21/12/09

Η «Ορχήστρα» χωρίς τον «Μαέστρος» της ....

Tου ΝΙΚΟΥ ΚΑΡΑΜΠΑΣΗ

Ίσως η πιο πολυσυζητημένη προσωπικότητα στον χώρο του Τύπου και με επιρροές στα πολιτικά παιχνίδια, ο απρόσιτος, με μυθική σχεδόν φήμη για την παρασκηνιακή και πολιτική του επιρροή και ισχύ, Χρήστος Δ. Λαμπράκης, στα 75 του , ήταν ο μόνος «παραδοσιακός εκδότης» που είχε απομείνει, επικεφαλής ενός συγκροτήματος Τύπου που έρχεται από το 1922 αδιάλειπτα μέχρι τις ημέρες μας. Πριν απο λίγο έφυγε απο τη ζωή...

Δεν έκανε οικογένεια και από τις 12 Αυγούστου του 1957 που πέθανε -σε ηλικία 70 χρονών- ο πατέρας του Δημήτρης, ζούσε με τη μητέρα του Έλζα (που έχει ξεπεράσει τα 100 χρόνια (!), ζωή να 'χει) στην Αναγνωστοπούλου, στο Κολωνάκι. Η ιστορία της ζωής του και του «συγκροτήματος» δείχνουν να είναι απόλυτα συνυφασμένες με την ίδια την ιστορία του τόπου μας. Με τα πάθη του, τις ίντριγκές του, τις καλές και κακές στιγμές.Ο «κολλητός» του, ο αψεγάδιαστος Λέων Καραπαναγιώτης, δεν είναι πια στη ζωή, και οι λίγες γενικά παρέες και φίλοι που είχε προέρχονταν κυρίως από τον χώρο των καθηγητών πανεπιστημίου και του πολιτισμού. Άλλωστε δεν έπινε ούτε κάπνιζε και γενικά δεν ήθελε να εκτίθεται. Ίσως το μόνο πάθος του να υπήρξαν τα ταξίδια (ενδεχομένως γι' αυτό και να δημιούργησε το Travel Plan) και η κλασική μουσική. Όπως σκέφτονται ορισμένοι που τον γνωρίζαν, εάν ήθελε να αφήσει μια παρακαταθήκη, μάλλον είναι με το Μέγαρο Μουσικής, ώστε να μνημονεύεται και ως «μαικήνας των γραμμάτων και των τεχνών» (άσχετα εάν είναι το μόνο «Ίδρυμα» που χρηματοδοτείται μεν από το κράτος και «χορηγούς» κάθε είδους, αλλά διοικείται και επενδύει με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια του προέδρου του).

Ο Χρήστος Λαμπράκης ήταν λογικό να επηρεαστεί καθοριστικά από την προσωπικότητα του πατέρα του. (Θυμόταν ότι την Κυριακή 11 Αυγούστου είχε έρθει ο πατέρας του από τον Πόρο -το αγαπημένο τους νησί μέχρι και σήμερα- με αδιαθεσία και την επομένη είχε κάποιο από τα πολλά δικαστήρια. Μετά πέρασε από τη Χρ. Λαδά, τον δρόμο στο κέντρο της Αθήνας που έγινε «συνώνυμος» του συγκροτήματος -εκεί ήταν και η έδρα του Κόμματος των Φιλελεύθερων- και μίλησε με τον τότε διευθυντή του «Βήματος», Γιώργο Συριώτη. Πήρε τον γιο του Χρήστο και πήγανε σπίτι. Μαζί με την Έλζα φάγανε ελαφρά και αποσύρθηκε για την καθημερινή ημίωρη ξεκούρασή του. Αμέσως ένιωσε δύσπνοια και μέχρι να έρθει ο προσωπικός του γιατρός είχε αφήσει την τελευταία πνοή του κρατώντας το χέρι της συζύγου του). Ένα χέρι που έκτοτε κρατούσε ο γιος του Χρήστος... Ίσως γιατί οι αδελφές του, Λένα Σαββίδου και Άννα Λαμπράκη, έκαναν τις δικές τους οικογένειες (και γιους) και δεν ανακατεύτηκαν στις εκδοτικές επιχειρήσεις, που τις πήρε ο Χρήστος, παρότι είχαν ποσοστά...

Για να κατανοήσουμε τον Χρ. Λαμπράκη θα πρέπει να δούμε «τι παρέλαβε». Το «στίγμα» του πατέρα του το έδωσε πολύ καλά ο Κωνσταντίνος Τσάτσος στον επικήδειο κατά την εκφορά του από τη Μητρόπολη, με παρούσα την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου: «Υπήρξε δημιουργός. Διεμόρφωσε τον Τύπον ως όργανον της δημοσίας γνώμης. Διηύρυνε τα πλαίσια της ελληνικής εφημερίδος, την επλούτισε, την ανύψωσε».

Ο γιος του Χρήστος άρχισε να μπαίνει στην εφηβεία όταν η χώρα μας έβγαινε από την Κατοχή. Και τον έστειλε για σπουδές στο Λονδίνο και την Ελβετία (από εκείνη την περίοδο διετήρησε τις όποιες φιλίες του). Από 20 χρονών όμως άρχισε να δουλεύει στο «Βήμα». Όταν πήγε να εργαστεί, ο πατέρας του τον αντιμετώπιζε ως «μαθητευόμενο δημοσιογράφο» και αυτή ήταν η εντολή που είχε δώσει. Όπως διηγούνται, όταν εκείνη την εποχή στην Κόρινθο είχαν ξεσπάσει κάποιες μεγάλες απεργίες για τη σταφίδα, έστειλε τον γιο του να καλύψει το θέμα και πήρε τηλέφωνο τον εκεί ανταποκριτή Τάκη Ταρούση και του είπε: «Ο μικρός έρχεται σαν δημοσιογράφος που μαθαίνει, όχι σαν γιος μου...». Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή ο νεαρός Χρήστος βρέθηκε ανάμεσα σε «ιερά τέρατα» της δημοσιογραφίας, οι οποίοι -και με την εντολή του πατέρα του- δεν του έδιναν και ιδιαίτερη σημασία. Αυτά τα 3-4 χρόνια εκεί μέσα (μέχρι τον θάνατο του πατέρα του) θα πρέπει να ήταν «μαρτυρικά» και άκρως ενοχλητικά για τον νεαρό Χρήστο, αφού προσπαθούσε να «περάσει» κανένα μονόστηλο ακόμη και με τον κλητήρα του για κάποια πολιτιστική εκδήλωση (από τότε είχε την έφεση και την κλίση αυτή) και δεν έμπαινε... (ο πατέρας του ήθελε «να ψηθεί»...).

Αναγκάσθηκε λοιπόν, όντας στο περιθώριο του «μαγαζιού», να φτιάξει μια άλλη εφημερίδα, την «Ομάδα», και να γίνει για λίγο διευθυντής στον «Ταχυδρόμο». Από τότε μπήκε στο μυαλό του η ιδέα «πώς θα κυριαρχήσει στο μαγαζί του»! Ήταν η εποχή τότε 1955-56, που ο πατέρας του έπαιζε «σημαντικά πολιτικά παιχνίδια» με τον στρατάρχη Παπάγο, τον Γ. Παπανδρέου, τον Ν. Πλαστήρα και όλη την πολιτική ζωή της χώρας, με αποτέλεσμα οι εφημερίδες του να πηγαίνουν «κατά διαβόλου». Ειδικά όταν έκανε τη στροφή, υποστηρίζοντας τον στρατάρχη Παπάγο, στέλνοντας τον αρθρογράφο του Γεράσιμο Λύχνο στον «Συναγερμό» (και ανάγκασε μέχρι και τον Γεώργιο Παπανδρέου να εκλεγεί βουλευτής μαζί του!). Παράλληλα τους λόγους του Ν. Πλαστήρα τούς έγραφε ο Γ. Καρτάλης, επίσης βασικό στέλεχός του. Την ίδια στιγμή ετοίμαζε και μια δεύτερη «ομάδα» βουλευτών, με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, που μετά τον θάνατο του Παπάγου «πήγαν» στον Κ. Καραμανλή (ο οποίος χαρακτήρισε «εθνική απώλεια» τον θάνατό του) - ήθελε να ελέγχει και τη συμπολίτευση και την αντιπολίτευση (ή να τις διαμορφώνει κατά το δοκούν, μια συνήθεια που φαίνεται έμεινε «χούι»)! Εκείνη την εποχή «απέναντί» του στον χώρο του Τύπου ήταν ο Γ. Βλάχος («Καθημερινή») και ο Κύρος Κύρου («Εστία»). Τότε εμφανίσθηκε ο Πάνος Κόκκας με την «Ελευθερία», που εξέφραζε την τότε «Αριστερά» (ΕΠΕΚ, ΕΚ κ.λπ.) και του πήρε σχεδόν όλους τους αναγνώστες. Έπειτα από όλα αυτά, τα «ΝΕΑ» πήγαιναν για κλείσιμο... Τότε ένας «υλατζής» πήγε και βρήκε τον Δ. Λαμπράκη και του είπε: «Αφού θα την κλείσετε που θα την κλείσετε την εφημερίδα, αφήστε με να την αναλάβω για μία βδομάδα κι αν αποτύχω κλείστε την... τι θα χάσετε;». Ήταν ο Κ. Νίτσος. Ο οποίος καθιέρωσε στην πρώτη σελίδα το «χρονογράφημα» με τον Δ. Ψαθά, το «ιστορικό μυθιστόρημα» με τον Γ. Ρούσσο και από τη «μέση και κάτω» τη διεθνοπολιτική ανάλυση με τον Χ. Καβαφάκη και πολλά άλλα, με αποτέλεσμα τα «ΝΕΑ» να... σαρώνουν (πήγαν 453.000 φύλλα σε όλη την Ελλάδα αίφνης...) - τότε καθιέρωσε και τις «Μικρές Αγγελίες» που με 50-60 σελίδες είχαν γίνει απαραίτητες. Με αποτέλεσμα ο Δ. Λαμπράκης να δώσει εντολή στο ανθοπωλείο του Βιντζηλαίου (στην οδό Κοραή) να στέλνουν κάθε μέρα στο γραφείο του Νίτσου τόσα τριαντάφυλλα όσα και το δελτίο κυκλοφορίας της εφημερίδας... Όλη η Χρ. Λαδά ήταν γεμάτη... τριαντάφυλλα!

Πατέρας και γιος, άνθρωποι σεμνοί και δημιουργικοί, που δεν τους άρεσε καθόλου η δημοσιότητα, έφτιαξαν ένα «μαγαζί» που το σήμα κατατεθέν του ήταν «η αλληλεγγύη». Δεν υπήρχε περίπτωση να πληροφορηθούν ότι κάποιος είχε ανάγκη και να μην του καλύψουν όλα τα έξοδα για οτιδήποτε χρειαζόταν. Στηρίζονταν απόλυτα στους ανθρώπους με τους οποίους δούλευαν και τους εμπιστεύονταν. Και ειδικά ο πατέρας του αναδείκνυε όλα τα στελέχη του μέσα από «το συγκρότημα». Ο Χρήστος Λαμπράκης είναι χαρακτηριστικό ότι όταν ήταν να γίνει κάποια απεργία της ΕΣΗΕΑ έλεγε: «Είμαστε δημοσιογράφοι, άρα είμαστε με το σωματείο μας...». Δεν ένιωθε τον εαυτό του... αφεντικό (ίσως γιατί τον εκπαίδευσε ο πατέρας του καλά...).

Αυτό που ήθελαν πατέρας και γιος, όπως λένε, ήταν να χρησιμοποιήσουν την επιρροή τους υπέρ των δημοκρατικών αρχών, πάντοτε υπέρ της ελευθερίας και υπέρ εκείνων που την υπερασπίζονταν και αγωνίζονταν γι' αυτήν. Όταν στην Κατοχή ο Χρήστος πήγαινε στο δημοτικό σχολείο, ο πατέρας του παρότρυνε και βοήθησε πρόσωπα κύρους να λάβουν ενεργό μέρος στην Αντίσταση - μεταξύ άλλων τον καθηγητή Αγγελόπουλο, τους βουλευτές Ασκούτση, Χατζήμπεη κ.ά. Ο στρατηγός Σαράφης μάλιστα τον συμβουλεύθηκε προτού ανεβεί στο βουνό... Κι όταν αργότερα είχε οικονομικά προβλήματα, ο Μποδοσάκης τού έδινε τις «χρυσές λίρες» για να στηρίξει τα έντυπά του (αυτό έγινε τελευταία γνωστό από μια αυτοβιογραφία του Μποδοσάκη). Και οι δύο τους εργασιομανείς, ήθελαν να ανοίγουν δρόμους και είχαν απαίτηση από τους δημοσιογράφους και τους συνεργάτες των εφημερίδων τους να είναι πολιτικά έντιμοι, επαγγελματικά άριστοι και ηθικά άμεμπτοι (στον δρόμο βέβαια όλα αυτά άλλαξαν δραματικά...).

Με κρητική καταγωγή (από τον Βάμο στα Χανιά), ο πατέρας του πολέμησε για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και μάλιστα -δάσκαλος τότε- τον συνέλαβαν με προδοσία οι Τούρκοι και τον φυλάκισαν στο Μοναστήρι (σημερινή πόλη των Σκοπίων). Δραπέτευσε και πολέμησε το 1912-3, μετά πήγε στη Ν. Αφρική για εμπόριο, αλλά όταν γύρισε στην Ελλάδα και αποκάλυψε το «έγγραφο Ρούπελ» στη βενιζελική εφημερίδα «Πατρίς» μπήκε για τα καλά στον χώρο του Τύπου, αφού εξαιτίας του (αντιβασιλικού) εγγράφου αυτού έκλεισε η εφημερίδα και ο ίδιος φυλακίσθηκε. Απελευθερώνεται με το κίνημα των Πλαστήρα - Βενιζέλου που ακολούθησε και λίγο αργότερα ανέλαβε διευθυντής της «Πατρίδος» που επανεκδόθηκε. Λίγο μετά, με εντολή του Ελευθέριου Βενιζέλου, τον Φεβρουάριο του 1922, εκδίδεται το «Ελεύθερον Βήμα» (που εξελίχθηκε στο «Βήμα»).

Το «συγκρότημα» πάντα έπαιζε ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις της χώρας (το 1965 με την «αποστασία» ο κόσμος πολιόρκησε τα γραφεία της Χρ. Λαδά και έκαιγε τις εφημερίδες του γιατί τον θεώρησε υποκινητή... Άλλωστε η επιστολή προς τον βασιλιά που υπέγραψε μαζί με τον Παπαγεωργίου της «Αθηναϊκής» και τον Βελλίδη της «Μακεδονίας» φαίνεται ότι υπάρχει, όπως αποκάλυψε ο Π. Παρασκευόπουλος στο βιβλίο του για τη βιογραφία του Γεώργιου Παπανδρέου...). Ο Χρ. Λαμπράκης όταν ανέλαβε τα ηνία του «μαγαζιού» έδειχνε... φοβισμένος. Δεν είχε επαφή με τον κόσμο, πήγαινε σχεδόν... τρέχοντας στο γραφείο του, αν και πάντα ήταν ευγενικός με όλους. Όμως ο Κ. Νίτσος και όλοι οι υπόλοιποι τον έβλεπαν σαν τον «μικρό» και ήταν φανερό ότι δεν ήλεγχε σχεδόν τίποτα. Μια φράση μάλιστα του Κ. Νίτσου, που του είχε πει ότι «μπορείς να βάζεις ό,τι θέλεις εάν γίνεις διευθυντής της εφημερίδας...», δεν του τη συγχώρεσε και προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον διώξει. Τελικά το κατάφερε λίγο πριν από την πτώση της δικτατορίας. Έφερε στο «Βήμα» (που ήταν η δύναμη και το κύρος για το συγκρότημα, σε αντίθεση με τα «ΝΕΑ», όπως τα έφτιαξε ο Νίτσος, που ήταν ο... κουμπαράς) τον Α. Δημάκο (φίλος του επίσης από το Λονδίνο) και βέβαια τον Λ. Καραπαναγιώτη. Όταν επιχείρησε να πάρει με μεταγραφή από το «Έθνος» τον Γ. Καψή ξεσηκώθηκαν όλοι και με «εκατό υπογραφές» όλων των συντακτών δεν το κατάφερε (έγινε αργότερα βέβαια...). Ακολούθησε η περίοδος που για ένα εξάμηνο έγινε ο ίδιος διευθυντής στα «ΝΕΑ». Ήταν η μόνη περίοδος που υπήρξε προσιτός στους συντάκτες, αφού έπαιρνε μέρος κάθε μέρα στη σύσκεψη και αλληλογνωρίστηκαν! Ήταν όμως ένα διάλειμμα... Γιατί έκτοτε και ειδικά μετά την είσοδο του ΔΟΛ στο χρηματιστήριο -μια εξέλιξη που δεν ήθελε καθόλου ο ίδιος- απομονώθηκε, έγινε «αόρατος» και διοικούσε μόνο μέσω των διευθυντών του. Ειδικά όταν ξεκαθάρισε τα «κληρονομικά» με τις αδελφές του και στην ουσία παραχώρησε τη διοίκηση στον 64χρονο σήμερα Στ. Ψυχάρη (με τον οποίο είναι κουμπάροι, αφού του βάφτισε τον γιο). Και έγινε ο αντ' αυτού, ο εξ απορρήτων, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές του σ' όλες τις εποχές και μ' όλες τις καταστάσεις. Ο Στ. Ψυχάρης ως γνωστόν (με καταγωγή από τη Μεσσηνία) είναι ανιψιός του Κ. Λουλέ, βουλευτή και ιστορικού στελέχους του ΚΚΕ και ξεκίνησε από τη «Δημοκρατική Αλλαγή», τον «Ελεύθερο Τύπο» και το προδικτατορικό «Έθνος» (στο συγκρότημα Λαμπράκη πέρασε το 1968. Είχε διευθυντή τον Γεώργιο Ρούσσο στον «Ταχυδρόμο», στο «Βήμα» τον Ανδρέα Δημάδη και λίγο αργότερα τον Λέοντα Καραπαναγιώτη, τον οποίο και διαδέχτηκε το 1983).

Ο Χρ. Λαμπράκης επίσης ποτέ δεν συμπάθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου, ίσως διότι δεν ήταν ελεγχόμενος. Αλλά και ο Ανδρέας δεν τον πήγαινε γιατί, όπως λένε, δεν ξεχνούσε μια φράση του, πολύ σκληρή για κείνον και όσα χρόνια ήταν πρωθυπουργός ήταν σε αναγκαστική «σχέση συνύπαρξης και αντιπάθειας» - άλλωστε ο Ανδρέας προσπάθησε να φτιάξει το δικό του «συγκρότημα» σχεδόν αμέσως μετά το 1982 με τον Πώποτα και μετά με τον Κοσκωτά και το... πλήρωσε με... Ειδικό Δικαστήριο ως γνωστόν. Αντίθετα με τον Κ. Σημίτη λέγεται ότι «βρήκε τον άνθρωπό του» (άλλωστε κατοικούσε απέναντι του στο Κολωνάκι). Ο ίδιος ο Χρ. Λαμπράκης σπάνια έγραφε, αλλά όποτε το αποφάσιζε σηματοδοτούσε τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές, αν και πολλά κύρια άρθρα παρέμβασης που έχουν την υπογραφή «Το Βήμα» λέγεται ότι ήταν δικά του. Συνήθως έβαζε να γράφει ο Μάριος Πλωρίτης -που ήταν επίσης έμπιστός του- όταν ήθελε για κάποιο θέμα (αργότερα τον ρόλο αυτό ανέλαβε ο Στ. Ψυχάρης). Μερικές φορές έγραφε και στη «Σίβυλλα» το κομμάτι με τη φωτογραφία....

Με τον Γ. Καψή (και γκάφες όπως το... «νερουλιστάν» - το νερό του Καματερού), με πολλές μεταγραφές και αποχωρήσεις, μετά με τον αξέχαστο Λυκούργο Κομίνη, τα «ΝΕΑ», παρότι παραμένουν στην πρώτη θέση κυκλοφορίας, έχασαν μεγάλο μέρος του αναγνωστικού τους κοινού και δείχνουν «σκιά» του παρελθόντος. Έγινε μια τελευταία προσπάθεια με τον Λ. Καραπαναγιώτη μέχρι τον θάνατο του, αλλά φαίνεται ότι ήδη ο Χρ. Λαμπράκης είχε αποφασίσει να αποσυρθεί... Και η ιστορική Χρ. Λαδά εγκαταλείφθηκε για τη... Μιχαλακοπούλου, με πιο εμφανές αποτέλεσμα, όπως λένε, να... ξεκοπεί εντελώς από το αναγνωστικό της κοινό (στη Χρ. Λαδά πήγαινε όποιος ήθελε, ενώ στη Μιχαλακοπούλου μόνο κατόπιν... προσκλήσεως και ειδικής άδειας, ενώ όλες οι κινήσεις καταγράφονται από... κάμερες - διηγούνται ένα περιστατικό όπου δεν άφηναν τον Μ. Έβερτ να ανέβει στον Χρ. Λαμπράκη γιατί δεν είχε... άδεια και κατέβηκε ο ίδιος στον δρόμο για να τον παραλάβει!). Τα τελευταία δέκα χρόνια είχε ταλαιπωρηθεί και από σοβαρά προβλήματα υγείας που φαίνεται ότι κάπως τον είχαν... φοβίσει - οι δημόσιες εμφανίσεις του είχαν να κάνουν κυρίως με το Μέγαρο Μουσικής και τον πολιτισμό. Όπως και να το πούμε, ο Χρ. Λαμπράκης είναι ένας «μύθος». Ο τελευταίος παραδοσιακός εκδότης και η Ιστορία έχει πλούσιο υλικό για να ασχοληθεί μαζί του... Από πολλούς, όχι μόνο του δημοσιογραφικού και εκδοτικού χώρου, χαρακτηρίζεται «στρατάρχης του Τύπου», που ήξέρε άριστα να παίζει τα παιχνίδια. Και αυτό φαίνεται είναι κληρονομική ρίζα. Μην ξεχνάμε ότι το «Βήμα» και τα «Νέα» δεν διέκοψαν την έκδοσή τους επί γερμανικής κατοχής και μάλιστα τότε οι τίτλοι τους ήταν «Ελεύθερο Βήμα» και «Αθηναϊκά Νέα» και μετά την Απελευθέρωση, επειδή απαγορεύθηκε η έκδοση εφημερίδων που κυκλοφορούσαν την Κατοχή, εκδόθηκαν ως... νέες εφημερίδες, κόβοντας τα επίθετα «Ελεύθερο» και «Αθηναϊκά», μένοντας ως «Βήμα» και «Νέα».

Και επί χούντας, αντίθετα με την «Καθημερινή» της Ελένης Βλάχου και την «Ελευθερία» του Πάνου Κόκκα, συνέχισαν κανονικά να εκδίδονται.

Άλλωστε η φράση «ο Λαμπράκης ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις» ήταν και χθες και σήμερα κοινό μυστικό στο στόμα όλου του λαού...

Και φυσικά δύσκολα του αρνούνταν ό,τι ζητούσε, όπως και δύσκολα κανείς αγνοεί το «Συγκρότημα»... Και παρά τα σκαμπανεβάσματα παρέμειναν έγκυρες εφημερίδες που επηρεάζουν όχι τόσο την κοινή γνώμη, αλλά τους πολιτικούς και όλες τις εξουσίες...
...

Διαβάστε περισσότερα: http://www.i-reportergr.com/2009/12/blog-post_8113.html#ixzz0aKvj6znS

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αποχαιρετισμός σε έναν άνθρωπο.


Ένας ακόμα εγκληματίας κατά της Πατρίδας μας άφησε.

Πιστό εργαλείο των ξένων αφεντικών του, κατέστρεψε, έκλεψε, πρόδωσε και φυσικά πλούτισε.

Σε μία ευνομούμενης πολιτεία, ένας τέτοιος εγκληματίας θα είχε δικαστεί.


Και πολλά άλλα μέλη της οικογενείας του. (μία από τις καλλίτερες στιγμές της , την περίοδο 41-44...και όχι μόνο...)

Δυστυχώς , δεν είμαστε σε θέση να πούμε "ένα εγκληματίας λιγότερος..." διότι ο εκλιπών άφησε πίσω του άξιους συνεχιστές των πρακτικών του.


Πλέον κρίνεται ο άνθρωπος..και εδώ και εκεί....

Ανώνυμος είπε...

Στο καλο! Eνα καθικι λιγοτερο. Δε θα λειψει σε κανεναν!

εργδημεργ είπε...

Μια που πέθανε (άρα, δεν τον φοβάται κανεις πλέον) και μια που δεν άφησε παιδια, δεν είναι καιρος να επανεξεταστει εκείνο το "περίεργο" μεταπολεμικο νομοθέτημα, που "ανακαλούσε" (!!!) τη συμβολαιογραφικη πράξη του 1941, με την οποία ο πατέρας του εκλιπόντος παρέδωσε ("έκανε δωρεα") το συγκρότημα σε τριμελη επιτροπη... και του το ξανάδωσε πίσω με το "έτσι θέλω";