του Δημήτρη Καραμήτσα
Α. Το αγροτικό ζήτημα στη νεώτερη Ελλάδα δεν λύθηκε ουσιαστικά ποτέ. Οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας ήταν στραμμένες προς την εκβιομηχάνιση και τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας και με εξαίρεση 2-3 πολιτικούς ηγέτες θεωρούσαν πάντοτε τους αγρότες, πολίτες 2ης κατηγορίας. Η εσφαλμένη αντίληψη αυτή, πέρασε από τις ηγεσίες και τις νομεκλατούρες σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας. Οι αγρότες ήταν πάντα για αυτούς «παλαιοί άνθρωποι», αντιπροσώπευαν τον παλαιό, τον «πεπερασμένο» (κατά την αυτή εσφαλμένη ιδεοληψία) πολιτισμό. Ετσι, οι περισσότεροι τους γύρισαν στην πραγματικότητα την πλάτη, αδιαφόρησαν, υποτίμησαν, επηρεάστηκαν από ισχυρά συμφέροντα και άφησαν τον αγροτικό κόσμο έρμαιο στην τύχη του.
Μια προσεκτικότερη, όμως,. προσέγγιση των χαρακτηριστικών του τόπου μας θα αποδείκνυε εύκολα δύο πράγματα, που θα έπρεπε να έχουν καταστεί αυτονόητα :
- Η αγροτική παραγωγή καλύπτει άμεσες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, των κατοίκων αυτής της χώρας.
- Τα χαρακτηριστικά της χώρας μας και της αγροτικής της παραγωγής αποτελούν ποιοτικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των περισσοτέρων κρατών της Ε.Ε. και λοιπών κρατών του κόσμου.
Κατά συνέπεια η προστασία και η ανάπτυξη μιας οικονομίας που θα στηριζόταν στα προνομιακά χαρακτηριστικά αυτά και θα τα αναδείκνυε θα έπρεπε να αποτελεί άμεση προτεραιότητα μιας κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα όμως, ούτε καν μελέτη και εξεύρεση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτών δεν έγινε και αφέθηκαν τα πράγματα να κυλούν μέσα στην γενική απαξίωση και εκμετάλλευση της αγροτικής οικονομίας από ντόπιους και ξένους μεταπράτες.
Β. Η Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε. επέφερε το πρώτο καίριο πλήγμα στην αγροτική οικονομία της Ελλάδας με δύο κύριους πυλώνες πολιτικής θεώρησης.
Ο 1ος αφορά το βορειοευρωπαϊκό βιομηχανικό διευθυντήριο, που ήθελε να αγοράζει τα ποιοτικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα (τα οποία δεν μπορούσε να παράγει) σε χαμηλές τιμές τρίτου κόσμου και να πωλεί τα δικά του βιομηχανικά με τις όποιες τιμές αυτό θα επέβαλλε. Η συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα στρατηγική αυτή, το ντάμπινγκ αυτό, εκφράστηκε και υλοποιήθηκε με πολλούς τρόπους (συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο, υποχρεώσεις εισαγωγής αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, κλείσιμο αγορών κλπ.).
Ο 2ος αφορά την πολιτική ποσοστώσεων και επιδοτήσεων.
Με τις ποσοστώσεις στην παραγωγή η Ελλάδα υποχρεώθηκε να έχει εξαρτημένη αγροτική πολιτική και παραγωγή και να υποχρεούται να εισάγει μία σειρά από προϊόντα που είχε και η ίδια την δυνατότητα να παράγει.
Με τις επιδοτήσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα έγινε ουσιαστική επιλογή του τι θα παράγει η Ελλάδα. Οι συνεχείς προτροπές και επιδοτήσεις για την αλλοπρόσαλλη συνεχή αντικατάσταση καλλιεργειών επέτεινε το πρόβλημα ουσιαστικής απαξίωσης και πλήρους αποδιοργάνωσης.
Υποχρεώθηκε δηλαδή η Ελλάδα σε υποτέλεια, η επιλογή των εν γένει προϊόντων, των καλλιεργειών, των ποσοτήτων και των δυνατοτήτων πέρασε σε ξένα χέρια και ετεροκαθορίζεται σε όλα τα ουσιώδη της στοιχεία.
Το 2ο καίριο πλήγμα στην ελληνική αγροτική παραγωγή το προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και η πολιτική του δήθεν «ελεύθερου ανταγωνισμού».
Τα αγροτικά προϊόντα έγιναν απρόσωπα χρηματιστηριακά είδη, τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ως στοιχείο της αξίας τους αμβλύνθηκαν στο έπακρο. Η λογική : φασόλια να είναι και ό,τι να είναι έχουν την ίδια τιμή / αξία ξεπέρασε τα ποιοτικά πλεονεκτήματα.
Οι αθρόες εισαγωγές προϊόντων χαμηλής αξίας αποτέλεσαν την κορωνίδα ενός πλήρως αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των Ελλήνων αγροτών, σε βάρος της αγροτικής παραγωγής. Αλλωστε, υπήρχε ευρωπαϊκό σχέδιο για την συρρίκνωση του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού … .
Το ντάμπινγκ επεκτάθηκε και έγινε παγκόσμιος θεσμός. Η εισδοχή μεταλλαγμένων ή βιολογικά τροποποιημένων προϊόντων κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τα συγκριτικά ποιοτικά πλεονεκτήματα των ενδημικών ελληνικών ή των προσαρμοσμένων στα ελληνικά δεδομένα ποικιλιών. Οι μεγάλες εμπορικές πολυεθνικές επέβαλλαν ανενόχλητες το δικό τους εμπορικό παιχνίδι εκμετάλλευσης σε κάθε επίπεδο. Σειρά παραγωγικών εταιρειών και μονάδων που στήριζαν την αγροτική οικονομία έκλεισαν και αποχώρησαν εις όφελος του εμπορίου. Τα απαξιωτικά αποτελέσματα τα βλέπουμε και τα βιώνουμε στις μέρες μας, όπου π.χ. το ελληνικό σιτάρι πωλείται από τον παραγωγό του, όσο το ουκρανικό … .
Γ. Εάν όμως το διεθνές περιβάλλον με την επικράτηση των καταληστευτικών δογμάτων του νέο-φιλελευθερισμού έγινε αρνητικό για την ελληνική αγροτική παραγωγή, καίριες και βαρύτατες ευθύνες αφορούν τις ελληνικές κυβερνήσεις και στην εσωτερική τους λειτουργία σε κάθε επίπεδο και πολιτική έκφανση: από τον κατακερματισμό της αγροτικής γης μέχρι την διάρθρωση και την κατεύθυνση της παραγωγής.
Στην πραγματικότητα ουσιαστική αγροτική πολιτική δεν σχεδιάστηκε και δεν υπήρξε στην Ελλάδα και οι όποιες προσπάθειες στην δεκαετία του ’80 εγκαταλείφθηκαν στην πορεία, Από το συμβουλευτικό πλαίσιο μέχρι το πλαίσιο οργάνωσης, από την πολιτική δανεισμού των αγροτών μέχρι τις πολιτικές ελέγχου των μεσαζόντων, τίποτα ουσιαστικό που να προστατεύει και να κατευθύνει σε ορθές επιλογές τον αγροτικό κόσμο δεν υπήρξε.
Σε όποια παράμετρο της αγροτικής παραγωγής και να δει κανείς ένα απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές πολιτικές, ιδίως μετά την επικράτηση του νέο-φιλελευθερισμού.
Οι ίδιοι οι αγρότες φέρουν κάποιες ευθύνες, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι όσοι με φιλότιμο και θέληση προσπάθησαν έμειναν και μένουν απροστάτευτοι και αβοήθητοι απέναντι στις ισχυρές ντόπιες και αλλοδαπές εμπορικές εταιρείες και τις πρακτικές τους. Εάν γραφτούν αναλυτικά οι κυβερνητικές αθλιότητες και παραλείψεις θα γεμίσουν ολόκληρη πολύτομη εγκυκλοπαίδεια. Αλλα, ας αφήσουμε το καταστροφικό παρελθόν και ας δούμε το μέλλον … .
Δ. Πριν προχωρήσω, θα κάνω μία σύντομη (σύντομη γιατί δεν έχει πραγματική ουσία) κριτική στο πακέτο των 500 εκατ. Ευρώ, που υποσχέθηκε η κυβέρνηση της Ν.Δ. στους αγρότες για να παύσουν τις κινητοποιήσεις τους. Στην πραγματικότητα αποτελεί πολιτική επιδοτήσεων, πολιτική κουκουλώματος. Στην ουσία η κυβέρνηση με τα χρήματα μιας καταληστευμένης κοινωνίας έρχεται να επιδοτήσει την συνέχιση της φαυλότητας και της εξάρτησης των αγροτών από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Η κοινωνία επιδοτεί την κλοπή της από τις εταιρείες που εμπορεύονται αγροτικά προϊόντα.
Αναρωτιέμαι: τον επόμενο χρόνο με πόσα χρήματα θα «επιδοτήσουμε» σαν κοινωνία την κλοπή μας;
Ε. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΑΡΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Εχοντας γράψει πολλά και αναλυτικά για μια ουσιαστικά παραγωγική κοινωνική δημοκρατική οικονομία συλλογικότητας, όσοι με έχουν διαβάσει, θα γνωρίζουν και το τι προτείνω.
Ο 1ος εθνικός, ελληνικός στρατηγικός πυλώνας είναι η επαρκής κάλυψη των βιοτικών αναγκών των κατοίκων της χώρας, μέσα από την ελληνική παραγωγική διάσταση. Είναι η πραγματική διάσταση της εθνικής μας ασφάλειας και αυτονομίας. Είναι αυτό κατορθωτό με τα σημερινά δεδομένα; Είναι αυτονόητο πως οι τεχνολογικές εξελίξεις το επιτρέπουν χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Ο 2ος εθνικός στρατηγικός πυλώνας λέγεται «ποιότητα». Το να κατακλύσουμε τις διεθνείς αγορές με εκατομμύρια τόνους ελληνικών προϊόντων είναι αυτονόητα αδύνατο. Είναι όμως αυτονόητα αναγκαίο να εμβαθύνουμε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, ώστε να αποκτήσουν τα ελληνικά προϊόντα δικής τους ιδιοαξία. Η στροφή στην ποιότητα, όχι μόνο διασφαλίζει την αειφορία και την διάσωση του περιβάλλοντος, αλλά ανοίγει νέους δρόμους για κάθε μορφή δραστηριότητας που σχετίζεται με την οικονομία της χώρας. Από την βιοτεχνική και βιομηχανική μεταποίηση των ποιοτικών πρώτων υλών έως τον τουρισμό. Η ποιότητα της πρώτης ύλης σημαίνει άλλωστε και ποιότητα ζωής για κάθε Ελληνα.
Εάν τα ανωτέρω αποτελούν τους πυλώνες μιας πολιτικής, ο πραγματικά κρίσιμος και αποφασιστικός παράγοντας υλοποίησης είναι η ΓΝΩΣΗ.
Χωρίς την ύπαρξη, παραγωγή και κοινωνική διάχυση της γνώσης δεν μπορεί τίποτα να προχωρήσει, όχι μόνο ορθολογικά και με προϋποθέσεις επιτυχίας , αλλά και καθόλου.
Εχω ήδη προτείνει και καταδείξει το πώς μέσα από τα πανεπιστήμια και το εκπαιδευτικό σύστημα θα υπάρξει χωρίς έξοδα η παραγωγή της αναγκαίας γνώσης, μέσα από την αντικατάσταση εξετάσεων με μελέτες ανοικτά προσβάσιμες σε όλο τον ελληνικό λαό.
Η στρατηγική της γνώσης πρέπει να αφορά:
- Την μελέτη του κάθε τόπου και των χαρακτηριστικών του (π.χ. γεωσύσταση, ιδιαίτερο κλίμα) σε σχέση με την αγροτική δραστηριότητα που ασκείται ή μπορεί να ασκηθεί.
- Την μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ντόπιας παραγωγής (ακόμα και την ιστορική τοιαύτη), ώστε να καταγραφούν και να αναδειχθούν τα πλεονεκτήματα, αλλά και να αποπειραθεί η απάλειψη τυχόν μειονεκτημάτων..
- Την μελέτη και διάσωση παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής και μεταποίησης των προϊόντων.
- Την διάσωση και ανάπτυξη ενδημικών ή μακροχρόνια προσαρμοσμένων στα χαρακτηριστικά του τόπου μας ποικιλιών ζωικού και φυτικού «κεφαλαίου».
- Την γνώση και συμβουλευτική δραστηριότητα σε σχέση με την ίδια την παραγωγική διαδικασία και τα αποτελέσματά της. Από το κόστος παραγωγής έως τις μεθόδους καλλιέργειας, την ωρίμανση και την αποθήκευση.
- Την μελέτη των εμπορικών δυνατοτήτων των προϊόντων είτε ως πρώτη ύλη είτε ως ύλη προς μεταποίηση.
- Την διαδικασία ανάδειξης και παγκόσμιας κοινοποίησης των ποιοτικών χαρακτηριστικών της παραγόμενης πρώτης ύλης
- Τις προτάσεις για μεταποίηση και την μελέτη των τεχνικών της.
- Την δημιουργία πανεπιστημιακών ειδικών κλάδων και την δημιουργία δικτύου πανεπιστημιακών εργαστηρίων. Εκεί κύριοι συντελεστές θα είναι και πάλι οι φοιτητές των αντίστοιχων σχολών. Οι ίδιοι θα προτείνουν και θα δρούν για την εισαγωγή στην παραγωγή ποιοτικών ποικιλιών.
- Την δημιουργία ενός δικτύου σχολών αγροτικής μόρφωσης και επιμόρφωσης ετήσιας ή εξαμηνιαίας διάρκειας.
Ο κόσμος της γνώσης είναι πραγματικά το κλειδί της επιτυχίας. Η δυνατότητα παραγωγής γνώσης, διακίνησης, διάχυσης και επαύξησής της που παρέχουν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα είναι ένα τεράστιο εργαλείο που δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να μείνει ανεκμετάλλευτο. Η παροχή ελεύθερης γνώσης όχι μόνο στα ανωτέρω επίπεδα και άξονες, αλλά σε κάθε σχετικό επίπεδο που μπορεί να φανταστεί κανείς είναι κοινωνικά αναγκαία, πολιτικά επιβεβλημένη και αποτελεί ένα ακόμα συγκριτικό ποιοτικό πλεονέκτημα.
Μέσα από τον κόσμο της γνώσης είναι αναγκαίο να προέλθει και η ποιοτική αναβάθμιση των μεθόδων παραγωγής που θα εξασφαλίζει την αειφορία και την προστασία του αγρότη, του καταναλωτή και του περιβάλλοντος. Τα πανεπιστημιακά εργαστήρια θα πρέπει θεσμικά να ελέγχουν συνεχώς την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και να εκδίδουν πιστοποιητικά ή να απορρίπτουν προϊόντα εξετάζοντας τους λόγους της παθογένειας.
Πέραν όμως των ανωτέρω πρέπει να τεθεί και να υπάρξει ένα σύγχρονο πλαίσιο συνεταιριστικής δράσης, βασισμένο στην πραγματική αυτοδιαχείριση, στην πραγματική δημοκρατία και στην δημοκρατική παρουσία συνδρομή και έλεγχο της ευρύτερης κοινωνίας (που άλλωστε καταναλώνει και γνωρίζει τις ανάγκες της). Το πλαίσιο αυτό πρέπει να αφορά τόσο την παραγωγή της 1ης ύλης, όσο και στην διαδικασία μεταποίησής της. Στην επιτυχία αυτού του πειράματος καθοριστικό ρόλο και πάλι καλείται να διαδραματίσει η γνώση.
Σε κάθε περίπτωση η πρόταξη των συλλογικοτήτων ισότητας, από την εκμετάλλευση και την διαχείριση της γης μέχρι την κατανάλωση είναι ένα αναγκαίο ζητούμενο, μια στρατηγική που λύνει τα χέρια της κοινωνίας για την εφαρμογή ενός σχεδίου, μέχρι την οικονομία και την κοινωνία συντροφικοτήτων και συλλογικότητας. Το ζητούμενο αυτό θα πρέπει να καλλιεργηθεί πραγματικά στο έδαφος της κοινωνίας, είναι η δική μας πολιτική παραγωγή και παρακαταθήκη, για να παύσει ο κερδοσκοπικός ατομισμός να δημιουργεί ανισότητες και εκμετάλλευση.
Κρίσιμο σε κάθε φάση της προσπάθειας είναι το στοιχείο της εμπορικής δραστηριότητας.
Πρώτα από όλα είναι αναγκαία η ίδρυση ενός δημόσιου ταμείου οικονομικής στήριξης της αγροτικής παραγωγής. Η ίδρυση μίας τράπεζας που θα λειτουργεί χωρίς κέρδος για να στηρίζει την προσπάθεια αυτή (και όχι με την λογική της ληστρικής συμπεριφοράς της «Αγροτικής τράπεζας Α.Ε.») και η οποία θα βρίσκεται υπό άμεσο δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, είναι επίσης αναγκαία. Η ίδια η ύπαρξη της «τράπεζας» αυτής, θα αποτελεί εργαλείο άσκησης πολιτικής και θα κλείσει το στόμα σε οποιαδήποτε αντίρρηση της Ε.Ε. για τυχόν «επιδοτήσεις», αφού θα αποτελεί τυπικά εμπορική επιχείρηση. Μέσω του εργαλείου και οργάνου αυτού μπορεί να επιτευχθεί και η ελάφρυνση των αγροτών από τα είδη υπάρχοντα δάνεια και τους τόκους τους.
Καίριο και κύριο είναι να απαλλαγεί ο αγροτικός κόσμος, αλλά και το καταναλωτικό κοινό από την εκμετάλλευσή που υφίσταται, λόγω της αχαλίνωτης κερδοσκοπικής λειτουργίας του ντόπιου και του αλλοδαπού μεταπρατικού κεφαλαίου.
Μέσω της γνώσης, ο καθορισμός του κόστους παραγωγής θα αποτελεί την βάση για τον καθορισμό ελάχιστης τιμής πώλησης και αυτή η τελευταία τιμή θα αποτελεί βάση για τον υπολογισμό του επιτρεπόμενου μη αισχροκερδούς κέρδους του όποιου τυχόν μεταπράτη. Αναγκαία στο πλαίσιο αυτό είναι η καταβολή από τον εμπορευόμενο του τιμήματος πώλησης της α’ ύλης σε ειδικό ταμείο (προφανώς την ανωτέρω τράπεζα) με ειδικό έγγραφο που θα αναφέρει το είδος, την τιμή πώλησης μονάδας, την συνολική ποσότητα, το συνολικό χρηματικό ποσό και τον αριθμό του παραστατικού.
Στην περαιτέρω διακίνηση του προϊόντος το έγγραφο αυτό θα πρέπει να αποτελεί αναγκαστικά σημείο αναφοράς, ώστε να ελέγχεται η πορεία του και τυχόν μη νόμιμες δικαιοπραξίες. Η θέσμιση ειδικής (ή πολλών επιμέρους) δημοκρατικής αρχής, κατά το πρότυπο δημοκρατίας που έχει προταθεί, στην αρμοδιότητα της οποίας θα υπάγονται οι υπηρεσίες ελέγχου, αλλά και η κατεύθυνση, οι προτάσεις και οι αναφορές της κοινωνίας των πολιτών είναι αναγκαία. Η δημιουργία ενός συνδυασμένου δικτύου γνώσης, πληροφορίας και κατεύθυνσης είναι έργο του κράτους στρατηγείου και των αρχών αυτών. Η ίδρυση ειδικής υπηρεσίας ελέγχων είναι αναγκαία, όπως αναγκαία είναι η άμεση ηλεκτρονική σύνδεση όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγή και διακίνηση φορέων με τις αρχές αυτές, όπου θα καταχωρούνται ηλεκτρονικά και αυτόματα όλα τα ανωτέρω στοιχεία, ώστε ο έλεγχος να είναι άμεσος και απλός.
Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η κοινωνία κατά την παραγωγική και καταναλωτική της διάσταση. Στόχος τελικός είναι η αμεσότητα στην σχέση ανθρώπου παραγωγού αγαθού και καταναλωτή, ώστε να εξαφανιστεί ο ενδιάμεσος αξιακός τομέας, να μειωθεί η επαύξηση των αξιών, λόγω υπεραξιών για τον μεταπρατικό κλάδο (ακόμα και να υπάρξει «ανταγωνιστικότητα» στο υπάρχον διεθνές πλαίσιο). Ετσι θα απελευθερωθούν κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις από τον μεταπρατικό τομέα και θα ενισχύσουν το παραγωγικό υπόβαθρο της κοινωνίας.
Λύσεις όπως τα δημοπρατήρια των συνεταιρισμών μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό μεταβατικό ρόλο στην πορεία μείωσης των μεταπρατικών υπερκερδών που βαρύνουν την κοινωνία από την παραγωγή έως την κατανάλωση.
Ο μειωμένος Φ.Π.Α. για τον παραγωγό και τον καταναλωτή βασικών βιοτικών αγαθών, ο μειωμένος Ε.Φ.Κ. στα καύσιμα αποτελούν επίσης δύο σημαντικά εργαλεία τα οποία πρέπει να χρησιμοποιηθούν, όσο το επιτρέπει η Ε.Ε. .
Αλλωστε, εάν χρειαστεί, η πολιτική ρήξεων με την Ε.Ε. και την πολιτική της μπορεί να καταστεί αναγκαία σε κάθε επίπεδο και θέμα, με σκοπό την προστασία των ελληνικών συμφερόντων.
Εχω άλλωστε ξαναγράψει για τα ανωτέρω ζητήματα και έχω με σαφήνεια εκθέσει τις απόψεις και θέσεις μου.
Αφησα τελευταίο τον ρόλο του καταναλωτή γιατί είναι κρίσιμος και ουσιαστικός, αφού στην εξυπηρέτηση των δικών του βιοτικών αναγκών απευθύνονται τα αγροτικά προϊόντα.
Κρίσιμο στην όλη προσπάθεια θα είναι να μπορέσουν να εμποδιστούν οι αθρόες εισαγωγές ξένων προϊόντων. Οπου αυτό είναι εφικτό πρέπει να γίνει μαζί με συνεχείς ελέγχους για την ποιότητα των αγαθών. Όμως στο σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» εμπορικό περιβάλλον οι περιορισμοί είναι ελάχιστοι. Τα κράτη δεν έχουν δυνατότητες προστασίας της εγχώριας παραγωγής τους.
Κρίσιμος παράγοντας σε αυτό το θέμα είναι ο ρόλος των καταναλωτών και των ενώσεών τους, αφού η επιλογή του καταναλωτή δεν μπορεί να ελεγχθεί. Πρέπει να υπάρξει ενίσχυση της ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητας των καταναλωτών να προμηθεύονται ποιοτικά ελληνικά προϊόντα, διασφάλιση της ποιότητας, αλλά και ενίσχυση της παιδείας τους πάνω στην συνεισφορά τους στην εθνική οικονομία με την επιλογή ελληνικών προϊόντων. Η ενίσχυση της καταναλωτικής εθνικής παιδείας αποτελεί ένα ζητούμενο και μια προσπάθεια που θα πρέπει αναγκαστικά (λόγω προσκομμάτων για το κράτος) να αναλάβουν οι ενώσεις καταναλωτών με ενημερώσεις και καμπάνιες. Η στήριξή τους είναι αναγκαία … .
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίες θα είναι και οι επιμέρους στρατηγικές σε ειδικούς τομείς, όπως η κτηνοτροφία και η αλιεία, με γνώμονα μια εθνική στρατηγική και την ποιότητα και προστασία των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, που αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα της ποιότητας ζωής και παραγωγής. Αναφέρομαι επιγραμματικά και ως παράδειγμα στην δυνατότητα εκμετάλλευσης των ελληνικών φυσικών πόρων (π.χ. στα φύλλα της ελιάς) για την δημιουργία ζωοτροφών, στην προστασία των υδάτων, στην δυνατότητα απαγόρευσης της αλίευσης για κάποια έτη (με αναπλήρωση του εισοδήματος των αλιέων) προκειμένου να εμπλουτιστεί ο αριθμός των ιχθύων και να αποκατασταθεί η ποικιλότητά τους. Πολλές δημιουργικές πολιτικές μπορούν να εξεταστούν, μελετηθούν και εφαρμοστούν στους πιο πάνω τομείς, αρκεί να ενσκύψουμε με σοβαρότητα πάνω στα ζητήματα.
Τέλος, γενικότεροι θεσμοί όπως η κοινωνική παραγωγή, η κοινωνική ευρεσιτεχνία και το εθνικό σχέδιο φραγμάτων και διαχείρισης των υδατικών πόρων που έχω προτείνει και το οποίο βλέπω να περιλαμβάνεται πλέον στα σχέδια πολιτικών κομμάτων αποτελούν αναγκαίο μέσο και τρόπο πορείας προς το μέλλον.
Βλέπω τα ανωτέρω ως εθνική αναγκαιότητα, αλλά και ως αναγκαστική κατάληξη της παγκόσμιας πορείας και εύχομαι αυτό το «τραίνο» να το προλάβουμε ως κοινωνία, να μην το αφήσουμε να χαθεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα λίγων και όχι ολόκληρης της κοινωνίας μας. Εχουμε το όραμα, έχουμε το σχέδιο, μένει να δώσουμε τα χέρια για να ξεκινήσουμε ... ας το κάνουμε σήμερα για να μην γίνει το αύριο «παρελθόν»
Α. Το αγροτικό ζήτημα στη νεώτερη Ελλάδα δεν λύθηκε ουσιαστικά ποτέ. Οι πολιτικές ηγεσίες του τόπου μας ήταν στραμμένες προς την εκβιομηχάνιση και τον «εκσυγχρονισμό» της χώρας και με εξαίρεση 2-3 πολιτικούς ηγέτες θεωρούσαν πάντοτε τους αγρότες, πολίτες 2ης κατηγορίας. Η εσφαλμένη αντίληψη αυτή, πέρασε από τις ηγεσίες και τις νομεκλατούρες σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας μας. Οι αγρότες ήταν πάντα για αυτούς «παλαιοί άνθρωποι», αντιπροσώπευαν τον παλαιό, τον «πεπερασμένο» (κατά την αυτή εσφαλμένη ιδεοληψία) πολιτισμό. Ετσι, οι περισσότεροι τους γύρισαν στην πραγματικότητα την πλάτη, αδιαφόρησαν, υποτίμησαν, επηρεάστηκαν από ισχυρά συμφέροντα και άφησαν τον αγροτικό κόσμο έρμαιο στην τύχη του.
Μια προσεκτικότερη, όμως,. προσέγγιση των χαρακτηριστικών του τόπου μας θα αποδείκνυε εύκολα δύο πράγματα, που θα έπρεπε να έχουν καταστεί αυτονόητα :
- Η αγροτική παραγωγή καλύπτει άμεσες βιοτικές ανάγκες των ανθρώπων, των κατοίκων αυτής της χώρας.
- Τα χαρακτηριστικά της χώρας μας και της αγροτικής της παραγωγής αποτελούν ποιοτικό συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των περισσοτέρων κρατών της Ε.Ε. και λοιπών κρατών του κόσμου.
Κατά συνέπεια η προστασία και η ανάπτυξη μιας οικονομίας που θα στηριζόταν στα προνομιακά χαρακτηριστικά αυτά και θα τα αναδείκνυε θα έπρεπε να αποτελεί άμεση προτεραιότητα μιας κυβέρνησης.
Στην πραγματικότητα όμως, ούτε καν μελέτη και εξεύρεση των ποιοτικών χαρακτηριστικών αυτών δεν έγινε και αφέθηκαν τα πράγματα να κυλούν μέσα στην γενική απαξίωση και εκμετάλλευση της αγροτικής οικονομίας από ντόπιους και ξένους μεταπράτες.
Β. Η Ε.Ο.Κ. και μετέπειτα Ε.Ε. επέφερε το πρώτο καίριο πλήγμα στην αγροτική οικονομία της Ελλάδας με δύο κύριους πυλώνες πολιτικής θεώρησης.
Ο 1ος αφορά το βορειοευρωπαϊκό βιομηχανικό διευθυντήριο, που ήθελε να αγοράζει τα ποιοτικά ελληνικά αγροτικά προϊόντα (τα οποία δεν μπορούσε να παράγει) σε χαμηλές τιμές τρίτου κόσμου και να πωλεί τα δικά του βιομηχανικά με τις όποιες τιμές αυτό θα επέβαλλε. Η συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα στρατηγική αυτή, το ντάμπινγκ αυτό, εκφράστηκε και υλοποιήθηκε με πολλούς τρόπους (συμφωνίες για το διεθνές εμπόριο, υποχρεώσεις εισαγωγής αγροτικών προϊόντων από τρίτες χώρες, κλείσιμο αγορών κλπ.).
Ο 2ος αφορά την πολιτική ποσοστώσεων και επιδοτήσεων.
Με τις ποσοστώσεις στην παραγωγή η Ελλάδα υποχρεώθηκε να έχει εξαρτημένη αγροτική πολιτική και παραγωγή και να υποχρεούται να εισάγει μία σειρά από προϊόντα που είχε και η ίδια την δυνατότητα να παράγει.
Με τις επιδοτήσεις σε συγκεκριμένα προϊόντα έγινε ουσιαστική επιλογή του τι θα παράγει η Ελλάδα. Οι συνεχείς προτροπές και επιδοτήσεις για την αλλοπρόσαλλη συνεχή αντικατάσταση καλλιεργειών επέτεινε το πρόβλημα ουσιαστικής απαξίωσης και πλήρους αποδιοργάνωσης.
Υποχρεώθηκε δηλαδή η Ελλάδα σε υποτέλεια, η επιλογή των εν γένει προϊόντων, των καλλιεργειών, των ποσοτήτων και των δυνατοτήτων πέρασε σε ξένα χέρια και ετεροκαθορίζεται σε όλα τα ουσιώδη της στοιχεία.
Το 2ο καίριο πλήγμα στην ελληνική αγροτική παραγωγή το προκάλεσε η παγκοσμιοποίηση και η πολιτική του δήθεν «ελεύθερου ανταγωνισμού».
Τα αγροτικά προϊόντα έγιναν απρόσωπα χρηματιστηριακά είδη, τα ποιοτικά τους χαρακτηριστικά ως στοιχείο της αξίας τους αμβλύνθηκαν στο έπακρο. Η λογική : φασόλια να είναι και ό,τι να είναι έχουν την ίδια τιμή / αξία ξεπέρασε τα ποιοτικά πλεονεκτήματα.
Οι αθρόες εισαγωγές προϊόντων χαμηλής αξίας αποτέλεσαν την κορωνίδα ενός πλήρως αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των Ελλήνων αγροτών, σε βάρος της αγροτικής παραγωγής. Αλλωστε, υπήρχε ευρωπαϊκό σχέδιο για την συρρίκνωση του ελληνικού αγροτικού πληθυσμού … .
Το ντάμπινγκ επεκτάθηκε και έγινε παγκόσμιος θεσμός. Η εισδοχή μεταλλαγμένων ή βιολογικά τροποποιημένων προϊόντων κατέστρεψε σε μεγάλο βαθμό τα συγκριτικά ποιοτικά πλεονεκτήματα των ενδημικών ελληνικών ή των προσαρμοσμένων στα ελληνικά δεδομένα ποικιλιών. Οι μεγάλες εμπορικές πολυεθνικές επέβαλλαν ανενόχλητες το δικό τους εμπορικό παιχνίδι εκμετάλλευσης σε κάθε επίπεδο. Σειρά παραγωγικών εταιρειών και μονάδων που στήριζαν την αγροτική οικονομία έκλεισαν και αποχώρησαν εις όφελος του εμπορίου. Τα απαξιωτικά αποτελέσματα τα βλέπουμε και τα βιώνουμε στις μέρες μας, όπου π.χ. το ελληνικό σιτάρι πωλείται από τον παραγωγό του, όσο το ουκρανικό … .
Γ. Εάν όμως το διεθνές περιβάλλον με την επικράτηση των καταληστευτικών δογμάτων του νέο-φιλελευθερισμού έγινε αρνητικό για την ελληνική αγροτική παραγωγή, καίριες και βαρύτατες ευθύνες αφορούν τις ελληνικές κυβερνήσεις και στην εσωτερική τους λειτουργία σε κάθε επίπεδο και πολιτική έκφανση: από τον κατακερματισμό της αγροτικής γης μέχρι την διάρθρωση και την κατεύθυνση της παραγωγής.
Στην πραγματικότητα ουσιαστική αγροτική πολιτική δεν σχεδιάστηκε και δεν υπήρξε στην Ελλάδα και οι όποιες προσπάθειες στην δεκαετία του ’80 εγκαταλείφθηκαν στην πορεία, Από το συμβουλευτικό πλαίσιο μέχρι το πλαίσιο οργάνωσης, από την πολιτική δανεισμού των αγροτών μέχρι τις πολιτικές ελέγχου των μεσαζόντων, τίποτα ουσιαστικό που να προστατεύει και να κατευθύνει σε ορθές επιλογές τον αγροτικό κόσμο δεν υπήρξε.
Σε όποια παράμετρο της αγροτικής παραγωγής και να δει κανείς ένα απόλυτο ΤΙΠΟΤΑ χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές πολιτικές, ιδίως μετά την επικράτηση του νέο-φιλελευθερισμού.
Οι ίδιοι οι αγρότες φέρουν κάποιες ευθύνες, αλλά ας μην ξεχνάμε ότι όσοι με φιλότιμο και θέληση προσπάθησαν έμειναν και μένουν απροστάτευτοι και αβοήθητοι απέναντι στις ισχυρές ντόπιες και αλλοδαπές εμπορικές εταιρείες και τις πρακτικές τους. Εάν γραφτούν αναλυτικά οι κυβερνητικές αθλιότητες και παραλείψεις θα γεμίσουν ολόκληρη πολύτομη εγκυκλοπαίδεια. Αλλα, ας αφήσουμε το καταστροφικό παρελθόν και ας δούμε το μέλλον … .
Δ. Πριν προχωρήσω, θα κάνω μία σύντομη (σύντομη γιατί δεν έχει πραγματική ουσία) κριτική στο πακέτο των 500 εκατ. Ευρώ, που υποσχέθηκε η κυβέρνηση της Ν.Δ. στους αγρότες για να παύσουν τις κινητοποιήσεις τους. Στην πραγματικότητα αποτελεί πολιτική επιδοτήσεων, πολιτική κουκουλώματος. Στην ουσία η κυβέρνηση με τα χρήματα μιας καταληστευμένης κοινωνίας έρχεται να επιδοτήσει την συνέχιση της φαυλότητας και της εξάρτησης των αγροτών από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα. Η κοινωνία επιδοτεί την κλοπή της από τις εταιρείες που εμπορεύονται αγροτικά προϊόντα.
Αναρωτιέμαι: τον επόμενο χρόνο με πόσα χρήματα θα «επιδοτήσουμε» σαν κοινωνία την κλοπή μας;
Ε. ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ: ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΑΡΑΞΗ ΜΙΑΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ
Εχοντας γράψει πολλά και αναλυτικά για μια ουσιαστικά παραγωγική κοινωνική δημοκρατική οικονομία συλλογικότητας, όσοι με έχουν διαβάσει, θα γνωρίζουν και το τι προτείνω.
Ο 1ος εθνικός, ελληνικός στρατηγικός πυλώνας είναι η επαρκής κάλυψη των βιοτικών αναγκών των κατοίκων της χώρας, μέσα από την ελληνική παραγωγική διάσταση. Είναι η πραγματική διάσταση της εθνικής μας ασφάλειας και αυτονομίας. Είναι αυτό κατορθωτό με τα σημερινά δεδομένα; Είναι αυτονόητο πως οι τεχνολογικές εξελίξεις το επιτρέπουν χωρίς ιδιαίτερο κόπο.
Ο 2ος εθνικός στρατηγικός πυλώνας λέγεται «ποιότητα». Το να κατακλύσουμε τις διεθνείς αγορές με εκατομμύρια τόνους ελληνικών προϊόντων είναι αυτονόητα αδύνατο. Είναι όμως αυτονόητα αναγκαίο να εμβαθύνουμε στα ποιοτικά χαρακτηριστικά, στο συγκριτικό μας πλεονέκτημα, ώστε να αποκτήσουν τα ελληνικά προϊόντα δικής τους ιδιοαξία. Η στροφή στην ποιότητα, όχι μόνο διασφαλίζει την αειφορία και την διάσωση του περιβάλλοντος, αλλά ανοίγει νέους δρόμους για κάθε μορφή δραστηριότητας που σχετίζεται με την οικονομία της χώρας. Από την βιοτεχνική και βιομηχανική μεταποίηση των ποιοτικών πρώτων υλών έως τον τουρισμό. Η ποιότητα της πρώτης ύλης σημαίνει άλλωστε και ποιότητα ζωής για κάθε Ελληνα.
Εάν τα ανωτέρω αποτελούν τους πυλώνες μιας πολιτικής, ο πραγματικά κρίσιμος και αποφασιστικός παράγοντας υλοποίησης είναι η ΓΝΩΣΗ.
Χωρίς την ύπαρξη, παραγωγή και κοινωνική διάχυση της γνώσης δεν μπορεί τίποτα να προχωρήσει, όχι μόνο ορθολογικά και με προϋποθέσεις επιτυχίας , αλλά και καθόλου.
Εχω ήδη προτείνει και καταδείξει το πώς μέσα από τα πανεπιστήμια και το εκπαιδευτικό σύστημα θα υπάρξει χωρίς έξοδα η παραγωγή της αναγκαίας γνώσης, μέσα από την αντικατάσταση εξετάσεων με μελέτες ανοικτά προσβάσιμες σε όλο τον ελληνικό λαό.
Η στρατηγική της γνώσης πρέπει να αφορά:
- Την μελέτη του κάθε τόπου και των χαρακτηριστικών του (π.χ. γεωσύσταση, ιδιαίτερο κλίμα) σε σχέση με την αγροτική δραστηριότητα που ασκείται ή μπορεί να ασκηθεί.
- Την μελέτη των ποιοτικών χαρακτηριστικών της ντόπιας παραγωγής (ακόμα και την ιστορική τοιαύτη), ώστε να καταγραφούν και να αναδειχθούν τα πλεονεκτήματα, αλλά και να αποπειραθεί η απάλειψη τυχόν μειονεκτημάτων..
- Την μελέτη και διάσωση παραδοσιακών μεθόδων παραγωγής και μεταποίησης των προϊόντων.
- Την διάσωση και ανάπτυξη ενδημικών ή μακροχρόνια προσαρμοσμένων στα χαρακτηριστικά του τόπου μας ποικιλιών ζωικού και φυτικού «κεφαλαίου».
- Την γνώση και συμβουλευτική δραστηριότητα σε σχέση με την ίδια την παραγωγική διαδικασία και τα αποτελέσματά της. Από το κόστος παραγωγής έως τις μεθόδους καλλιέργειας, την ωρίμανση και την αποθήκευση.
- Την μελέτη των εμπορικών δυνατοτήτων των προϊόντων είτε ως πρώτη ύλη είτε ως ύλη προς μεταποίηση.
- Την διαδικασία ανάδειξης και παγκόσμιας κοινοποίησης των ποιοτικών χαρακτηριστικών της παραγόμενης πρώτης ύλης
- Τις προτάσεις για μεταποίηση και την μελέτη των τεχνικών της.
- Την δημιουργία πανεπιστημιακών ειδικών κλάδων και την δημιουργία δικτύου πανεπιστημιακών εργαστηρίων. Εκεί κύριοι συντελεστές θα είναι και πάλι οι φοιτητές των αντίστοιχων σχολών. Οι ίδιοι θα προτείνουν και θα δρούν για την εισαγωγή στην παραγωγή ποιοτικών ποικιλιών.
- Την δημιουργία ενός δικτύου σχολών αγροτικής μόρφωσης και επιμόρφωσης ετήσιας ή εξαμηνιαίας διάρκειας.
Ο κόσμος της γνώσης είναι πραγματικά το κλειδί της επιτυχίας. Η δυνατότητα παραγωγής γνώσης, διακίνησης, διάχυσης και επαύξησής της που παρέχουν τα σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα είναι ένα τεράστιο εργαλείο που δεν πρέπει κατ’ ουδένα τρόπο να μείνει ανεκμετάλλευτο. Η παροχή ελεύθερης γνώσης όχι μόνο στα ανωτέρω επίπεδα και άξονες, αλλά σε κάθε σχετικό επίπεδο που μπορεί να φανταστεί κανείς είναι κοινωνικά αναγκαία, πολιτικά επιβεβλημένη και αποτελεί ένα ακόμα συγκριτικό ποιοτικό πλεονέκτημα.
Μέσα από τον κόσμο της γνώσης είναι αναγκαίο να προέλθει και η ποιοτική αναβάθμιση των μεθόδων παραγωγής που θα εξασφαλίζει την αειφορία και την προστασία του αγρότη, του καταναλωτή και του περιβάλλοντος. Τα πανεπιστημιακά εργαστήρια θα πρέπει θεσμικά να ελέγχουν συνεχώς την ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων και να εκδίδουν πιστοποιητικά ή να απορρίπτουν προϊόντα εξετάζοντας τους λόγους της παθογένειας.
Πέραν όμως των ανωτέρω πρέπει να τεθεί και να υπάρξει ένα σύγχρονο πλαίσιο συνεταιριστικής δράσης, βασισμένο στην πραγματική αυτοδιαχείριση, στην πραγματική δημοκρατία και στην δημοκρατική παρουσία συνδρομή και έλεγχο της ευρύτερης κοινωνίας (που άλλωστε καταναλώνει και γνωρίζει τις ανάγκες της). Το πλαίσιο αυτό πρέπει να αφορά τόσο την παραγωγή της 1ης ύλης, όσο και στην διαδικασία μεταποίησής της. Στην επιτυχία αυτού του πειράματος καθοριστικό ρόλο και πάλι καλείται να διαδραματίσει η γνώση.
Σε κάθε περίπτωση η πρόταξη των συλλογικοτήτων ισότητας, από την εκμετάλλευση και την διαχείριση της γης μέχρι την κατανάλωση είναι ένα αναγκαίο ζητούμενο, μια στρατηγική που λύνει τα χέρια της κοινωνίας για την εφαρμογή ενός σχεδίου, μέχρι την οικονομία και την κοινωνία συντροφικοτήτων και συλλογικότητας. Το ζητούμενο αυτό θα πρέπει να καλλιεργηθεί πραγματικά στο έδαφος της κοινωνίας, είναι η δική μας πολιτική παραγωγή και παρακαταθήκη, για να παύσει ο κερδοσκοπικός ατομισμός να δημιουργεί ανισότητες και εκμετάλλευση.
Κρίσιμο σε κάθε φάση της προσπάθειας είναι το στοιχείο της εμπορικής δραστηριότητας.
Πρώτα από όλα είναι αναγκαία η ίδρυση ενός δημόσιου ταμείου οικονομικής στήριξης της αγροτικής παραγωγής. Η ίδρυση μίας τράπεζας που θα λειτουργεί χωρίς κέρδος για να στηρίζει την προσπάθεια αυτή (και όχι με την λογική της ληστρικής συμπεριφοράς της «Αγροτικής τράπεζας Α.Ε.») και η οποία θα βρίσκεται υπό άμεσο δημοκρατικό κοινωνικό έλεγχο, είναι επίσης αναγκαία. Η ίδια η ύπαρξη της «τράπεζας» αυτής, θα αποτελεί εργαλείο άσκησης πολιτικής και θα κλείσει το στόμα σε οποιαδήποτε αντίρρηση της Ε.Ε. για τυχόν «επιδοτήσεις», αφού θα αποτελεί τυπικά εμπορική επιχείρηση. Μέσω του εργαλείου και οργάνου αυτού μπορεί να επιτευχθεί και η ελάφρυνση των αγροτών από τα είδη υπάρχοντα δάνεια και τους τόκους τους.
Καίριο και κύριο είναι να απαλλαγεί ο αγροτικός κόσμος, αλλά και το καταναλωτικό κοινό από την εκμετάλλευσή που υφίσταται, λόγω της αχαλίνωτης κερδοσκοπικής λειτουργίας του ντόπιου και του αλλοδαπού μεταπρατικού κεφαλαίου.
Μέσω της γνώσης, ο καθορισμός του κόστους παραγωγής θα αποτελεί την βάση για τον καθορισμό ελάχιστης τιμής πώλησης και αυτή η τελευταία τιμή θα αποτελεί βάση για τον υπολογισμό του επιτρεπόμενου μη αισχροκερδούς κέρδους του όποιου τυχόν μεταπράτη. Αναγκαία στο πλαίσιο αυτό είναι η καταβολή από τον εμπορευόμενο του τιμήματος πώλησης της α’ ύλης σε ειδικό ταμείο (προφανώς την ανωτέρω τράπεζα) με ειδικό έγγραφο που θα αναφέρει το είδος, την τιμή πώλησης μονάδας, την συνολική ποσότητα, το συνολικό χρηματικό ποσό και τον αριθμό του παραστατικού.
Στην περαιτέρω διακίνηση του προϊόντος το έγγραφο αυτό θα πρέπει να αποτελεί αναγκαστικά σημείο αναφοράς, ώστε να ελέγχεται η πορεία του και τυχόν μη νόμιμες δικαιοπραξίες. Η θέσμιση ειδικής (ή πολλών επιμέρους) δημοκρατικής αρχής, κατά το πρότυπο δημοκρατίας που έχει προταθεί, στην αρμοδιότητα της οποίας θα υπάγονται οι υπηρεσίες ελέγχου, αλλά και η κατεύθυνση, οι προτάσεις και οι αναφορές της κοινωνίας των πολιτών είναι αναγκαία. Η δημιουργία ενός συνδυασμένου δικτύου γνώσης, πληροφορίας και κατεύθυνσης είναι έργο του κράτους στρατηγείου και των αρχών αυτών. Η ίδρυση ειδικής υπηρεσίας ελέγχων είναι αναγκαία, όπως αναγκαία είναι η άμεση ηλεκτρονική σύνδεση όλων των εμπλεκομένων στην παραγωγή και διακίνηση φορέων με τις αρχές αυτές, όπου θα καταχωρούνται ηλεκτρονικά και αυτόματα όλα τα ανωτέρω στοιχεία, ώστε ο έλεγχος να είναι άμεσος και απλός.
Με τον τρόπο αυτό προστατεύεται η κοινωνία κατά την παραγωγική και καταναλωτική της διάσταση. Στόχος τελικός είναι η αμεσότητα στην σχέση ανθρώπου παραγωγού αγαθού και καταναλωτή, ώστε να εξαφανιστεί ο ενδιάμεσος αξιακός τομέας, να μειωθεί η επαύξηση των αξιών, λόγω υπεραξιών για τον μεταπρατικό κλάδο (ακόμα και να υπάρξει «ανταγωνιστικότητα» στο υπάρχον διεθνές πλαίσιο). Ετσι θα απελευθερωθούν κοινωνικές και οικονομικές δυνάμεις από τον μεταπρατικό τομέα και θα ενισχύσουν το παραγωγικό υπόβαθρο της κοινωνίας.
Λύσεις όπως τα δημοπρατήρια των συνεταιρισμών μπορούν να διαδραματίσουν ουσιαστικό μεταβατικό ρόλο στην πορεία μείωσης των μεταπρατικών υπερκερδών που βαρύνουν την κοινωνία από την παραγωγή έως την κατανάλωση.
Ο μειωμένος Φ.Π.Α. για τον παραγωγό και τον καταναλωτή βασικών βιοτικών αγαθών, ο μειωμένος Ε.Φ.Κ. στα καύσιμα αποτελούν επίσης δύο σημαντικά εργαλεία τα οποία πρέπει να χρησιμοποιηθούν, όσο το επιτρέπει η Ε.Ε. .
Αλλωστε, εάν χρειαστεί, η πολιτική ρήξεων με την Ε.Ε. και την πολιτική της μπορεί να καταστεί αναγκαία σε κάθε επίπεδο και θέμα, με σκοπό την προστασία των ελληνικών συμφερόντων.
Εχω άλλωστε ξαναγράψει για τα ανωτέρω ζητήματα και έχω με σαφήνεια εκθέσει τις απόψεις και θέσεις μου.
Αφησα τελευταίο τον ρόλο του καταναλωτή γιατί είναι κρίσιμος και ουσιαστικός, αφού στην εξυπηρέτηση των δικών του βιοτικών αναγκών απευθύνονται τα αγροτικά προϊόντα.
Κρίσιμο στην όλη προσπάθεια θα είναι να μπορέσουν να εμποδιστούν οι αθρόες εισαγωγές ξένων προϊόντων. Οπου αυτό είναι εφικτό πρέπει να γίνει μαζί με συνεχείς ελέγχους για την ποιότητα των αγαθών. Όμως στο σημερινό «παγκοσμιοποιημένο» εμπορικό περιβάλλον οι περιορισμοί είναι ελάχιστοι. Τα κράτη δεν έχουν δυνατότητες προστασίας της εγχώριας παραγωγής τους.
Κρίσιμος παράγοντας σε αυτό το θέμα είναι ο ρόλος των καταναλωτών και των ενώσεών τους, αφού η επιλογή του καταναλωτή δεν μπορεί να ελεγχθεί. Πρέπει να υπάρξει ενίσχυση της ουσιαστικής οικονομικής δυνατότητας των καταναλωτών να προμηθεύονται ποιοτικά ελληνικά προϊόντα, διασφάλιση της ποιότητας, αλλά και ενίσχυση της παιδείας τους πάνω στην συνεισφορά τους στην εθνική οικονομία με την επιλογή ελληνικών προϊόντων. Η ενίσχυση της καταναλωτικής εθνικής παιδείας αποτελεί ένα ζητούμενο και μια προσπάθεια που θα πρέπει αναγκαστικά (λόγω προσκομμάτων για το κράτος) να αναλάβουν οι ενώσεις καταναλωτών με ενημερώσεις και καμπάνιες. Η στήριξή τους είναι αναγκαία … .
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαίες θα είναι και οι επιμέρους στρατηγικές σε ειδικούς τομείς, όπως η κτηνοτροφία και η αλιεία, με γνώμονα μια εθνική στρατηγική και την ποιότητα και προστασία των ανθρώπων και του περιβάλλοντος, που αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα της ποιότητας ζωής και παραγωγής. Αναφέρομαι επιγραμματικά και ως παράδειγμα στην δυνατότητα εκμετάλλευσης των ελληνικών φυσικών πόρων (π.χ. στα φύλλα της ελιάς) για την δημιουργία ζωοτροφών, στην προστασία των υδάτων, στην δυνατότητα απαγόρευσης της αλίευσης για κάποια έτη (με αναπλήρωση του εισοδήματος των αλιέων) προκειμένου να εμπλουτιστεί ο αριθμός των ιχθύων και να αποκατασταθεί η ποικιλότητά τους. Πολλές δημιουργικές πολιτικές μπορούν να εξεταστούν, μελετηθούν και εφαρμοστούν στους πιο πάνω τομείς, αρκεί να ενσκύψουμε με σοβαρότητα πάνω στα ζητήματα.
Τέλος, γενικότεροι θεσμοί όπως η κοινωνική παραγωγή, η κοινωνική ευρεσιτεχνία και το εθνικό σχέδιο φραγμάτων και διαχείρισης των υδατικών πόρων που έχω προτείνει και το οποίο βλέπω να περιλαμβάνεται πλέον στα σχέδια πολιτικών κομμάτων αποτελούν αναγκαίο μέσο και τρόπο πορείας προς το μέλλον.
Βλέπω τα ανωτέρω ως εθνική αναγκαιότητα, αλλά και ως αναγκαστική κατάληξη της παγκόσμιας πορείας και εύχομαι αυτό το «τραίνο» να το προλάβουμε ως κοινωνία, να μην το αφήσουμε να χαθεί εξυπηρετώντας τα συμφέροντα λίγων και όχι ολόκληρης της κοινωνίας μας. Εχουμε το όραμα, έχουμε το σχέδιο, μένει να δώσουμε τα χέρια για να ξεκινήσουμε ... ας το κάνουμε σήμερα για να μην γίνει το αύριο «παρελθόν»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου