17/4/22

Οι τελευταίες ημέρες της Νεολληνικής Πομπηίας . Η 17η Απριλίου 1941 ήταν η 171η ημέρα που η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο και 12η ημέρα της Γερμανικής Επίθεσης. Ήταν Μεγάλη Πέμπτη. Ο Κορυζής είχε ακόμα 24 ώρες ζωής αλλά δεν το ήξερε.

 

Στην Καλαμπάκα ανάμεσα Μεγάλη Τετάρτη, Μεγάλη Πέμπτη, οι στρατιώτες που φύλαγαν τις μεγάλες στρατιωτικές αποθήκες τροφίμων λιποτάκτησαν και οι κάτοικοι άρχισαν να τις λεηλατούν. Έπαιρναν σακιά με αλεύρι και ζάχαρη βαρέλια με λάδι, δοχεία με βούτυρο και χαλβά ό,τι μπορούσε ο καθένας και τα μετέφεραν μέχρι το σπίτι τους

 Ενώ άρχιζε η μάχη των Τεμπών ,το πρωί της 17ης , ο Άγγλος πρέσβης Πάλερετ διαβεβαίωσε τον Γεώργιο ότι η Αθήνα δεν διέτρεχε κίνδυνο, «τουλάχιστο για μια εβδομάδα ακόμη», οπότε αποφάσισαν την αναβολή της αναχώρησης της Κυβέρνησης, παρά την απόφαση της προηγούμενης των Παπάγου και Γουίλσον για άμεση αναχώρηση . 

 Στην Αθήνα εμφανίστηκαν οι πρώτες φάλαγγες των «αδειούχων» από το μέτωπο, με φύλλα πορείας, που εκδόθηκαν από τους στρατηγούς, με τη σύμπραξη του αντισυνταγματάρχη Αθ. Κορόζη, και την κάλυψη του υφυπουργού Στρατιωτικών Νικόλαου Παπαδήμα, που συμφώνησε στην προσωρινή απόλυση του 30% των επιστράτων. 

 Ο Άγγλοι έστειλαν τον υποναύαρχο Χάρολντ Μπέϊλυ Γκρόμαν για να προετοιμάσει την εκκένωση των δυνάμεων της Κοινοπολιτείας. Στις 17 Απριλίου 1941 παραιτήθηκαν από την κυβέρνηση οι Γενικοί Διοικητές Μακεδονίας και Θράκης Γ. Κυρίμης και Ευαγ. Καλαντζής δεδομένου ότι η Μακεδονία και η Θράκη ήταν ήδη υπό Γερμανική Κατοχή.

 Ο Αρχηγός Στόλου υπέγραψε διαταγή απόπλου του Στόλου, αλλά το μεσημέρι η διαταγή ακυρώθηκε . Λίγο μετά η διαταγή επαναφέρθηκε σε ισχύ για να ακυρωθεί και πάλι το βράδυ , δημιουργώντας μεγάλο εκνευρισμό στα πληρώματα , διότι υπήρχε συνεχής κίνδυνος προσβολής από τη γερμανική αεροπορία. 

Η αναβλητικότητα και η μεγάλη σύγχυση που επικρατούσε εκείνες τις ώρες είχε σαν αποτέλεσμα να στασιάσει το πλήρωμα του «Αετού», που βρισκόταν κοντά στο Βασίλισσα Όλγα, και να στρέψει τα πυροβόλα του προς το Βασίλισσα Όλγα. 
Τότε ο Αρχηγός του Στόλου διέταξε το «Βασίλισσα Όλγα» να στρέψει τα πυροβόλα του προς το «Αετός», και πήγε στο πλοίο του οποίου το πλήρωμα είχε στασιάσει και με την συνδρομή του Ι. Τούμπα (κυβερνήτη του Αετός) επέβαλε την τάξη. Στο Ναύσταθμο ανακοινώθηκε στο πλήρωμα του Αβέρωφ , από τον ύπαρχο αντιπλοίαρχο Παπαβασιλείου η απόφαση του Γ.Ε.Ν. και των Αγγλων, να βυθιστεί το πλοίο «τιμητικά» στην Ψυττάλεια, οπότε στασίασε το πλήρωμα. 
 Ο Αβέρωφ απέπλευσε χωρίς πλοίαρχο τα μεσάνυκτα της 17ης προς 18η Απριλίου. Την ίδια ημέρα , το Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας παραδόθηκε στη Γερμανία.
 O πρώην υπουργός Εξωτερικών της ανατραπείσης κυβέρνησης Αλεξάντερ Τσίντσαρ -Μάρκοβιτς και ο στρατηγός Ραντιβόιε Γιάνκοβιτς, υπέγραψαν στο Βελιγράδι, στις 21.00 το βράδυ, την άνευ όρων παράδοση του Γιουγκοσλαβικού στρατού, η οποία τέθηκε σε ισχύ 13 ώρες αργότερα. 
O Γιουγκοσλαβικός στόλος παραδόθηκε στους Ιταλούς. Οι αξιωματικοί Μιλαν Σπάσιτς και Σεργέι Μάσερα βύθισαν το αντιτορπιλικό «Ζάγκρεμπ» στον ναύσταθμο του Κότορ για να μην παραδοθεί. 
Διέφυγαν και πήγαν στην Αλεξάνδρεια ένα υποβρύχιο και δυο τορπιλάκατοι. Επίσης 10 υδροπλάνα διέφυγαν στην Ελλάδα και στη συνέχεια τα 9 έφτασαν στην Αλεξάνδρα. Ο μόνος που δεν αποδέχτηκε τη συνθηκολόγηση του γιουγκοσλαβικού στρατού ήταν ο στρατηγός Ντράγκολιουμπ (Ντράζα) Μιχαίλοβιτς που κατέφυγε στην Ράβνα Γκόρα, από όπου ξεκίνησε την αντίσταση των Τσέτνικς κατά των κατακτητών. 
Ο Τίτο τον συνέλαβε και τον δίκασε σαν «ταγματασφαλίτη» και «εθνοπροδότη» και τον εξετέλεσε στις 17 Ιουλίου 1946. Στη δίκη σαν μάρτυρας κατέθεσε ο πράκτορας Σίμοβιτς ως πρωθυπουργός της εξόριστης κυβέρνησης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: