Ο ‘Αντον Κάλτσεφ, γεννήθηκε στα σημερινά Σπήλαια Καστοριάς, που τότε λεγόταν Ζούζελστι, το 1910. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, στο στρατοδικείο πήγε στο δημοτικό σχολείο του χωριού του έως τη Γ΄τάξη. Ο πατέρας του ήδη είχε μεταναστεύσει το 1912 στη Βουλγαρία. Μετανάστευσε στη Βουλγαρία μετά την Συνθήκη του Νεϊγύ. Το 1931, αφού ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στη Σόφια, γράφτηκε στην Στρατιωτική Ακαδημία της Δρέσδης, όπου εφοίτησε έως το 1935 και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας, όπου μετά την απόκτηση του πτυχίου του προσλήφθηκε ως βοηθός. Το 1940 επέστρεψε στη Βουλγαρία και διορίσθηκε καθηγητής στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, όπου δίδαξε οικονομικά. Ύστερα από έξι μήνες εγινε δεκτός στη σχολή και μετά από ολιγόμηνη εκπαίδευση ονομάστηκε έφεδρος ανθυπολοχαγός. Τον Ιούλιο του 1941 στάλθηκε ως υπολοχαγός στην κατεχόμενη από τις δυνάμεις του Άξονα Μακεδονία, όπου οργάνωσε την παραστρατιωτική οργάνωση Οχράνα η οποία έδρασε κυρίως στις περιοχές Καστοριάς, Φλώρινας και Έδεσσας αλλά και στην περιφέρεια του Μοναστηρίου. Η έδρα του ήταν στην Φλώρινα. Ηταν επίσης ένας εκ των ιδρυτών της Βουλγαρικής Λέσχης Θεσσαλονίκης. Μετά την υποχώρηση των Γερμανών το 1944, ο Κάλτσεφ κατέφυγε στην «Μακεδονία του Βαρδάρη» όπου τον συνέλαβαν ο φασίστα οι παρτιζάνοι , οι οποίοι τον παρέδωσαν στον ΕΛΑΣ ως συνεργάτη των κατακτητών της Ελλάδας.
Ο ΕΛΑΣ στην συνέχεια μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας τον παρέδωσε με τη σειρά του στους Βρετανούς μαζί με τον Τζοβάννι Ραβάλλι που είχε αλλάξει ταυτότητα και εντάχθηκε στον ΕΛΑΣ μαζί με 15 Οχρανίτες, μετα τη ιταλική συνθηκολόγηση. Οι Άγγλοι τελικά αποφάσισαν να τους παραδώσουν στις ελληνικές Αρχές.
Ο Κάλτσεφ μαζί με τον Ιταλό Λοχαγό Τζοβάνι Ραβάλι δικάσθηκε πρωτοδίκως από Στρατοδικείο στην Αθήνα το 1946 και καταδικάστηκε σε ισόβια και κλείσθηκε στις φυλακές Κερκύρας, απ΄όπου μετήχθη στη Θεσσαλονίκη το 1948 και δικάσθηκε από το Διαρκές Στρατοδικείο εκ νέου το Μάιο του ίδιου έτους για εγκλήματα πολέμου με βάση τη νομοθεσία περί δωσιλόγων (6η Συντακτική Πράξη του 1945).
Κηρύχθηκε ένοχος ηθικής αυτουργίας σε ομαδικούς φόνους, συλλήψεις και εκτοπίσεις, εμπρησμούς καθώς και για την προσπάθεια εκριζώσεως του εθνικού φρονήματος και αλλοιώσεως της εθνολογικής σύνθεσης του πληθυσμού της Μακεδονίας. Καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στο Επταπύργιο Θεσσαλονίκης τα ξημερώματα της 27ης Αυγούστου 1948.
Ο Τζιοβάνι Ραβάλλι, ο δήμιος της Καστοριάς δεν εκτελέστηκε.Τον
άφησε Ελεύθερο ο Κουφός Εθνάρχης τα 1959. Πέθανε στην Ιταλία το 1998.
Γεννημένος
στο Παλέρμο το 1909 ,Υπηρετούσε στο 13ο Σύνταγμα της Μεραρχίας «Πινερόλο» και
τοποθετήθηκε το 1941, διευθυντής του Γραφείου Πληροφοριών στο Φρουραρχείο στην
Καστοριά.
Όλη η Αλήθεια για την υπόθεση Ραβάλλι μέσα σε 50 γραμμές από το βιβλίο «Από τη ΦΑΣΙΣΤΙΚΉ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΆ ΣΤΟ ΟΛΟΚΑΎΤΩΜΑ»
του Μάϊκλ Παλούμπο.
«Η περίπτωση του Τζιοβάνι Ραβάλλι αποσαφηνίζει το σύνθετο πολιτικό πρόβλημα της δίκης των Ιταλών φασιστών στην Ελλάδα. Ο Ραβάλλι είχε διαπράξει εξαιρετικά σοβαρές αγριότητες στην Καστοριά. Μετά την ανακωχή του Σεπτεμβρίου του 1943, είχε αλλάξει την ταυτότητά του και είχε ενταχθεί στους αντάρτες του ΕΛΑΣ που πολεμούσαν μαζί με τους Συμμάχους. Ωστόσο, μόλις οι αντάρτες έμαθαν για την ταυτότητά του τον φυλάκισαν και το παρέδωσαν στους αγγλους μετά την Βάρκιζα. Δικάστηκε το 1946. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο Ραβάλλι ισχυρίστηκε ότι μετά τον Σεπτέμβριο του 1943 είχε συμβάλει στην υπόθεση των Συμμάχων και ζήτησε από τον συνταγματάρχη Γούντχαουζ, να καταθέσει για τη συμπεριφορά του. Ο Έλληνας Επίτροπος κατήγγειλε ότι η ενέργεια αυτή αποτελούσε παρέμβαση στο έργο της ελληνικής δικαιοσύνης. Οι κομμουνιστές ισχυρίστηκαν ότι τα θύματα του Ραβάλλι ήταν σε μεγάλο βαθμό μέλη του κόμματος και ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για την υπόθεση. Ο Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα φοβόταν ότι η εμφάνιση του Γούντχαουζ στη δίκη θα «διαστρεβλωνόταν κατάφωρα από τον κομμουνιστικό Τύπο, ο οποίος θα κατηγορούσε τους Βρετανούς ότι προστατεύουν έναν διαβόητο σφαγέα.
Το τελικό αποτέλεσμα ήταν ότι ο Γούντχαουζ κατέθεσε δήλωση στη δίκη Ραβάλι, η οποία κατέληξε με την επιβολή ποινής ισόβιας φυλάκισης.
Τον Φεβρουάριο του 1948 η κυβέρνηση της Αθήνας ενημέρωσε τους Ιταλούς ότι, με σκοπό τη διατήρηση καλών διπλωματικών σχέσεων, «αποφάσισαν να μην ασκήσουν μεγαλύτερη πίεση στην παράδοση ιταλών εγκληματιών πολέμου». Οι Βρετανοί χειροκρότησαν αυτή τη χειρονομία ως ένδειξη κατανόησης μεταξύ δύο μελών του αντικομμουνιστικού συνασπισμού.»
Πριν τον θάνατό του ο Ραβάλλι είπε ότι για τις εκτλε΄σεις τις διαταγές έδινε ο Βενιέρ ένω τα βασανιστήρια και τους βιασμούς απέδωσε την ευθύνη στον υπολοχαγό Γκάϊο Γκραντενίγκο , έναν Βενετσιάνο ευγενή που είχε πεθάνει πολύ καιρό πριν» .
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου