Τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου βρίσκονται στο στόχαστρο του τουρκικού επεκτατισμού από την εποχή του αμοιβαίου «συμβιβασμού» μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας που επικυρώθηκε με την Συνθήκη της Λωζάνης στις 23 Ιουλίου 1923.
Οι Τούρκοι, με κυρίαρχη την εξουσία του κεμαλικού κατεστημένου που ελέγχει πλήρως το παρακρατικό "Βαθύ Κράτος", έχουν την συνήθεια όταν υπογράφουν μια συνθήκη ή μια συμφωνία να θεωρούν πως πρέπει να απαιτούν μόνο τα δικαιώματα που εξασφάλισαν και να «ξεχνούν» όλες τις υποχρεώσεις τους.
Με άλλα λόγια η Τουρκική Δημοκρατία από την ίδρυσή της, στις 29 Οκτωβρίου 1923, μέχρι και σήμερα διακρίνεται από μια ιδιότυπη νοοτροπία: Αξιοποιεί πλήρως ότι την βολεύει από τις συνθήκες και τις συμφωνίες που υπογράφει και παραπέμπει στα παλαιότερα των υποδημάτων της όλες τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει από τις ίδιες συμφωνίες και συνθήκες.
Τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου δεν αποτελούν φυσικά εξαίρεση. Ένα κείμενο (γραμμένο το 1992) περιγράφει με εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές λεπτομέρειες την εξέλιξη και τις εξάρσεις του τουρκικού επεκτατισμού απέναντι στα ελληνικά νησιά του Αιγαίου. Το κείμενο αυτό περιλαμβάνεται στον επίλογο του βιβλίου «Το Θαύμα – Μια πραγματική ιστορία»* και έχει ως εξής:
Τα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου είναι ο επόμενος στόχος του Τουρκικού επεκτατισμού. «Προτιμώ να τα αποκαλώ νησιά του Αιγαίου και όχι Ελληνικά νησιά» δηλώνει στις 9/8/1976 ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, μετέπειτα Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, στην εφημερίδα «Χουριέτ».
Ο ίδιος, με την ιδιότητα του αρχηγού της Τουρκικής αντιπολίτευσης, δύο χρόνια νωρίτερα, στις 9/6/1974, είναι περισσότερο αποκαλυπτικός για τα «επιχειρήματα» του Τούρκικου επεκτατισμού: «Οι διαφωνίες με την Ελλάδα προκύπτουν γιατί τα νησιά που βρίσκονται πολύ πιο κοντά στην Τουρκία ανήκουν στην Ελλάδα και όχι στην Τουρκία. Τα νησιά αυτά (του Αιγαίου) συνιστούν μέρος της Ανατολίας και για αιώνες ανήκαν στο Κράτος εκείνο που ήταν κύριο της Ανατολίας».
Ο Σαμπρί Ιχσαν Τσαγλαγιανγκίλ, που διετέλεσε Υπουργός των Εξωτερικών της Τουρκίας, δηλώνει στις 4 Απριλίου 1975 πως «Το μισό Αιγαίο ανήκει στους Τούρκους και το άλλο μισό στους Έλληνες. Αυτή ήταν πάντα η επίσημη άποψη της Τουρκίας».
Και σε επίρρωση της «επίσημης» αυτής άποψης η Τουρκία ιδρύει τον ίδιο χρόνο (1975) την 4η Στρατιά, που την αποκαλεί «Στρατιά του Αιγαίου», με έδρα τη Σμύρνη. Η στρατιά αυτή δεν είναι εντεταγμένη στο ΝΑΤΟ και, φυσικά, δεν εξυπηρετεί κανένα αμυντικό σκοπό. Στη Σμύρνη βρίσκεται επίσης και το συντριπτικό ποσοστό των αποβατικών σκαφών της Τουρκίας μαζί με ένα μεγάλο αριθμό ελαστικών λέμβων που μεταφέρουν έως 12 άντρες σε κοντινές και απρόσιτες ακτές.
Ό,τι δεν παραχωρείται, αρπάζεται την κατάλληλη στιγμή. Αυτή η φιλοσοφία της Τουρκίας εφαρμόζεται και στην περίπτωση αυτή. Η Τουρκία έκανε φιλότιμες προσπάθειες να αρπάξει Ελληνικά νησιά του Αιγαίου την «κατάλληλη στιγμή» που ήταν η περίοδος του Β Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν η Ελλάδα με βαρύ φόρο αίματος υποστήριζε, μαζί με τους συμμάχους, τα ιδανικά της Ελευθερίας και της Δικαιοσύνης, η Τουρκία από την ασφάλεια της «ουδέτερης» θέσης της επιχειρούσε να «αξιοποιήσει» τις περιστάσεις. Παζάρευε με την Γερμανία να αποκυρήξει την Αγγλο-Τουρκική συνθήκη του 1939, που δεν την εφάρμοσε ποτέ, και να ανοίξει στην Γερμανία τον δρόμο προς την Αίγυπτο από την ξηρά. Τα ανταλλάγματα που ζητούσε ήταν πολύ «συντηρητικά»: Τρία νησιά του Αιγαίου, λωρίδα εδάφους δυτικά της Αλεξανδρούπολης και Τουρκική δικαιοδοσία στις ζώνες της Συρίας και του Ιράκ. Το σχέδιο της συνθήκης που συντάχτηκε με την συνεργασία του Τούρκου Υπουργού των Εξωτερικών Σουκρού Σαράτσογλου, στάλθηκε στο Βερολίνο στις 23 Μαϊου 1941.
Μετά από 7 μέρες, την 1η Ιουνίου, οι Βρεττανοί μπήκαν στην Βαγδάτη, εκδιώκοντας τον Ρασιντ Αλή και συντρίβοντας την επανάστασή του στο Ιράκ που ήταν και η πιο σοβαρή από τις πολλές αιτίες της Γερμανο-Τουρκικής προσέγγισης.
Το αποτέλεσμα ήταν να ναυαγήσει η Γερμανο-Τουρκική συμφωνία και να γλυτώσουν τα Ελληνικά νησιά του Αιγαίου.
Οι Τούρκοι κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου επιχείρησαν άλλη μια φορά να καταλάβουν νησιά του Αιγαίου, με το πρόσχημα της «προστασίας» τους – ευτυχώς χωρίς επιτυχία.
Η Τουρκία όμως, περιμένει πάντα την «κατάλληλη στιγμή» για να εφαρμόσει την φιλοσοφία της «ό,τι δεν παραχωρείται, αρπάζεται».
Και δεν σταματάει ούτε λεπτό να εργάζεται στην κατεύθυνση της μακροπρόθεσμης στρατηγικής της. Το 1974 που η Ελλάδα αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα με την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών και την επαναφορά της Δημοκρατίας, η Τουρκία θεωρεί πως οι γενικώτερες συνθήκες είναι ιδανικές. Ήδη προετοιμάζεται από τον Νοέμβριο του 1973, όταν η Τουρκική Εφημερίδα της Κυβέρνησης δημοσιεύει, στις 1/11/1973, Νόμο βάσει του οποίου παραχωρεί στην Τουρκική Κρατική Εταιρία Πετρελαίου δικαιώματα έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε 27 περιοχές του Βορειοανατολικού και Κεντρικού Αιγαίου, τις οποίες θεωρεί ξαφνικά Τουρκικές! Ο χάρτης που συνοδεύει τον νόμο αυτό κάνει μια αυθαίρετη και μονομερή οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, σύμφωνα με τις ορέξεις των Τούρκων και περιλαμβάνει, κυρίως, Ελληνικές περιοχές.
Στις 10 Ιανουαρίου 1974, ο Τούρκος Υπουργός Άμυνας Ιλχάν Σαντάρ δίνει το στίγμα της νέας Τουρκικής στρατηγικής, δηλώνοντας πως το μέλλον της Τουρκίας είναι πλέον η θάλασσα. Η επόμενη Τουρκική κίνηση είναι μελετημένη και έχει συμβολικό χαρακτήρα. Στις 29 Μαΐου 1974, πεντακόσια είκοσι ένα ακριβώς χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το Τουρκικό ωκεανογραφικό σκάφος “Τσανταρλί” βγαίνει στο Αιγαίο για δήθεν “έρευνες” σε μια απροκάλυπτη προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων γεγονότων και έμπρακτης αμφισβήτησης της κατοχυρωμένης με Διεθνείς Συνθήκες Ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο.
Λίγους μόλις μήνες μετά, στις 27 Φεβρουαρίου του επομένου χρόνου (1975), ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της Τουρκίας, ο Μπουλέντ Ετσεβίτ, λέει σε ομιλία του πως τα περί πετρελαϊκών ερευνών ήταν απλά τεχνάσματα. Σκοπός ήταν η διεκδίκηση νέων συνόρων!
Τον Ιούνιο του 1974 οι Τούρκοι επίσημοι, λαλίστατοι, διατυπώνουν χωρίς προσχήματα τις βλέψεις τους για τα νέα σύνορα που θέλουν. Την 1 Ιουνίου 1974, ο Χασάν Ισίκ δηλώνει πως η Τουρκία δεν θα επιτρέψει ποτέ να γίνει το Αιγαίο Ελληνική θάλασσα, λες και το Αιγαίο δεν είναι Ελληνική θάλασσα απ’ την χαραυγή της ιστορίας ως τις μέρες μας.
Στις 4 Ιουνίου 1974 ο Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών Τουρχάν Γκιουνές δηλώνει πως η Τουρκία ουδέποτε θα δεχθεί το όριο των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, να επεκταθεί απ’ την Ελλάδα στα 12 μίλια. Η ίδια θέση επαναλαμβάνεται συνεχώς, σε κάθε ευκαιρία, ακόμα και μετά την ισχύ της Διεθνούς Σύμβασης γαι το Δίκαιο της Θαλάσσης, που άρχισε να εφαρμόζεται από τις 10 Δεκεμβρίου 1982 από τα 72 Κράτη που την υπέγραψαν.
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Διεθνούς αυτής σύμβασης η Ελλάδα έχει το δικαίωμα να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα στα 12 μίλια. Παρ’ όλα αυτά η Τουρκία απειλεί συνεχώς πως αν η Ελλάδα εφαρμόσει την Διεθνή Σύμβαση που υπέγραψε, αυτό αποτελεί “αιτία πολέμου” μεταξύ των δύο χωρών!
Και για να μην αφήσει καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις της, η Τουρκική Βουλή παίρνει απόφαση σύμφωνα με την οποία η Τουρκική Κυβέρνηση εξουσιοδοτείται να κηρύξει πόλεμο εναντίον της Ελλάδος σε περίπτωση κατά την οποία η Ελλάδα ασκήσει τα κυριαρχικά της δικαιώματα και αυξήσει το όριο των χωρικών της υδάτων από 6 σε 12 μίλια!
Το 1974 η Τουρκία θεωρούσε πως η αδύναμη θέση της Ελλάδος δημιουργούσε ιδανικές συνθήκες για ν’ αρπάξει όσα περισσότερα μπορούσε. Έτσι, η επιθετικότητά της δεν είχε σταματημό.
Στις 18 Ιουλίου 1974 δημοσιεύεται στην Τουρκία ένας νέος νόμος που παραχωρεί ανύπαρκτα δικαιώματα έρευνας στην Τουρκική Κρατική Εταιρία Πετρελαίου σε Ελληνικές περιοχές, αυτή τη φορά του Νοτιοανατολικού Αιγαίου. Στις 20 Ιουλίου 1974 πραγματοποιείται η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο και καταλαμβάνεται με την βία και την ανοχή της Δύσης το 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δυο βδομάδες μετά την εισβολή στην Κύπρο, η Τουρκική Κυβέρνηση εκδίδει την ΝΟΤΑΜ 714, με την οποία απαιτεί να αναφέρονται στην Τουρκία όλα τα αεροπλάνα που πετούν πάνω απ’ το μισό Αιγαίο. Με το τρόπο αυτό επιχειρεί κατάργηση του Flight Information Regions (Περιοχές Πληροφόρησης Πτήσεων) που για ολόκληρη την περιοχή του Αιγαίου υπάγονται στο FIR Αθηνών, σύμφωνα με τις Συμφωνίες των Παρισίων του 1952 και της Γενεύης του 1958. Η αντίδραση της Ελλάδος που κήρυξε, στις 14 Αυγούστου 1974, ολόκληρο το Αιγαίο επικίνδυνη περιοχή, ανάγκασε την Τουρκία, 6 χρόνια αργότερα, στις 22 Φεβρουαρίου 1980, να ανακαλέσει την ΝΟΤΑΜ 714.
Στις 18 Ιανουαρίου 1975 ο Τούρκος Πρωθυπουργός Ιρμάκ είναι πολύ αποκαλυπτικός για τις επεκτατικές προθέσεις της Τουρκίας: «Η θάλασσα του Αιγαίου ανήκει σε μας, αυτό πρέπει να το καταλάβουν όλοι!» δηλώνει. Και τρεις μέρες αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1975, ο Τούρκος Υπουργός των Εξωτερικών ξεκαθαρίζει τον τρόπο με τον οποίο η Τουρκία θα επιβάλλει την θέση αυτή: «Στο Αιγαίο», λέει, «πρέπει ν’ ακολουθήσουμε αναγκαστικά δυναμική πολιτική. Οι συνθήκες σήμερα είναι διαφορετικές από τις συνθήκες του 1923. Η δύναμη της Τουρκίας έχει μεγαλώσει. Η Κύπρος αποτελεί το πρώτο βήμα για το Αιγαίο!»
Ενάμισυ χρόνο αργότερα, στις 7 Αυγούστου 1976, βγαίνει στο Αιγαίο το Τουρκικό πλοίο “Hora” για να συνεχίσει έμπρακτα “την διεκδίκηση νέων συνόρων”. Η Ελλάδα καταφεύγει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αλλά η Τουρκία απορρίπτει την διαιτησία.
Τον Δεκέμβριο του 1995 ο Έλληνας Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου είναι βαρειά άρρωστος και ανίκανος να κυβερνήσει. Μπαίνει στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό κέντρο των Αθηνών και στη χώρα παρατηρείται κενό εξουσίας. Νέα ευκαιρία για να εκδηλωθεί έμπρακτα η Τουρκική επιθετικότητα. Ένα ιστιοφόρο δήθεν “παρασύρεται” στις Ελληνικές βραχονησίδες Λημνιά, αλλά όταν Ελληνικά σκάφη σπεύδουν για βοήθεια οι Τούρκοι πράκτορες του ιστιοφόρου αρνούνται λέγοντας πως οι βραχονησίδες είναι Τουρκικές και πως θα δεχθούν βοήθεια μόνο από Τουρκικά σκάφη.
Το “σενάριο” αυτό έχει περιγράψει με μεγάλη ακρίβεια δέκα εννέα χρόνια νωρίτερα, στις 7 Ιουλίου 1977, ο Τούρκος δημοσιογράφος Ρεσίτ Αστσίογλου σε άρθρο του με τίτλο «Για πού έτσι; Για το Αιγαίο;»** που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Γκιούν Αϊντίν» (Δημοσιεύεται στην συνέχεια μέσα σε κίτρινο πλαίσιο).
Ο άρρωστος Πρωθυπουργός της Ελλάδος Ανδρέας Παπανδρέου παραιτείται και στις 18 Ιανουαρίου 1996 Πρωθυπουργός της Ελλάδος ορκίζεται ο Κώστας Σημίτης. Εννιά μέρες αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 1996, Τούρκοι πράκτορες, δήθεν δημοσιογράφοι της εφημερίδας “Χουρριέτ” –το μόνιμο ανθελληνικό “εργαλείο” στα χέρια του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας που Κυβερνά την Τουρκία– αποβιβάζονται στα Λιμνιά και αντικαθιστούν την Ελληνική σημαία με μια Τούρκικη!
Και τρεις μέρες μετά, την νύχτα της 30ής προς την 31ην Ιανουαρίου 1996, οι Τούρκοι οξύνουν την κρίση και φθάνουν σε όρια πολεμικής αναμέτρησης. Ο πόλεμος αποφεύγεται αλλά οι Τούρκοι επιβάλλουν μόνιμη αμφισβήτηση στην κρυστάλλινη Ελληνική κυριαρχία των βραχονησίδων Λημνιά. Λίγο αργότερα αποκαλύπτεται ότι ο Πρεσβευτής της Τουρκίας στη Ρώμη, με απόρρητη αναφορά του, προειδοποιούσε την Κυβέρνησή του πως υπάρχουν έγγραφα που αποδεικνύουν την Ελληνική κυριαρχία στις βραχονησίδες Λημνιά. Τα έγγραφα αυτά προέρχονται τόσο από την Ιταλία όσο και από την ίδια την Τουρκία! Η Τουρκική Κυβέρνηση αγνόησε τελείως την προειδοποίηση του Πρεσβευτή της αφού ο στόχος της ήταν να δημιουργήσει θέμα από ανύπαρκτη βάση. Ο επεκτατισμός και η απαίτηση για νέα σύνορα, δημιούργησαν την καινούργια Τουρκική θεωρία για “γκρίζες”, δηλαδή αμφισβητούμενες απ’ την Τουρκία, ζώνες στο Αιγαίο. Στην Ελληνική πρόταση για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, η Τουρκία υποκρίνεται ότι δεν καταλαβαίνει.
Τα δικαστήρια απονέμουν το Δίκαιο και ο Τουρκικός επεκτατισμός δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτό.
Έτσι, η Τουρκία ζητάει «διάλογο» και «διαπραγματεύσεις χωρίς όρους, με στόχο τη διευθέτηση όλων των θεμάτων του Αιγαίου, ως σύνολο» (Μεσούτ Γιλμάζ, Πρωθυπουργός της Τουρκίας, 25 Μαρτίου 1996). Με άλλα λόγια η Ελλάδα καλείται να “διαπραγματευθεί” με την Τουρκία όσα κυριαρχικά δικαιώματα της δίδουν οι Διεθνείς συνθήκες, είτε στα νησιά, είτε στον εναέριο χώρο, είτε στην υφαλοκρηπίδα των νησιών!
Όσες φορές οι Τούρκοι μιλούν για Ελληνοτουρκική φιλία οι Έλληνες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι η Τουρκία υποκρίνεται για λόγους τακτικών ελιγμών.
Θα μείνει στην ιστορία η φράση που εκστόμισε ο Ισμέτ Ινονού μετά την υπογραφή της “Συνθήκης της Λωζάνης” και της διακήρυξης περί Ελληνοτουρκικής φιλίας. «Ιναντί ερίφ!» είπε για τον Ελευθέριο Βενιζέλο (Μας πίστεψε ο άνθρωπος!).
Αλλά και το 1955 ο Ζορλού κι ο Μεντερές για Ελληνοτουρκική φιλία μιλούσαν πριν εξαπολύσουν, στις 6 Σεπτεμβρίου 1955, το πογκρόμ εναντίον των Ελλήνων.
Λίγους μήνες πριν η Τουρκία καταγγείλει, στις 16 Μαρτίου 1964, την Σύμβαση Εμπορίου, Εγκατάστασης και Ναυτιλίας που είχε υπογραφεί μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας στις 30 Οκτωβρίου 1930, με αποτέλεσμα τους διωγμούς και τις απελάσεις των Ελλήνων που είχαν απομείνει στην Κωνσταντινούπολη, το ίδιο.
Πριν την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο ξαναχρησιμοποίησαν το ίδιο τροπάριο της Ελληνοτουρκικής φιλίας για να πείσουν τον αρχηγό της Ελληνικής Χούντας Γεώργιο Παπαδόπουλο να αποσύρει το Ελληνικό σύνταγμα που στάθμευε στην Κύπρο, για να είναι πιο εύκολη κι απλή η Τουρκική εισβολή που ακολούθησε. Τους πίστεψε κι αυτός!
Το 1996 αμέσως μετά την σοβαρή κρίση που δημιούργησε η Τουρκία με αφορμή τις βραχονησίδες Λημνιά, άρχισε ξαφνικά να διατυμπανίζει την ανάγκη Ελληνοτουρκικής φιλίας προσφέροντας υποκριτικά όμορφα λόγια χωρίς αντίκρισμα. Στόχος, η άρση του βέτο που πρόβαλλε η Ελλάδα στην πρόοδο της συμφωνίας σύνδεσης Ευρωπαϊκής Ένωσης - Τουρκίας, τον Απρίλιο του 1996.
Έτσι είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως όποτε η Τουρκία μιλάει για Ελληνοτουρκική φιλία, επιδιώκει να πετύχει ένα συγκεκριμμένο στόχο που μόλις επιτευχθεί, ξαναθυμάται τον μόνιμο, επιθετικό, εαυτό της και επανέρχεται στην πάγια επιδίωξη υλοποίησης της επεκτατικής της στρατηγικής.
Η συνεχής Τουρκική επιθετικότητα έχει σαν μόνιμο στήριγμά της την ανοχή των Μεγάλων Δυνάμεων, μια ανοχή που η Τουρκία εκμεταλλεύεται εδώ και 540 χρόνια, όταν κατέλυσε το Βυζάντιο με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και υποδούλωσε τους λαούς της Μικράς Ασίας.
Ανώνυμος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου