Ήταν η κατάληξη της ιταλογερμανικής Δημοσιονομικής Συνδιάσκεψης εμπειρογνωμόνων, που άρχισε τον Ιανουάριο του 1942 στη Ρώμη , για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων της κατεχόμενης Ελλάδας. Η κατεχόμενη Ελλάδα δεν είχε προσκληθεί και δεν ήταν παρούσα.
Η γερμανική απαίτηση για υψηλές πληρωμές από την Ελλάδα, οδηγούσε σε αδιέξοδο τη Διάσκεψη και τότε ο Ιταλός τραπεζίτης και οικονομικός πληρεξούσιος της Ιταλίας στην Ελλάδα, Ντ’Αγκοστίνι, πρότεινε, σύμφωνα με τα πρακτικά, τη λύση του δανείου.
Δηλαδή δαπάνες κατοχής πέρα από ένα ποσό θα ήσαν αναγκαστικό δάνειο από την Ελλάδα προς την Γερμανία και την Ιταλία.
Η σχετική δανειακή συμφωνία υπογράφηκε στις 14.3.1942 από τους Άλτενμπουργκ και Γκίτζι.
Σύμφωνα μ’ αυτήν :
Η ελληνική κυβέρνηση είχε την υποχρέωση να καταβάλλει κατά μήνα έξοδα κατοχής 1,5 δισ. δρχ. (άρθρο 2).
Οι αναλήψεις από την Τράπεζα της Ελλάδος , άνω του ποσού αυτού θα χρεώνονταν στις κυβερνήσεις της Γερμανίας και της Ιταλίας ως άτοκο, δάνειο της Ελλάδας σε δραχμές προς αυτές. (άρθρο 3).
Η επιστροφή του δανείου θα γινόταν αργότερα (αρθ. 4).
Η συμφωνία είχε αναδρομική ισχύ από 1.1.1942 (άρθρ. 5).
Στην Ελλάδα, την ανακοίνωσαν,. μετά από εννιά μέρες , με επίσημα διεθνή διπλωματικά έγραφα, ο μεν ο Άλτενμπουργκ με την ρηματική διακοίνωση 160/23.3.1942 και ο δε Γκίτζι με το σημείωμά του Νο4/6406/461/23. 3.1942.
Αυτήν την αρχική αναγκαστική σύμβαση ακολούθησαν τρεις τροποποιήσεις με κοινή και ελευθέρα βούληση των κατακτητών. Αυτές μετέτρεψαν την αρχική αναγκαστική σύμβαση.
Στις 2.12.1942 υπογράφηκε ανάμεσα στις κυβερνήσεις Γερμανίας, Ιταλίας και της κατεχόμενης Ελλάδας νέα διακρατική συμφωνία που περιείχε τα εξής νέα στοιχεία:
α) Τα ποσά του δανείου είναι συμβολικώς αναπροσαρμοζόμενα, δηλαδή είναι διατυπωμένα σε σταθερό νόμισμα. β) Ο δανεισμός θα σταματούσε την 1η Απριλίου 1943, οπότε και θα άρχιζε η άτοκη επιστροφή του δανείου, ανεξάρτητα, δηλαδή, από το πότε θα έληγε ο πόλεμος.
γ) Αντί των 1,5 δισ. δραχμών μηνιαίως της προηγούμενης συμφωνίας (14.3.1942), οι δαπάνες κατοχής αυξάνονται στο ποσό των 8 δισ. δραχμών μηνιαίως.
Τα επιπλέον ποσά «...θα άγωνται εις χρέωσιν, υπό της Τραπέζης της Ελλάδος, των κυβερνήσεων Ιταλίας ή Γερμανίας...».
δ) Οι λογαριασμοί αυτοί θα πληρώνονταν από τον Απρίλιο 1943 σε μηνιαίες δόσεις που θα αντιστοιχούσαν στο 10% του συνόλου του εν λόγω λογαριασμού την 31η Μαρτίου 1943.
Πάντως, διατηρήθηκε η ρήτρα ότι το δάνειο αυτό ήταν άτοκο.
Νέα συμφωνία ανάμεσα στους κατακτητές και τον κατεχόμενο υπογράφηκε στις 18.5.1943.
Με τη νέα τροποποίηση :
α) Καταργήθηκε ο περιορισμός του ανώτατου ορίου των προκαταβολών, δηλαδή των 8 δισ. δραχμών κατά μήνα, που θέσπιζε η πρώτη τροποποίηση της 2.12.1942.
β) Εκτός του τιμαρίθμου τροφίμων, που ορίζει η συμφωνία της 2.12.1942, θα λαμβάνονται υπ' όψιν και άλλοι τρεις τιμάριθμοι: των ημερομισθίων, των οικοδομικών υλικών και των καυσίμων, όπως ειδικότερα ορίζεται στην τελευταία αυτή συμβατική τροποποίηση. Και γ) η συμφωνία ίσχυε από 1.4.1943.
Ο επιτετραμμένος του Ράϊχ στην Αθήνα, πρέσβης Φον Γκρέβενιτς, στις 12 Οκτωβρίου 1944, πριν εγκαταλείψει την ελληνική πρωτεύουσα, επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό Ιωάννη Ράλλη, τον αποχαιρέτισε και για να προστατεύει τα συμφέροντα του Ράϊχ, από μελλοντικές ελληνικής διεκδικήσεις, του επέδωσε «Νότα», στην οποία υπολόγιζε το σύνολο του υπολοίπου του δανείου ως τις 12 Οκτωβρίου 1944 σε 476.000.000 χρυσά προπολεμικά μάρκα.
Το έγγραφο Φον Γκρέβενιτς, θα πρέπει να βρίσκεται στα Αρχεία του ελληνικού Κράτους, εάν δεν το …εξαφάνισαν.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, στον πρώτο μεταπολεμικό ισολογισμό της, σε εφαρμογή του Αναγκαστικού Νόμου 18 της 19ης Νοεμβρίου 1944, ενέγραψε ως υπόλοιπο 4,5 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας.
Αυτά τα 476 εκ. χρυσά μάρκα, η 4,5 εκατ. χρυσές λίρες Αγγλίας, σε σημερινές τιμές υπολογίζονται σε 54-60 δις ευρώ, πλέον των τόκων.
Αυτό το χρέος, οι διαδοχικές δωσίλογες ελληνικές κυβερνήσεις, δεν μπορούσαν να το διαγράψουν, επειδή η Ελλάδα δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος. Μπορούσαν μόνο να μην το διεκδικούν. Και αυτό έκαναν…
Η ριζική μείωση του χρέους της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας , (ΟΔΓ), με την σύμβαση του Λονδίνου του 1953, που την υπέγραψε η Ελλάδα, δεν αφορά στο Αναγκαστικό Κατοχικό Δάνειο, αλλά ούτε η Σύμβαση μεταξύ Ελλάδος και Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της 18ης Μαρτίου 1960, που υπέγραψε στην Βόννη ο τότε Έλληνας πρέσβης Θεόδωρος Υψηλάντης και η οποία κυρώθηκε το 1961, έλυσε το γερμανικό πρόβλημα.
Εκείνη η σύμβαση προέβλεπε ότι, «διά της προβλεπομένης πληρωμής ρυθμίζονται οριστικώς άπαντα τα ζητήματα τα αναφερόμενα στις σχέσεις Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας Γερμανίας προς την Ελλάδα, μη θιγομένων ενδεχομένων νόμιμων απαιτήσεων Ελλήνων υπηκόων…». Δηλαδή έμεινε απ΄έξω το Δίστομο, τα Καλάβρυτα, και οι υποχρεωτικά και καταναγκαστικά εργασθέντες, που ΕΠΡΕΠΕ όμως να κάνουν α τ ο μ ι κ έ ς προσφυγές.
Το Αναγκαστικό Δάνειο, δεν καλύφθηκε ούτε από την προφορική παραίτηση του Κουφού «Εθνάρχου» προς τον (τότε καγκελλάριο) Αντενάουερ τον Νοέμβριο του 1958, διότι η Ελλάδα δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος, στην αρχική σύμβαση. Και επειδή προϋπόθεση για την εξόφληση του δεν είναι η υπογραφή συνθήκης ειρήνης, δεν το καλύπτει ούτε η σύμβαση 2+4 του 1990. Όλα αυτά τα χρόνια οι διαδοχικές δωσίλογες ελληνικές κυβερνήσεις τηρούσαν «Σιγή ιχθύος».
Μόνο στις 14-11-1995 εγινε μια ρηματική διακοίνωση της Ελλάδας, μέσω του πρέσβη στη Βόνη, Ιωάννη Μπουρλογιάννη, με την οποία η Αθήνα ζητούσε έναρξη διαπραγματεύσεων και για το κατοχικό δάνειο. Οι Γερμανοί απέρριψαν το ελληνικό διάβημα με το επιχείρημα της παραγραφής «μετά πάροδο 50 ετών» και με το ζήτημα των «επανορθώσεων» που « απώλεσε τη δικαιολογητική του βάση» Και τόνισαν ότι, «ως εκ τούτου δεν είναι δυνατόν να προσδοκά η ελληνική κυβέρνηση ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα προσέλθει σε συνομιλίες για το θέμα αυτό». Το ζήτημα όμως του Δανείου δεν είναι πολιτικό, και δεν υπόκειται σε παραγραφή, διότι δε προβλέπει παραγραφή η σύμβαση της Ρώμης. Η οφειλή από το Δάνειο είναι εμπράγματη οφειλή και η ικανοποίηση της αξίωσης μας μπορεί να γίνει δικαστικά και όχι πολιτικά. Δηλαδή χρειάζεται ΑΓΩΓΗ και ΟΧΙ διαπραγματεύσεις.
Τα πράγματα γίνονται χειρότερα για το Βερολίνο επειδή ο Βίλλυ Μπράντ στα πλαίσια της «Οστ Πολιτικ», αναγνώρισε και εξόφλησε τα αντίστοιχα αναγκαστικά δάνεια που είχαν επιβληθεί στην Πολωνία και την Γιουγκοσλαβία. Επομένως υπάρχει και η ρήτρα αποτιμήσεως που αποδέχτηκε η Γερμανική κυβέρνηση.
Ο Σακάτης για να έχει το κεφάλι του ήσυχο, έδωσε εντολή στους νομικούς του να προετοιμάσουν «απάντηση», και η «Επιτροπή Ιστορικών» του Γερμανικού Υπουργείου Οικονομικών, που από το 2009 ερευνά τον ρόλο του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο Γ’ Ράιχ, κατέληξε ότι το «φερόμενο αναγκαστικό δάνειο», «δεν υπήρξε ποτέ». Στο πόρισμα που εδόθη πρόσφατα στην δημοσιότητα ο ιστορικός συνεργάτης του Σακάτη, Γιούργκεν Κίλιαν επισημαίνει σε 24 σελίδες: «Το φερόμενο «αναγκαστικό δάνειο» της Ελλάδας ύψους 476 εκατομμυρίων μάρκων του Ράϊχ είναι άκρως επίμαχο.
Το υποτιθέμενο δάνειο δεν υπήρξε ποτέ. Αντιθέτως, στόχος των υπαλλήλων του υπ. Οικονομικών του Ράϊχ, ήταν να μην αφήσουν την ελληνική οικονομία να καταρρεύσει, διότι μόνο μια λειτουργική κρατική οικονομία μπορούσε να παράσχει τα μέσα που απαιτούνταν για να καλυφθεί το κόστος της κατοχής». Κ α τ α λ ά β α τ ε;
Μας βοήθησαν και τότε όπως και τώρα. Το ζήτημα είναι, ότι έχουν για 70 χρόνια δωσίλογες κυβερνήσεις και ρουφιάνους που παραμυθιάζουν τον χαζό λα(γ)ό με την διεκδίκηση των Γερμανικών Επανορθώσεων. Ένα δάνειο που πρέπει να πληρωθεί υπάρχει. Όλα τα άλλα είναι μ π ο ύ ρ δ ε ς . Εκ του πονηρού.
ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΧΑΤΖΑΡΑΣ
1 σχόλιο:
Ο εχθρός δηλαδή ό,τι έπαιρνε το ενέγραφε επισήμως σε συμβόλαια με ισχύ και με όλους τους τύπους, ενώ οι "σήμμαχοι" της κακιάς κι ανάποδης ώρας και διαχρονική λαίλαψ και δυστυχία της Ελλάδας έπαιρναν τον χρυσό και ό,τι θησαυρό υπήρχε στην Ελλάδα και το εξαφάνιζαν ασύδοτα ούτε χαρτιά ούτε λογαριασμός ούτε τίποτα έτσι εξηφανίσθη μην ρωτάτε...
Δημοσίευση σχολίου