23/3/20

Σαν σήμερα υπογράφηκε το 1826 το πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης για την Ανεξαρτησία των Ελλήνων

του Σπύρου Χατζάρα



Η Ανεξαρτησία της Ελλάδος, δεν επετεύχθη ούτε με τα δάνεια της Αγγλίας, ούτε με τις προσπάθειες της «Επιτροπής της Ζακύνθου», ούτε με το ψήφισμα υποτέλειας του Μαυροκορδάτου, με το οποίο το ελληνικό Έθνος, έθετε «εκουσίως», την Ελευθερία, την Εθνική του Ανεξαρτησία και την πολιτική του ύπαρξη, «υπό την μοναδικήν υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας».

Η αποφασιστική, καθοριστική καμπή  ήταν η υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Αγίας Πετρούπολης, μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας της 23ης Μαρτίου/4ης Απριλίου 1826.

Η τελική νίκη της Ελληνικής Επανάστασης, που εξ αρχής είχε σχεδιαστεί για να οδηγήσει σε διπλωματική λύση, επετεύχθη με διπλωματικά μέσα, όταν ψυχορραγούσε στρατιωτικά και οικονομικά, μετά την εισβολή του Αβραάμ (Ιμπραχίμ) και την πτώση του Μεσολογγίου.

Η πολιτική λύση  που θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί από το 1821, είτε μετά τη νίκη στα Δερβενάκια το 1822, είτε το 1824-25. Ήρθε το 1826.

Η διπλωματική νίκη της ελληνικής επανάστασης, προήλθε από τις ενέργειες του Καποδίστρια, που δεν έχασε ποτέ τα στηρίγματα του στην Αυλή της Αγίας Πετρούπολης και στο ρωσικό υπουργείο εξωτερικών.

Η νίκη του Καποδίστρια απέναντι στην αγγλική πολιτική ήταν πολιτικό προϊόν ,του πραξικοπήματος του Δεκεμβρίου του 1825, που απομάκρυνε από τον θρόνο τον Τσάρο Αλέξανδρο, και την ομάδα των «αγγλόφιλων» συμβούλων του.

Αμέσως μετά την επιστροφή των στελεχών του «πατριωτικού πολέμου» στην εξουσία, μαζί με τον τσάρο Νικόλαο, ο «Καποδιστριακός» πρώην πρέσβης της Ρωσίας στην Κωνσταντινούπολη, και φανατικός «ρώσος πατριώτης» Γκριγκόρι Στρόγκανωφ, που και αυτός μετά την αποχώρηση του Καποδίστρια είχε ζητήσει και λάβει επ΄ αόριστον άδεια και ζούσε στην Δρέσδη, έσπευσε στην ρωσική πρωτεύουσα, και στις 30 Ιανουαρίου 1826, με υπόμνημα προς το Νικόλαο Α’, επανέφερε την πολιτική Καποδίστρια του 1822, επισημαίνοντας ότι οι όροι της συνθήκης του Βουκουρεστίου του 1812,είχαν παραβιαστεί από την Τουρκία, γεγονός που επέτρεπε την κήρυξη πολέμου που θα είχε την υποστήριξη όλου του ρωσικού λαού, και που θα οδηγούσε στη σωτηρία των χριστιανών Ελλήνων, από τις σφαγές που έκαναν οι Τούρκοι.

Ο Νικόλαος, απεδέχθη την εισήγηση, και διέταξε τη συγκέντρωση στρατευμάτων στον Προύθο.

Στο Λονδίνο, όταν πληροφορήθηκαν τις εξελίξεις  επικράτησε πανικός, και ο Ουέλινγκτον μη έχοντας άλλα μέσα για να αποτρέψει τον πόλεμο, και για να μην ξεπεραστεί από τα γεγονότα, έσπευσε με δική του πρωτοβουλία στην Αγία Πετρούπολη, για να προσφέρει στον Τσάρο την υποστήριξη της Αγγλίας για τη ρύθμιση του ελληνικού ζητήματος, ενώ παράλληλα διέταξε την αποστολή ενός έμπιστου ρουφιάνου στην Ελλ΄δα για να δημιουργήσει στοιχεία που θα δυσφημούσαν τον Καποδίστρια.

Η αγγλο-ρωσική συνεννόηση, που προσπαθούσε μάταια να επιτύχει τον χειμώνα του 1821 ο Καποδίστριας, έγινε «αναγκαστικά» τον Μάρτιο του 1826. Το Πρωτόκολλο της Αγίας Πετρούπολης, έθαψε τις συμφωνίες της Βιέννης του Τσάρου Αλεξάνδρου με τους Μέτερνιχ και Ουέλινγκτον για τις σχέσεις με την Τουρκία, του Σεπτέμβριου του 1822, που έριξαν ταφόπλακα στο «ελληνικό ζήτημα».

Το αγγλο-ρωσικό πρωτόκολλο, αφορούσε μόνο στο ζήτημα των Ελλήνων, και οι δύο Δυνάμεις συμφωνούσαν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία Ελληνικού Κράτους, που κατόπιν της επιμονής της Αγγλίας, θα ήταν φόρου υποτελές στο Σουλτάνο, για να μην ανατραπεί το «στάτους κβο».

Ο Μέτερνιχ, που κατέγραψε τη «συντριβή» του από το πρωτόκολλο στα ημερολόγιο του, και ο Ουέλινγκτον, των Ρότσιλντ είχαν ηττηθεί, αλλά όχι τελειωτικά.

Ο Καποδίστριας που πέτυχε την καταρχήν δέσμευση της αγγλικής πολιτικής, απέρριψε τον όρο του Ουέλινγκτον, για τον φόρο υποτέλειας στον Σουλτάνο ,
και για αυτό έστειλε οδηγίες στον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη που ανεφεραν: «Να μη δώσετε ακρόαση, αν σας προτείνουν υποταγή εις τον σουλτάνο, και να αποκριθείτε ότι με το σπαθί μας θα υπογράψουμε την ελευθερία και την ανεξαρτησία μας ή τον θάνατόν μας. Να μη φοβηθείτε τίποτε, και να επιμείνετε εις την απόφαση σας, επειδή δεν μπορούν να πράξουν τίποτα εναντίον των δικαίων της Ελλάδος, αρκεί να μη ενδώσετε σεις οι ίδιοι εις την υποταγή». Ο πράκτορας που έστειλαν οι Άγγλοι από τα Επτάνησα λεγόταν Σπύρος Μεταξάς. αλλά κυκλοφορούσε ως «Σπηλιάδης Μεσθενοπούλος».
Ο πράκτορας της Στοάς της Ζακύνθου, μεταφέρθηκε από την Ζάκυνθο στο Ναύπλιο, από τον Μιαούλ(η), και εμφανίστηκε στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στο Άργος, λίγο πριν τις 6/18 Απριλίου1826, που άρχισε η Τρίτη Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο, με πλαστή συστατική επιστολή του Κωνσταντίνου Οικονόμου του εξ Οικονόμων, που τότε ζούσε στην Αγία Πετρούπολη, και η οποία συνιστούσε τον Μεσθενόπουλο, ως μαθητή του, άξιο να τεθεί στην υπητεσία της πατρίδος.

Ο πράκτορας έδωσε στον Κολοκοτρώνη και μια γραμματική ως δώρο του Οικονόμου, και εν συνεχεία ζήτησε να μιλήσει ιδιαιτέρως με τον στρατηγό.Τότε ζήτησε να του δώσει άνθρακα από έλατο, και αφού τον έκανε σκόνη, το άπλωσε στο άγραφο μέρος της συστατικής επιστολής και τότε φάνηκαν άλλα γράμματα. Ήταν επιστολή που υποτίθεται είχε γράψει ο Βιάρος Καποδιστριας, προς τον Κολοκοτρώνη , με την οποία του ζητούσε, «να δώσει πίστη είς όσα θά του ειπεί ο επιφέρων», και ότι είχε στα χέρια σαράντα χιλιάδας δίστηλα, από τα οποία ένα μέρος είχε στείλει στο Μεσολόγγι, και τα υπόλοιπα θα τα μεταχειριζόταν , «διά την κοινήν σωτηρίαν» και το «καλόν της πατρίδος». Στη συνέχεια, ο πράκτορας ζήτησε από τον Κολοκοτρώνη ,να του ορκισθεί ότι θα κρατήσει το «μυστικό», για το περί ου ό λόγος «καλόν της πατρίδος», πριν του το αποκαλύψει, και επειδή ο «Γέρος» αρνήθηκε, εκείνος για να τον πείσει έβγαλε από την τσάντα του τέσσερα εφοδιαστικά έγγραφα μιας μυστικής οργανώσεως, που είχαν ένα κύκλο με πυροβόλα, και άλλα σημεία πέριξ, που ήταν ασυμπλήρωτα και του είπε ότι το ένα είναι για τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη, και τα άλλα τρία μπορούσε να τα δώσει σε όποιον εκείνος θελήσει.

Στη συνέχεια ο πράκτορας, του παρουσίασε ένα μυστικό «πρωτόκολλο» χωρίς υπογραφές , το οποίο εμφάνιζε τον Καποδίστρια, τον μητροπολίτη Ίγνάτιο , τον Στούρζα και τον υπασπιστή του Δουκός Κωνσταντίνου, στρατηγό Δημήτριο Κουρούτα, να συνωμοτούν με άλλους Ρώσους αξιωματούχους, για να οργανώσουν αποστασία εντός του ρωσικού στρατεύματος, ώστε ο στόλος της Μαύρης Θάλασσας, να μεταφέρει 40.000 στρατιώτες, στην Χρυσούπολη,
να καταληφθεί η Κωνσταντινούπολη και να ανακηρυχθεί ο Κωνσταντίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινουπόλεως.
Και στο τέλος, παρουσιάσε μια άναφορά προς τον (νεκρό) αύτοκράτορα 'Αλέξανδρο, που έπρεπε νά υπογράψει ο Κολοκοτρώνης, με την οποία τον ικέτευε ν' αναγνωρίσει τόν Κωνσταντίνο ως αυτοκράτορα των Ελλήνων. Η «επιχείρηση» αυτή απέβλεπε στο να δημιουργήσει «απτά αποδεικτικά στοιχεία» για την «ελληνική συνωμοσία», εντός του ρωσικού στρατού, και για την εμπλοκή του Καποδίστρια στην επανάσταση των «Δεκεμβριστών» αξιωματικών , που είχε εκδηλωθεί στις 14/26 Δεκεμβρίου 1825, στην Αγία Πετρούπολη, μετά τον θάνατο του Τσάρου Αλεξάνδρου την 1 Δεκεμβρίου 1825 στο Ταϊγάνιο (Ταγκανρόκ) ,και ώστε να ακυρώσει τις προσπάθειες του για να προσανατολίσει προς όφελος των Ελλήνων, την πολιτική του Τσάρου Νικολάου.

Η εντολή για την επείγουσα αυτή επιχείρηση δόθηκε στη Ζάκυνθο, απευθείας από το Λονδίνο, και η επιλογή του πράκτορα ήταν βιαστική δεν ήταν καλύτερη. Παράλληλα με τη «διπλωματική» διάσταση της επιχείρησης, υπήρχε και η «μικροπολιτική», με την δήθεν «υπόσχεση» του Βιάρου προς τον Κολοκοτρώνη, ότι έχει χρήματα στη διάθεσή του για την «κοινή Σωτηρία», δηλαδή για την εξαγορά ψήφων στην επικείμενη εθνοσυνέλευση. Η μη καταβολή των χρημάτων, που δεν υπήρχαν, θα δημιουργούσε όπως πίστευε ο Ρώμας, ρήξη στις σχέσεις του Κολοκοτρώνη με τους Καποδίστρια.

Ο «Γέρος» δεν ήξερε τα «διπλωματικά», κατάλαβε όμως ότι είχε να κάνει με κατάσκοπο, του κατέσχεσε την τσάντα, και διαπίστωσε ότι είχε «συστατικά γράμματα» του Ζακυνθινού πλοιοκτήτη Θεοδ. Λεονταρίτη, για τον Πετρόμπεη, και του επέβαλε να τον ακολουθήσει στην Επίδαυρο, όπου τον υποχρέωσε να επαναλάβει ότι του είχε πει προς τον Παλαιών Πατρών και προς τον Ζαΐμη, (της παρατάξεως Ρώμα-Μαυροκορδάτου), και στη συνέχεια τον έστειλε να «περιμένει» στον Πύργο.

Ο πράκτορας «δραπέτευσε», από την Πελοπόννησο, και με πλαστά συστατικά γράμματα ως απεσταλμένος τάχα του Κολοκοτρώνη πήγε στην Πίζα και συναντήθηκε με τον Ιγνάτιο και τον Καρατζά, στους οποίους συστήθηκε ως ανιψιός του Καραϊσκάκη, και έλαβε συστατικά γράμματα για να πάει στον Καποδίστρια στην Ελβετία. Ταυτοχρόνως ο Ρώμας, ενημερωθείς από τον Ζαΐμη και τον Γερμανό, για να καλύψει τα ίχνη του, έστειλε από την επιτροπή της Ζακύνθου τον Χριστόφορο Ζαχαριάδη για να ρωτήσει τον Κολοκοτρώνη μη τυχόν έδωσε γράμματα προς τον «κατάσκοπο», για να «ληφθούν μέτρα». Στη Γενεύη, ο «Μεσθενόπουλος-Μεταξάς», απέσπασε ένα ιδιόχειρο σημείωμα του Καποδίστρια, προς τον Κολοκοτρώνη καί τον Καραϊσκάκη, που ανέφερε: «Να μή δώσετε ακρόασιν, αν σας προτείνωσιν υποταγην εις τον σουλτάνον, και ν' άποκριθητε ότι με το σπαθί μας θα υπογράψωμεν την ελευθερίαν μας και άνεξαρτησίαν ή τόν θάνατόν μας, να μη φοβηθήτε δε τίποτέ, και να επίμείνετε είς τήν άπόφασίν σας, επεδή δέν μπορουσι νά πράξωσι τίποτε έναντίον των δικαίων τής Έλλάδος, άρκει να μη ενδώσετε σεις οι ίδιοι εις την υποταγήν».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κύριε Χατζάρα η Κα Ευθυμίου λέει ότι ο Ρώμας ήταν μέντορας του Κολοκοτρώνη και είχαν συχνή αλληλογραφία, είχαν γνωριστεί από τότε που ήταν ο Κολοκοτρώνης στην Ζάκυνθο. Γνωρίζετε εσείς κάτι γιαυτό. Ευχαριστώ!