Η Ιταλική αεροπορία βοβμάρδισε τη Λάρισα , τα Ιωάννινα, την Πάτρα και τη Λευκάδα. Ο Παπάγος ανακοινωσε την κατάρριψη 6 ιταλικών αεροπλάων. Φαίνεται ότι ο Μεταξάς δεν ειχε ενημερωθεί και οτι βρισκόταν στο σπίτ του δια΄τι στο ημερολόγιο του έγραψε "Ησυχία" Η περιγραφή του βομβαρδισμού από τον αυτόπτη Γ. Ζιαζιά:
«Πλησίαζε μεσημέρι, ο καιρός ήταν σχετικά καλός, μόνο το μισό ουρανό πάνω από την πόλη σκέπαζαν σύννεφα. Άξαφνα άρχισαν να ηχούν οι σειρήνες συναγερμού. Με τα μάτια και προς τον ουρανό και προτού φθάσουμε στο κέντρο της πλατείας και ταυτόχρονα με τη λήξη των σειρήνων, είδαμε να ξεπροβάλει από τα σύννεφα ένα σμήνος τεσσάρων Ιταλικών βομβαρδιστικών και συγχρόνως να σκάζουν γύρω μας βόμβες, τα αέρια των οποίων μας πέταξαν, εμένα μεν στο παρτέρι της πλατείας, από τη μεριά, όπου σήμερα η Τράπεζα Εργασίας (τότε καφενείο «Παράδεισος»), τον φίλο μου δε προς την αντίθετη κατεύθυνση, χωρίς να μας πάρει ευτυχώς κανένα βλήμα από τις βόμβες, ούτε κανένα μεταλλικό φύλλο, που σε σχήμα λεπιών ψαριού, ήταν καλυμμένος ο τρούλος της λέσχης και που με τον βομβαρδισμό του τα φύλλα του, με την εκτίναξή τους, σκότωσαν και τραυμάτισαν τους περισσότερους της πλατείας περιπατητές και περαστικούς.....
…..Η πλατεία και οι γύρω δρόμοι της έμοιαζαν με πεδίο μάχης. Πτώματα μπροστά και πίσω μου, όπου ήταν τα παλιά Δικαστήρια, τούβλα, πέτρες, θραύσματα από τζάμια, εκατοντάδες φύλλα μολύβδου του βομβαρδισθέντος τρούλου του κτιρίου της Στρατιωτικής Λέσχης, που ήταν εκεί όπου και σήμερα, αλλά σε κτίριο νεοκλασικού ρυθμού με τρούλο, δεκάδες τραυματίες που με γοηρές κραυγές ζητούσαν βοήθεια, ουρλιαχτά και κλάματα από το μέρος της Εθνικής Τράπεζας, στο πεζοδρόμιο της οποίας υπήρχαν σκοτωμένοι και τραυματίες και απελπιστικές φωνές, «βοήθεια», «ωχ, ωχ μάνα μου» και βουγγητά από τη μεριά της Ιονικής τράπεζας (τότε Λαϊκής), έξω από το πεζοδρόμιο της οποίας είχαν τραυματιστεί λούστροι και λουστράκια, που τότε με τα κασελάκια τους γυάλιζαν παπούτσια και μέσα σ' αυτή την κόλαση ν' ακούς μια μάνα, στη γωνία των οδών Κούμα και Παπαναστασίου, ανασκουμπωμένη και με το «πιστιμάλλι», όπως βγήκε από την κουζίνα της, ν' αναζητεί το γιο της φωνάζοντας συνέχεια «Κώτσιο - Κώτσιο παιδί μ'», χωρίς να νοιάζεται για τίποτε άλλο!
Περίμενα να ιδώ κανέναν άλλον, ώστε να τρέξω και εγώ για βοήθεια, πλην όμως και για ένα διάστημα δεν τολμούσε να ξεμυτίσει κανένας, μόνο ένας αξιωματικός χωρίς πηλίκιο, τον θυμάμαι σαν τώρα, που έμαθα αργότερα ότι ήταν γιατρός, έτρεχε εδώ και εκεί βοηθώντας τους τραυματίες, χωρίς τη βοήθεια κανενός άλλου αξιωματικού, από αυτούς που είχαν καταφύγει, όπως προαναφέρα στο «Ολύμπιο», οι οποίοι από τη σαστιμάρα τους στοιβαγμένοι στην είσοδο του ξενοδοχείου, παρακολουθούσαν αδρανείς το φρικιαστικό θέαμα, χωρίς να τολμούν να σπεύσουν σε βοήθεια, γιατί όπως άκουσα στις συζητήσεις τους κατόπιν περίμεναν ότι θα επακολουθούσε και άλλο σμήνος βομβαρδιστικών, αφού το πρώτο σμήνος πρόβαλε στον ουρανό, χωρίς να το αντιληφθεί έγκαιρα η αεράμυνα, κάτι τέτοιο άλλωστε φοβόμουν και εγώ και δεν τόλμησα να φύγω από όρυγμα και να πάω ή στο καταφύγιο του «Ολυμπίου» ή στο της Αγροτικής Tράπεζας στην οδό Ίωνος Δραγούμη, ή να τρέξω για βοήθεια όπως έτρεξαν για βοήθεια και τρεις Καναδέζοι ή Νεοζηλανδοί, δεν θυμάμαι καλά, μόνο θυμάμαι ότι ήταν πανύψηλοι που κατά την ώρα του βομβαρδισμού γυάλιζαν τις μπότες τους σε κασελάκια λούστρων που ήταν απέναντι από το καφενείο τότε «Παράδεισος», στην άκρη της πλατείας.
Μάλιστα θυμάμαι ότι για τη μη έγκαιρη προειδοποίηση του κόσμου και το μακελειό που έγινε, κατηγορούσαν και έριχναν την ευθύνη στον τότε υπεύθυνο της Αεράμυνας αντισυνταγματάρχη, υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να σημάνει καθόλου συναγερμό γιατί με τον συναγερμό βρήκαν οι βόμβες τον κόσμο στους δρόμους τρέχοντας προς τα καταφύγια. Ένας λόγος ήτανε κι αυτός.
Πέρασαν λίγα λεπτά της ώρας και σαν τα μυρμήγκια άρχισαν να ξεθαρρεύουν και να βγαίνουν τρέχοντας, άλλοι για τα σπίτια τους, άλλοι για τα μαγαζιά τους και ελάχιστοι να βοηθούν τους πολιτοφύλακες, τους χωροφύλακες, τους αξιωματικούς και στρατιώτες που εν τω μεταξύ κατέφθαναν.
Βγήκα και εγώ από το όρυγμα κοιτώντας με ανατριχίλα τα πτώματα (ένα μάλιστα ήταν συνάδελφου μου), τους τραυματίες και τις γύρω καταστροφές και πήρα τον δρόμο προς την οδό Φιλελλήνων, στο μέσον της οποίας ήταν το μαγαζί του πατέρα μου, που με αγωνία με περίμενε και στη συνέχεια επέστρεψα στην πλατεία και βοήθησα τους πολιτοφύλακες στο φόρτωμα πτωμάτων σ' ένα διπλόκαρο όπως και στη μεταφορά τραυματιών.
Στην πλατεία βρήκα τον φίλο συνάδελφο, σώο κι αυτόν, με στουμπισμένο όμως κορμί, όπως άλλωστε και το δικό μου. Πάνω στις μαρτυρίες αυτές έπιασε το αυτί μου για βόμβα στην οδό Τζαβέλλα όπου το σπίτι μου, που ήταν κλειστό, αφού η υπόλοιπη οικογένεια, είχε καταφύγει στη Ρέτσανη (Μεταξοχώρι) - Αγιάς και έντρομος έτρεξα να ιδώ. Πράγματι η πρώτη βόμβα είχε πέσει στη γωνία των οδών Τζαβέλλα - Σκουφά και ήταν εκεί σκοτωμένη μια γυναίκα και κάτι αίματα, σημείο ότι ήταν τραυματισμένοι, που έφυγαν ή τους πήραν.
Κοιτάζω το σπίτι μου και βλέπω ότι από την πρόσοψη είχαν εκτιναχθεί πόρτες και παράθυρα, τα οποία αφού πρόχειρα ψευτομερεμέτισα κάρφωσα, πήρα πάλι τον δρόμο προς το μαγαζί. Φθάνοντας στη διασταύρωση των οδών Σκουφά και Ταγματάρχου Βελησσαρίου είδα τις καταστροφές της δεύτερης βόμβας, όπως και στη διασταύρωση των οδών Ανθ. Γαζή και Παπακυριαζή, όπου ήταν σκοτωμένοι και έπλεαν σε λίμνη αίματος τα πτώματα μιας γυναίκας και δύο μικρών παιδιών και πιο κει ένα άλλο πτώμα ενός ηλικιωμένου συνταξιούχου αξιωματικού. Την εικόνα αυτή των μικρών, όπως και το πώς πιάστηκα από μια κολόνα φωτισμού για να μη λιποθυμήσω τη θυμάμαι ακόμα και ανατριχιάζω.
Συνεχίζοντας διαπίστωσα ότι η τέταρτη βόμβα είχε πέσει στο οικόπεδο της Εθνικής Τράπεζας, που ήταν τότε θερινός Κινηματογράφος και σήμερα μια σειρά ισογείων καταστημάτων, η πέμπτη όπως προανέφερα έπεσε στην Κεντρική πλατεία στον τρούλο της στρατιωτικής Λέσχης, η έκτη στην οδό Πανός, όπου έξω από τα ήδη γνωστά δύο ψητοπωλεία ήταν σκοτωμένος ένας χωριάτης, του οποίου τα άλογα του διπλοκάρου τραυματισμένα ψυχορραγούσαν και τα αποτελείωσε με το πιστόλι του ένας Εγγλέζος, η εβδόμη βόμβα έπεσε στην οδό Δήμητρας και μια άλλη πιο κάτω.
Στην πλατεία και μπροστά στην Εθνική τράπεζα ένας πολιτοφύλακας, ράφτης στο επάγγελμα, μου γνώρισε ότι μεταξύ των νεκρών και ο αδελφός του πατέρα μου και ότι ο ίδιος τον είχε φορτώσει απέναντι από το κτίριο ΟΤΕ σ' ένα κάρο μαζί με άλλους, δεν γνώριζε όμως που τους πήγαν».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου