ουδεμίαν θά δώσωμεν εις αυτήν και εις το μέλλον πίστιν.
Ώς έκ τούτου τά μέτρα ασφαλείας άτινα θα λάβωμεν έναντι τής Ιταλίας θά είναι πραγματικά. Μεθ' ο, ο κ. Έρμπαχ, θέλων να γενικεύση την συνομιλίαν, διηρωτήθη πως θα τελειώση ο πόλεμος μετά τής Αγγλίας.
Εάν βεβαίως νομίζετε, τω είπα, ότι εις τον κόσμον πρέπει να μείνητε σεις ή οι Άγγλοι, δεν βλέπω και πώς θά τελειώση. Πάντως επί του ζητήματος τούτου δεν δύναμαι να επιτείνω την συνομιλίαν μας, διότι σήμερον είμεθα πλέον σύμμαχοι της Αγγλίας και είναι ευνόητον ότι δεν είναι δυνατόν νά συνομιλώμεν έπί τοιούτου θέματος.
Πάντων των άνωτέρω κατέστησα ενήμερον τον Πρεσβευτήν τής Αγγλίας, καλέσας αύτόν παρ’ έμοί ολίγον βραδύτερον".
1.Πρόκειται για την ανανέωση της εμπορικής
συνθήκης ή οποία είχε υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας στις 24 Μαρτίου
1928.
2. Η ημερήσια διαταγή του Παπάγου της 19ης Δεκεμβρίου περιελάμβανε τη φράση:
«Επιμείνατε δια να τον συντρίψωμεν (τον εχθρό) τελείως και οριστικώς και να τον
ρίψωμεν εις τήν θάλασσαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου