Η 12η Απριλίου του 1204 , η ημέρα που μπήκαν οι Λατίνοι στην Βασιλεύουσα ήταν Δευτέρα,. Το Πάσχα πλησίαζε. Η Κυριακή των Βαΐων ήταν στις 18.
Ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ αντιλαμβανόμενος την αδυναμία της Κωνσταντινούπολης, έθεσε ως στόχο την υποταγή της Ορθοδοξίας και αποφάσισε την ανατροπή του Αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄από την κωλοοικογένεια των Αγγέλλων, που θεωρούσε τον εαυτό του Κομνηνό, και την παλινόρθωση του εκθρονισμένου και τυφλωμένου Ισαάκιου Β΄ Άγγελου, που είχε στενές σχέσεις με τους παπικούς.
Ο Αλέξιος νόμιζε ότι η κοσμική, «αυτοκρατορική εξουσία», ήταν ανώτερη από την εκκλησιαστική». Συνέταιροι με τον Πάπα ήσαν οι Βενετοί που επιζητούσαν την πλήρη αποκατάσταση των εμπορικών τους προνομίων που είχαν περιοριστεί από τους Κομνηνούς.
Οι κινούντες τα νήματα Ιννοκέντιος και Δάνδολος, επέλεξαν ως ηγέτη της Σταυροφορίας τον Βονιφάτιο Μομφερατικό.
Η επιχείρηση «ρεσάλτο,» ξεκίνησε με την πολιορκία και κατάληψη της «Χριστιανικής» Ζάρας (Ζάνταρ) που ανήκε τότε στον Ούγγρο Βασιλιά. Μετά, οι Σταυροφόροι ξεκίνησαν για την Κωνσταντινούπολη για την παλινόρθωση του Ισαάκιου μαζί με τον γιο του εκθρονισμένου Αλέξιο.
Παρ' όλο που οι Σταυροφόροι δεν ήταν πολλοί, και η Πόλη φαινόταν ικανή να τους αντιμετωπίσει, ο Αλέξιος Γ, εγκατέλειψε την πόλη τον Ιούλιο του 1203, παίρνοντας μαζί του το δημόσιο θησαυροφυλάκιο.
Ο Ισαάκιος Β' αποφυλακίστηκε και επανήλθε στον θρόνο, ενώ ο γιος του Αλέξιος, που είχε αφιχθεί με τους Σταυροφόρους, ανακηρύχθηκε συν-αυτοκράτορας (Αλέξιος Δ').
Όμως, όταν ήρθε η ώρα της αμοιβής των Σταυροφόρων από τον Ισαάκιο, διαπιστώθηκε πως το αυτοκρατορικό ταμείο ήταν άδειο. Απελπισμένος ο νέος συν-αυτοκράτορας προσπάθησε να συλλέξει τα υποσχεθέντα με πρόσθετους φόρους, δασμούς, τάματα Ναών, κ.α. Όμως ο λαός, θεωρώντας προδότες τον Αλέξιο και τον πατέρα του , επαναστάτησε, ανατρέποντας τους εκλεκτούς των Λατίνων και ανακήρυξε αυτοκράτορα τον Αλέξιο Ε΄ Μούρτζουφλο που δεν δέχθηκε να τηρήσει τους όρους των προκατόχων του, αρνούμενος συμβιβασμό. Συγχρόνως προσπάθησε να οργανώσει την άμυνα της πόλης για ενδεχόμενη επίθεση που δεν άργησε.
Τον Μάρτιο του 1204 έγινε η συνθήκη διαμελισμού της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μεταξύ Βενετίας και Φράγκων. Επιτροπή Βενετών και Γάλλων, θα εξέλεγε εκείνον που, κατά τη γνώμη τους, θα κυβερνούσε καλύτερα τη χώρα «προς δόξαν του Θεού, της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας και της Αυτοκρατορίας».
Όλοι οι Σταυροφόροι που θα λάμβαναν κτήσεις, εκτός από τον Ερρίκο Δάνδολο, όφειλαν να ορκιστούν πίστη στο Λατίνο Αυτοκράτορα. Μετά την προσυπογραφή των όρων της συμφωνίας, άρχισαν συνδυασμένες επιθέσεις κατά των τειχών της Κων/λης.
Η πρώτη επίθεση, της 9ης Απριλίου 1204, εναντίον του θαλάσσιου τείχους αποκρούστηκε. Την παραμονή της τελικής εφόδου οι Λατίνοι επίσκοποι, κήρυσσαν «Τζιχάντ», γιατί ο Μούρτζουφλος ήταν προδότης, δολοφόνος και πιο άνομος από τον Ιούδα, ότι οι Έλληνες είχαν παρακούσει τη Ρώμη, ήταν ένοχοι για το σχίσμα, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την παπική πρωτοκαθεδρία και ότι ο Ιννοκέντιος επιθυμούσε την ένωση των δύο Εκκλησιών.
Στις 12 Απριλίου, η επίθεση επαναλήφθηκε στο Κεράτιο τείχος. Οι Ενετοί, δένοντας τις γαλέρες τους ανά δύο, τις είχαν υπερυψώσει με ξύλινες κατασκευές οδηγώντας τις γεμάτες στρατό κατά των πύργων. Μετά από σκληρή μάχη, το απόγευμα κατόρθωσαν να καταλάβουν δύο πύργους και τρεις πύλες από όπου άρχισαν να εισχωρούν στην πόλη, δημιουργώντας προγεφύρωμα στο εσωτερικό της.
Ο Μούρτζουφλος και πολλοί ευγενείς εγκατέλειψαν την πόλη από χερσαίες πύλες προς τη Θράκη. Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί τους, συμπεριλαμβανομένων και των Βαράγγων, κατέθεσαν τα όπλα λαμβάνοντας διαβεβαιώσεις προσωπικής ασφαλείας. Οι Ιταλοί έποικοι της Πόλης, που είχαν εκδιωχθεί, εκμεταλλεύτηκαν την είσοδο των φίλων τους και προέβησαν σε αντίποινα κατά του πληθυσμού για την απέλασή τους.
Οι «Τζιχαντιστές», πυρπόλησαν το τμήμα της πόλης ανάμεσα στη Μονή Ευεργέτιδος και τη συνοικία Δρουγγάριο. Η πυρκαγιά διήρκεσε από τη νύχτα της 12ης μέχρι το επόμενο βράδυ. Το αυτοκρατορικό ανάκτορο των Βλαχερνών λεηλατήθηκε .Ιππότες, και Ενετοί ναύτες ανταγωνίζονταν στη λεηλασία σπιτιών και εκκλησιών.
Οι Εκκλησίες και τα μοναστήρια ήταν τα πρώτα που λεηλατήθηκαν. Οι Σταυροφόροι τοποθετούσαν άμφια των ιερέων στις ράχες των αλόγων τους. Οι εικόνες θρυμματίζονταν. Τα δισκοπότηρα απογυμνώθηκαν από πολύτιμους λίθους και μεταβλήθηκαν σε κρασοπότηρα. Τα καλύμματα των Αγίων Τραπεζών και τα χρυσοκέντητα, διακοσμημένα με πολύτιμους λίθους παραπετάσματα αφαιρέθηκαν, τεμαχίστηκαν και διαμοιράστηκαν.
Η Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας, τεμαχίστηκε, προκειμένου να αρπάξουν οι Σταυροφόροι τα πολύτιμα υλικά. Άλογα και μουλάρια οδηγήθηκαν στο Ναό για να μεταφέρουν φορτία ιερών σκευών, χρυσών και αργυρών πλακών του θρόνου, αμβώνων, θυρών και διακοσμήσεων. Την τρίτη ημέρα της Άλωσης στις 15 Απριλίου εκδόθηκε διαταγή για την προστασία των γυναικών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου