17/4/24

Η Προδοσία του 1941.Η 17η Απριλίου ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Ήταν η 172η ημέρα που η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο και 11η ημέρα της Γερμανικής Επίθεσης.

Οι τελευταίες ώρες της Νεοελληνικής Πομπηίας.Του ΕΠΟΥΣ του 40. Ο μελοθάνατος Αλέξανδρος Κορυζής που δεν σκεπτόταν να αυτοκτονησει είχε ακόμα 24 ώρες ζωής αλλά δεν το ήξερε

Στην Καλαμπάκα, τα ξημερώματα,  ανάμεσα στη Μεγάλη Τετάρτη, και
 την Μεγάλη Πέμπτη, οι στρατιώτες που φύλαγαν τις μεγάλες στρατιωτικές αποθήκες τροφίμων λιποτάκτησαν και οι κάτοικοι
 άρχισαν να τις λεηλατούν. Έπαιρναν σακιά με αλεύρι και ζάχαρη
 βαρέλια με λάδι, δοχεία με βούτυρο και χαλβά . Ό,τι μπορούσε              ο καθένας και τα μετέφεραν μέχρι το σπίτι του. 

Στις 17 Απριλίου οι Γερμανοί μπήκαν στον Πλαταμώνα.Εγκατέστησαν φρουρά και έχτισαν φυλάκια κοντά στο σταθμό. Ενώ η βίλλα            Μοσχόφ αποτέλεσε το φρουραρχείο των Γερμανών. 

Οι Νεοζηλανδοί φεύγοντας από τον Πλαταμώνα ανατίναξαν τη         σήραγγα, για να κόψουν τη σιδηροδρομική μεταφορά των Γερμανών στρατιωτών.

Tο πρωί της 17ης , ενώ άρχιζε η μάχη των Νεοζηλανδών και των Αυστραλών με τους Γερμανούς στο φαράγγι των Τεμπών,  ο Άγγλος πρέσβης, ο  Πάλερετ διαβεβαίωνε τον Γεώργιο ότι η Αθήνα
 δεν διέτρεχε κίνδυνο, «τουλάχιστο για μια εβδομάδα ακόμη».
Ο πράκτωρ Γεώργιος αφου τον διαβεβαίωσε ο Πάλερετ  αποφάσισε
 την  αναβολή της αναχώρησης της Κυβέρνησης, παρά την απόφαση        της προηγούμενης των Παπάγου και Γουίλσον για άμεση αναχώρηση . 

 Στην Αθήνα, εμφανίστηκαν οι πρώτες φάλαγγες των «αδειούχων» 
, με φύλλα πορείας, που εκδόθηκαν από τους
 στρατηγούς, με τη σύμπραξη του αντισυνταγματάρχη Αθ. Κορόζη, 
και την κάλυψη του υφυπουργού Στρατιωτικών Νικόλαου Παπαδήμα,
 που συμφώνησε στην προσωρινή απόλυση του 30% των επιστράτων. 
Ο Άγγλοι έστειλαν στην Αθήνα τον υποναύαρχο Χάρολντ Μπέϊλυ     Γκρόμαν, για να προετοιμάσει την εκκένωση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας. 

Στις 17 Απριλίου 1941 παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι Γενικοί Διοικητές Μακεδονίας και Θράκης Γ. Κυρίμης και Ευαγ. Καλαντζής δεδομένου ότι η Μακεδονία και η Θράκη ήταν ήδη υπό Γερμανική 
Κατοχή.
Ο Αρχηγός Στόλου υπέγραψε διαταγή απόπλου του Στόλου, αλλά το μεσημέρι η διαταγή ακυρώθηκε . Λίγο μετά η διαταγή επαναφέρθηκε σε ισχύ για να ακυρωθεί και πάλι το βράδυ , δημιουργώντας μεγάλο εκνευρισμό στα πληρώματα , διότι υπήρχε συνεχής κίνδυνος προσβολής από τη γερμανική  αεροπορία. 

Η αναβλητικότητα και η μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε εκείνες
 τις ώρες είχε σαν αποτέλεσμα να στασιάσει το πλήρωμα του
 «Αετού», που βρισκόταν κοντά στο Βασίλισσα Όλγα, και να στρέψει 
τα πυροβόλα του προς το Βασίλισσα Όλγα. 
Τότε ο Αρχηγός του Στόλου διέταξε το «Βασίλισσα Όλγα» να
 στρέψει τα πυροβόλα του προς το «Αετός», και πήγε στο πλοίο του οποίου το πλήρωμα είχε στασιάσει και με την συνδρομή του
 Ι. Τούμπα (κυβερνήτη του Αετός) επέβαλε την τάξη. 
Στο Ναύσταθμο ανακοινώθηκε στο πλήρωμα του Αβέρωφ , από τον
 ύπαρχο αντιπλοίαρχο Παπαβασιλείου η απόφαση του Γ.Ε.Ν. και των Αγγλων, να βυθιστεί το πλοίο «τιμητικά» στην Ψυττάλεια, οπότε 
στασίασε το πλήρωμα. Μετά την αποβίβαση του Παπαβασιλείου, ο αρχαιότερος αξιωματικός, ο πλωτάρχης Παναγιώτης Δαμηλάτης αποφάσισε τον απόπλου του πλοίου. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και η υποκίνηση του πληρώματος από τον σημαιοφόρο Ηλιομαρκάκη και τον αρχιμανδρίτη του Στόλου Δ. Παπανικολόπουλο.Το πλοίο απέπλευσε από τον Κόλπο Ελευσίνας λίγο μετά τα μεσάνυκτα της 17ης προς 18η Απριλίου. Εμπόδιο στάθηκε το φράγμα της Ψυττάλειας, ο προϊστάμενος του οποίου αρνήθηκε να ανοίξει  τη θύρα του φράγματος αναφέροντας παράλληλα στο Γ.Ε.Ν. Ο Δαμηλάτης όμως συγκρότησε ομάδα, η οποία κατέλαβε το θυρόπλοιο και άνοιξε την θύρα.
 Το «Γ.Αβέρωφ» διήλθε και άρχισε να πλέει προς Νότο, όταν 
ο κυβερνήτης του πλοίου πλοίαρχος Ιωάννης Βλαχόπουλος
 επιβαίνοντας σε ταχεία βενζινάκατο το πρόλαβε και ανέλαβε την διακυβέρνησή του. Ο Α/Γ.Ε.Ν. έστειλε το ακόλουθο σήμα στο 
«Γ. Αβέρωφ»:«Ο Θεός μαζί σας. Συνεννοούμαι με συμμάχους δια
 πλουν σας.» Το «Γεώργιος Αβέρωφ» εντάχθηκε σε νηοπομπή μαζί με
 το πλωτό συνεργείο «Ήφαιστος», τα υποβρύχια «Γλαύκος» και Κατσώνης», το αντιτορπιλικό «Κουντουριώτης και τα τορπιλοβόλα «Ασπίς» και «Νίκη». 
Η νηοπομπή κατέπλευσε στην Αλεξάνδρεια την 23η Απριλίου
 του 1941.
Η Καθημερινή ενημέρωνε τους Αναγνώστες της  ότι «η αγγλική εκστρατεία εις Αβησσυνίαν έφθασεν ουσιαστικώς εις το τέρμα της, κατόπιν δε αιτήσεως του αρχηγού των εν Αβησσυνία ιταλικών δυνάμεων εδόθη άδεια εις ιταλικόν αεροπλάνον, φέρον απεσταλμένον του 
Δουκός της Αόστης, να προσγειωθή εις Ντιρεντάουα, όπως διεξαγάγη τας συνεννοήσεις διά την παράδοσιν και των τελευταίων εν Αβησσυνία Ιταλών. Νεώτερον τηλεγράφημα αναφέρει ότι ο απεσταλμένος του δουκός της Αόστης έφθασεν ήδη εις το Στρατηγείον του στρατηγού Κάννιγκαμ». Άλλη είδηση έλεγε ότι «μέχρι του θέρους του 1942, αι 
Ηνωμ. Πολιτείαι θα είναι εις θέσιν ν’ αυξήσουν την παραγωγήν των 
εις 4.000 αεροπλάνα μηνιαίως». Οι αδελφοί Παπαστράτου απέστειλαν προς τον Κορυζή  επιστολήν και του ανακοίνωνα  ότι διέθεσαν  το
 ποσόν του 1.000.000 δραχμών, με την παράκλησιν «ίνα 
ευαρεστούμενος το χρησιμοποιήσητε υπέρ του καλυτέρου κατά την υμετέραν κρίσιν εθνωφελούς σκοπού».
 
Την ίδια ημέρα , το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας παραδόθηκε στη Γερμανία.
 O πρώην υπουργός Εξωτερικών της ανατραπείσης κυβέρνησης Αλεξάντερ Τσίντσαρ -Μάρκοβιτς και ο στρατηγός Ραντιβόιε 
Γιάνκοβιτς, υπέγραψαν στο Βελιγράδι, στις 21.00 το βράδυ, την άνευ
 όρων παράδοση του Γιουγκοσλαβικού στρατού, η οποία τέθηκε 
σε ισχύ 13 ώρες αργότερα. 
O Γιουγκοσλαβικός στόλος παραδόθηκε στους Ιταλούς. 
Οι αξιωματικοί Μιλαν Σπάσιτς και Σεργέι Μάσερα βύθισαν το αντιτορπιλικό «Ζάγκρεμπ» στον ναύσταθμο του Κότορ για να μην παραδοθεί. 
Διέφυγαν και πήγαν στην Αλεξάνδρεια ένα υποβρύχιο και δυο τορπιλάκατοι. 
Επίσης 10 υδροπλάνα διέφυγαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια τα 9 έφτασαν στην Αλεξάνδρα. 
Ο μόνος που δεν αποδέχτηκε τη συνθηκολόγηση του γιουγκοσλαβικού στρατού ήταν ο στρατηγός Ντράγκολιουμπ (Ντράζα) Μιχαίλοβιτς που κατέφυγε στην Ράβνα Γκόρα, από όπου ξεκίνησε την αντίσταση των Τσέτνικς κατά των κατακτητών. 
Ο Τίτο τον συνέλαβε και τον δίκασε σαν «ταγματασφαλίτη» και «εθνοπροδότη» και τον 5εξετέλεσε στις 17 Ιουλίου 1946. 
Στη δίκη σαν μάρτυρας κατέθεσε ο πράκτορας Σίμοβιτς ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

σημασία έχει ότι προστατεύθηκαν ο κοινοβουλευτισμός και η δημοκρατία, νόμιμα, δημοκρατικά και ειρηνικά