Διαβάζω τώρα τελευταία έναν όρο, που μου αρέσει πολύ: "Παπανδρέλληνες!"
Όποιος τον εμπνεύστηκε, ήταν πιο εύστοχος από ότι νομίζει.
Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε, αλλά σήμερα ζούμε στην Ελλάδα των Παπανδρέλληνων. Και όχι μόνο σήμερα, αλλά ανεπίσημα από το 1974, και επίσημα από το 1978.
Απλά τόσα χρόνια, αυτοί οι Παπανδρέλληνες μας έμοιαζαν πολύ στην όψη, μιλούσαν και την γλώσσα, και δεν πήραμε χαμπάρι.
Στην μεταπολίτευση, ήταν οι Παπανδρέλληνες που έτρεχαν να προϋπαντήσουν τον Ανδρέα και τον Καραμανλή με αναμμένες λαμπάδες. Αυτοί χαίρονταν για την ελευθερία που ερχόταν. Ξέχασαν ποιος μάζεψε μία χώρα χωρίς κυβέρνηση και την έστησε στα πόδια της. Ποιος έκλεισε τις εξορίες για τον κόσμο, που όποιος ήθελε βάφτιζε τον άλλο κομουνιστή και του κατέστρεφε την ζωή. Ποιος ανέκοψε το ρεύμα της μετανάστευσης, που κατόρθωσε να διώξει 7.000.000 Έλληνες από τον τόπο τους, γιατί όπως λένε οι ίδιοι σήμερα, δούλευαν από ήλιο σε ήλιο και ψωμί δεν χόρταιναν.
Όλα ξεχάστηκαν, διότι μας ήρθε η ελευθερία. Και το αίμα των αδελφών μας της Κύπρου, που ακόμα άχνιζε, ξεχάστηκε και αυτό. Μόνο που στην πορεία, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν ήθελαν ελευθερία αλλά ασυδοσία.
Ασυδοσία, για να ροκανίσουν με την ησυχία τους, αυτά που άλλοι έχτισαν με κόπους και θυσίες.
Ασυδοσία για να ξεπουλήσουν κυριαρχικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν με ποταμούς αιμάτων.
Ασυδοσία, για να αλέσουν με την ησυχία τους όνειρα και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή.
Μια ζωή που ποτέ δεν ερχόταν για τον απλό λαό, γιατί οι πόρτες δεν άνοιγαν, οι καλές θέσεις ήταν πιασμένες. Και λίγο – λίγο, αλωθήκαμε αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς. Ο απλός πολίτης, ο λαϊκός, ο χωριάτης, έγινε πρωτευουσιάνος. Σκότωνε όποιον πείραζε την αδελφή του, αλλά ο γκόμενος παίρνει την κόρη του από την πόρτα του. Περπατούσε ξυπόλυτος και δεν καταδέχεται να πάει ούτε στο περίπτερο χωρίς το αυτοκίνητο. Έσκυβε το κεφάλι μπρος στον πατέρα του κι ας είχε γυρίσει από φαντάρος, και τώρα ο αιώνιος φοιτητής γιος του, του κάνει τράκα τσιγάρα. Κοιμόταν "εφτά νομά σε ένα δωμά" και τώρα μία τετραμελή οικογένεια δεν χωρά σε 100 τ.μ. Σπίτι. Δεν είχε χωράφι για να σπείρει και σήμερα καταπατεί δασικές εκτάσεις για την βίλα. Ψώνιζε τα λιγοστά ψώνια του βερεσέ και τώρα εμπλέκεται σε μίζες και κάνει τα στραβά μάτια, αν "πέσει το σχετικό λάδωμα".
Και όχι μόνο αυτά, αλλά οι Παπανδρέλληνες μας έπεισαν ότι "έτσι είναι, έτσι πρέπει να είναι". Και εμείς το χάψαμε σαν κορόιδα, και κόβουμε μόνοι μας τις ρίζες μας. Τα πατρικά στα χωριά μας ερήμωσαν, οι στέγες έπεσαν. Πάμε μία φορά στο τόσο και δεν μπορούμε ούτε να βρούμε τους δρόμους, όσο για τους χορταριασμένους τάφους των δικών μας, ..."κάπου προς τα εκεί είναι".
Ξεπέσαμε από την αξιοπρέπεια που είχαμε, από την εντιμότητα και το σεβασμό, την αγάπη προς τον τόπο μας. Προδώσαμε εμείς οι ίδιοι τις αρχές και τα ιδανικά μας, αυτά που μας ξεχώριζαν σαν λαό, μας έκαναν ...Έλληνες.!
Γίναμε οι απαιτητικοί, οι κουτοπόνηροι, οι καλοπερασάκηδες, οι ατομιστές. Γίναμε ... Παπανδρέλληνες.
Αφού η ηθική μας κατάπτωση έφτασε σε αισχρό σημείο, άρχισαν να φέρνουν ξένους για Παπανδρέλληνες, οι οποίοι είναι λιγότερο Παπανδρέλληνες από εμάς γιατί δεν είναι εδώ ο τόπος τους, απλά το συμφέρον τους κοιτάνε.
Τώρα που αυτοί κάνουν την δουλειά τους και την δουλειά των αφεντικών τους εις βάρος μας ξυπνήσαμε (;) ξαφνικά και φωνάζουμε, και βρήκαμε αυτό το ωραίο πραγματικά και ευρηματικό όνομα.
Όταν τους παίρναμε στην δουλειά μας, τους νοικιάζαμε σπίτια, κάναμε συνδιαλλαγές μαζί τους, ήταν καλά;
Τους γιατρούς και τα σχολεία τους εμείς δεν τα πληρώναμε με τους φόρους μας;
Υπεύθυνοι για τα χάλια μας δεν είναι αυτοί οι δεύτεροι Παπανδρέλληνες, αλλά οι πρώτοι.
Κοιταχτείτε στον καθρέφτη σας: αν δεν δείτε έναν Παπανδρέλληνα, ελάτε μαζί μας.
Δεν ξέρω αν το καταλαβαίνετε, αλλά σήμερα ζούμε στην Ελλάδα των Παπανδρέλληνων. Και όχι μόνο σήμερα, αλλά ανεπίσημα από το 1974, και επίσημα από το 1978.
Απλά τόσα χρόνια, αυτοί οι Παπανδρέλληνες μας έμοιαζαν πολύ στην όψη, μιλούσαν και την γλώσσα, και δεν πήραμε χαμπάρι.
Στην μεταπολίτευση, ήταν οι Παπανδρέλληνες που έτρεχαν να προϋπαντήσουν τον Ανδρέα και τον Καραμανλή με αναμμένες λαμπάδες. Αυτοί χαίρονταν για την ελευθερία που ερχόταν. Ξέχασαν ποιος μάζεψε μία χώρα χωρίς κυβέρνηση και την έστησε στα πόδια της. Ποιος έκλεισε τις εξορίες για τον κόσμο, που όποιος ήθελε βάφτιζε τον άλλο κομουνιστή και του κατέστρεφε την ζωή. Ποιος ανέκοψε το ρεύμα της μετανάστευσης, που κατόρθωσε να διώξει 7.000.000 Έλληνες από τον τόπο τους, γιατί όπως λένε οι ίδιοι σήμερα, δούλευαν από ήλιο σε ήλιο και ψωμί δεν χόρταιναν.
Όλα ξεχάστηκαν, διότι μας ήρθε η ελευθερία. Και το αίμα των αδελφών μας της Κύπρου, που ακόμα άχνιζε, ξεχάστηκε και αυτό. Μόνο που στην πορεία, αποδείχθηκε πέραν πάσης αμφιβολίας, ότι δεν ήθελαν ελευθερία αλλά ασυδοσία.
Ασυδοσία, για να ροκανίσουν με την ησυχία τους, αυτά που άλλοι έχτισαν με κόπους και θυσίες.
Ασυδοσία για να ξεπουλήσουν κυριαρχικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν με ποταμούς αιμάτων.
Ασυδοσία, για να αλέσουν με την ησυχία τους όνειρα και προσδοκίες για μια καλύτερη ζωή.
Μια ζωή που ποτέ δεν ερχόταν για τον απλό λαό, γιατί οι πόρτες δεν άνοιγαν, οι καλές θέσεις ήταν πιασμένες. Και λίγο – λίγο, αλωθήκαμε αν όχι όλοι, οι περισσότεροι από εμάς. Ο απλός πολίτης, ο λαϊκός, ο χωριάτης, έγινε πρωτευουσιάνος. Σκότωνε όποιον πείραζε την αδελφή του, αλλά ο γκόμενος παίρνει την κόρη του από την πόρτα του. Περπατούσε ξυπόλυτος και δεν καταδέχεται να πάει ούτε στο περίπτερο χωρίς το αυτοκίνητο. Έσκυβε το κεφάλι μπρος στον πατέρα του κι ας είχε γυρίσει από φαντάρος, και τώρα ο αιώνιος φοιτητής γιος του, του κάνει τράκα τσιγάρα. Κοιμόταν "εφτά νομά σε ένα δωμά" και τώρα μία τετραμελή οικογένεια δεν χωρά σε 100 τ.μ. Σπίτι. Δεν είχε χωράφι για να σπείρει και σήμερα καταπατεί δασικές εκτάσεις για την βίλα. Ψώνιζε τα λιγοστά ψώνια του βερεσέ και τώρα εμπλέκεται σε μίζες και κάνει τα στραβά μάτια, αν "πέσει το σχετικό λάδωμα".
Και όχι μόνο αυτά, αλλά οι Παπανδρέλληνες μας έπεισαν ότι "έτσι είναι, έτσι πρέπει να είναι". Και εμείς το χάψαμε σαν κορόιδα, και κόβουμε μόνοι μας τις ρίζες μας. Τα πατρικά στα χωριά μας ερήμωσαν, οι στέγες έπεσαν. Πάμε μία φορά στο τόσο και δεν μπορούμε ούτε να βρούμε τους δρόμους, όσο για τους χορταριασμένους τάφους των δικών μας, ..."κάπου προς τα εκεί είναι".
Ξεπέσαμε από την αξιοπρέπεια που είχαμε, από την εντιμότητα και το σεβασμό, την αγάπη προς τον τόπο μας. Προδώσαμε εμείς οι ίδιοι τις αρχές και τα ιδανικά μας, αυτά που μας ξεχώριζαν σαν λαό, μας έκαναν ...Έλληνες.!
Γίναμε οι απαιτητικοί, οι κουτοπόνηροι, οι καλοπερασάκηδες, οι ατομιστές. Γίναμε ... Παπανδρέλληνες.
Αφού η ηθική μας κατάπτωση έφτασε σε αισχρό σημείο, άρχισαν να φέρνουν ξένους για Παπανδρέλληνες, οι οποίοι είναι λιγότερο Παπανδρέλληνες από εμάς γιατί δεν είναι εδώ ο τόπος τους, απλά το συμφέρον τους κοιτάνε.
Τώρα που αυτοί κάνουν την δουλειά τους και την δουλειά των αφεντικών τους εις βάρος μας ξυπνήσαμε (;) ξαφνικά και φωνάζουμε, και βρήκαμε αυτό το ωραίο πραγματικά και ευρηματικό όνομα.
Όταν τους παίρναμε στην δουλειά μας, τους νοικιάζαμε σπίτια, κάναμε συνδιαλλαγές μαζί τους, ήταν καλά;
Τους γιατρούς και τα σχολεία τους εμείς δεν τα πληρώναμε με τους φόρους μας;
Υπεύθυνοι για τα χάλια μας δεν είναι αυτοί οι δεύτεροι Παπανδρέλληνες, αλλά οι πρώτοι.
Κοιταχτείτε στον καθρέφτη σας: αν δεν δείτε έναν Παπανδρέλληνα, ελάτε μαζί μας.
ΥΓ.Αν δείτε έναν Παπανδρέλληνα, με συγχωρείτε για τον κόπο που σας υπέβαλα να διαβάσετε αυτό το κείμενο.
thermopilai
thermopilai
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου