Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 , (με το Ιουλιανό), 5 Μαρτίου, (με το νέο), ο Αλέξανδρος Υψηλάντης κυκλοφόρησε από το Ιάσιο την επαναστατική του προκήρυξη, προς το «Πανελλήνιο», με τίτλο «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος», με την οποία καλούσε τους φίλους της Πατρίδος στα Όπλα.
«Εις τα όπλα λοιπόν φίλοι, η Πατρίς Μάς Προσκαλεί!», έλεγε, υποσχόμενος «Σύνταγμα» και «Εκλογές».
Ο Υψηλάντης κοινοποίησε την προκήυρηξη
στις ευρωπαϊκές Αυλές.
Ο «Τάταρος», (Ταχυδρόμος), που μετέφερε την προκήρυξη και την παραίτηση του Υψηλάντη από το ρωσικό στρατό, προς τον Καποδίστρια και τον Τσάρο που ήσαν στο Τροπάου, πέρασε από την Βιέννη στις 10 Μαρτίου.
Έκανε δηλαδή δυο μέρες από το Ιάσιο.
Η προκήρυξη έφτασε στον Ρώσο πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Γκριγκόρι Στρογγανόφ , σε 5 ημέρες.
Την 1η/13η Μαρτίου 1821.
Μετά την πρώτη προκήρυξη προς το Πανελλήνιον, ο Υψηλάντης εξέδωσε αυθημερόν και την προκήρυξη «προς τους Αδελφούς της Εταιρίας των Φιλικών» , ως Γενικός Επίτροπος της Αρχής με τίτλο «Εν τούτω Νίκα».
Η προκήρυξη του Υψηλάντη «προς τους Αδελφούς της Εταιρίας των Φιλικών» αποτελεί την καλύτερη γραπτή απόδειξη για στην ανυπαρξία της «Φιλικής Εταιρείας» που εφηύρε ο Μινχάουζεν-Φιλήμων την πρωταπριλιά του 1834 με απαίτηση της Στοά.
«Προς τους Αδελφούς της Εταιρίας των Φιλικών», μίλησε ο Γενικός Επίτροπος της Εταιρείας.
Το πολιτικό μέλλον της Ελευθέρας Ελλάδος συζητήθηκε για πρώτη φορά από την παρέα των συνωμοτών-επαναστατών που ετοίμαζε από τα Επτάνησα την απελευθέρωση στο πλαίσιο του Ρωσο-τουρκικού πολέμου του 1806. Τότε κατά την σύνταξη του Ελληνικού Μανιφέστου, της Ελληνικής Νομαρχίας, τέθηκαν τα ζητήματα αν το ελεύθερο κράτος θα ήταν Δημοκρατία, αν θα είχε βασιλιά και ποιον, αν θα είχε Σύνταγμα και ποιο, αν θα ήταν ανεξάρτητο ή αυτόνομη ηγεμονία υπό την κηδεμονία άλλης δύναμης και ποιας.
Η συζήτηση των «Φιλογενών» που περιελάμβαναν και αριστοκράτες όπως ο Καποδίστριας και «Γιακωβίνους» δεν κατέληξε σε συμφωνία, και το άφησαν για αργότερα. Στην «Ελληνική Νομαρχία» διατυπώθηκε μια αμφίσημη θέση στο ζήτημα της Δημοκρατίας και της Αριστοκρατίας μετά τη Νίκη της επανάστασης.
«Η Νομαρχία, αδελφοί μου –έγραφε- ευρίσκεται τόσον εις τη δημοκρατία καθώς και εις την αριστοκρατία, αι οποίαι εις άλλο δεν διαφέρουν, ειμή μόνον. ότι η μεν δημοκρατία κλίνει εις την αναρχία, η δε αριστοκρατία εις την ολιγαρχία.
Επειδή όμως και εις τας δύο αυτάς διοικήσεις σώζεται η ελευθερία, η εκλογή είναι αδιάφορος. Όθεν, κατά το πλήθος του λαού και κατά το κλίμα ποτέ μεν προτιμάται η μίαν, ποτέ δε η άλλη».
Αυτός ήταν ένας συμβιβασμός, του οποίου η πολιτική βάση διατυπωνόταν ήδη από τον Θούριο. (στίχ. 27, «γιατί κ' η αναρχία ομοιάζει την σκλαβιά») .
Το «Ελληνικό Μανιφέστο», επεξηγούσε ότι, «εις την αναρχίαν ελεύθεροι είναι μόνον οι ισχυρότεροι, εις την Μοναρχία εις, ουδείς εις την Τυραννίαν και όλοι εις την ΝΟΜΑΡΧΙΑΝ».
Επομένως ελευθερία υπάρχει και εις την «Δημοκρατία» και εις την Αριστοκρατία, αρκεί να υπάρχει «Νομαρχία», αφού, «Ελευθερία είναι η υπακοή εις τους νόμους», τους οποίους οι πολίτες «διέταξαν οι ίδιοι, έτσι ώστε, «υπακούοντάς τους ο καθείς υπακούει εις την θέλησίν του και είναι ελεύθερος».
Το ίδιο θέμα το συζητούσαν για εβδομάδες, την άνοιξη του 1820, στην Αγ. Πετρούπολη, όταν ο Καποδίστριας προσέφερε το ελληνικό στέμμα , στον Αλέξανδρο Υψηλάντη.
Στην ομάδα με την οποία συζητούσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ήσαν, τα αδέλφια του, ο Γεώργιος , (που διέμενε επίσης στην Αγ. Πετρούπολη) και ο Νικόλαος, που είχε ανέβη από την Οδησσό, μαζί με τους Κωνσταντίνο Κατακάζη και Γ. Λασσάνη, ο εξάδελφος του και πολιτικός του σύμμαχος, Ιωάννης Μάνος , ο γιατρός από την Οδησσό, Πέτρος Ηπίτης, που ήταν ήδη «Φιλογενής» από το 1816, και ο οποίος αργότερα συνόδευσε τον Υψηλάντη μαζί με τον Ξάνθο και τον Μάνο στο ταξίδι στη Μόσχα, αναλαμβάνοντας αμέσως μετά, τον ρόλο του «Αποστόλου των Εθνών» της Επανάστασης, και ο οποίος κουράριζε τον Αλ. Υψηλάντη.
Ο Υψηλάντης έφυγε από την Αγία Πετρούπολη ως μέλλων βασιλεύς των Ελλήνων.
Η Ουσία της Παλιγγενεσίας ήταν ο Έλληνας βασιλιάς, που δεν θα άφηνε περιθώρια για Όθωνες , Λεοπόλδους και Γκλίξμπουργκ.
Και ο Υψηλάντης ήταν από Βασιλική Γενιά.
Στο Κείμενο της επαναστατικής προκήρυξης που εξέδωσε και με το οποίο καλούσε εκ μέρους της πατρίδος τους Έλληνες στα Όπλα, θα έπρεπε Αυτός, ως κληρονόμος των Παλαιολόγων και των Κομνηνών, εκφράζοντας την συνέχεια, να ομιλήσει εκ μέρους του Έθνους.
Ακριβώς, όπως μίλησε ο Κολοκοτρώνης στον Χάμιλτον.
«Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτινόν πόλεμον με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήταν πάντοτε ανυπότακτα».
Στην προκήρυξη προς του Έλληνες της Μολδοβλαχίας αυτή η λογική της «Συνέχειας» εκφράστηκε πλήρως.’ Ο Υψηλάντης μίλησε σαν τον Μέγα Κωνσταντίνο. «Εν τούτω Νίκα». Ιδού η φίλη ημών πατρίς Ελλάς ανυψώνει μετά Θριάμβου τας προπατορικάς της σημαίας! Ο Μωρέας, η Ηπειρος, η Θεσσαλία, η Σερβία, ή Βουλγαρία, τα νησιά του αρχιπελάγους, εν ενί λόγω η Ελλάς άπασα έπιασε τα όπλα, δια να αποτινάξη τον βαρύν ζυγόν των βαρβάρων, και ενατενίζουσα εις το μόνον νικητήριο όπλον των ορθοδόξων, τον τίμιον λέγω και ζωοποιόν Σταυρόν, κράζει μεγαλοφώνως υπό την προστασίαν μεγάλης και κραταιάς Δυνάμεως:
Εν τούτω τω σημείω νικώμεν! Ζήτω η ελευθερία!» .
Τα κείμενα αυτά ήταν έτοιμα από καιρό. Δεν γράφτηκαν στο πόδι.
Αντίθετα «στο πόδι» συμπληρώθηκε η προκήρυξη, «Μάχου υπέρ Πίστεως και πατρίδος», η οποία απέκτησε μεγάλη Ιακωβίνικη Επιρροή.
Για χρόνια μελετώ και προσπαθώ να εντοπίσω τα πρόσωπα που επέφεραν τις καταστροφικές αλλαγές.
Η ευθύνη βεβαίως είναι του Αλέξανδρου Υψηλάντη που την υπέγραψε και των αδελφών του.
Η προκήρυξη ξεκίναγε "στραβά", με τον παραλληλισμό με τις ευρωπαϊκές επαναστάσεις.
« Πρὸ πολλοῦ οἱ λαοὶ τῆς Εὐρώπης, πολεμοῦντες ὑπὲρ τῶν ἰδίων Δικαιωμάτων καὶ ἐλευθερίας αὐτῶν, μᾶς ἐπροσκάλουν εἰς μίμησιν, αὐτοί, καίτοι ὁπωσοῦν ἐλεύθεροι, ἐπροσπάθησαν ὅλαις δυνάμεσι νὰ αὐξήσωσι τὴν ἐλευθερίαν, καὶ δι’ αὐτῆς πᾶσαν αὐτῶν τὴν Εὐδαιμονίαν».
Ενώ στην προκήρυξη για τους Έλληνες ανέφερε απλά «μετά τόσων αιώνων οδύνας απλώνει πάλιν ο Φοίνιξ της Ελλάδος μεγαλοπρεπώς τας πτέρυγας του, και προσκαλεί υπό την σκιάν αυτού τα γνήσια και ευπειθή τέκνα της!».
Η Ελληνική Επανάσταση ήταν εθνικοαπελευθερωτική δεν ήταν ταξική δια την «Ευδαιμονίαν».
Και λίγες γραμμές πιο κάτω, αναφερόταν στους «διεθνιστές γάλλους και γερμανούς του Ναπολέοντα» του οποίους είχαν σκεφτεί να προσλάβουν, αλλά αυτό δεν είχε καμιά θέση στην διακοίνωση προς τον Τσάρο. «πολλοὶ ἐκ τούτων φιλελεύθεροι θέλουσιν ἔλθη, διὰ νὰ συναγωνισθῶσι μὲ ημᾶς».
Πιο κάτω έλεγε το αυτονόητο.
« Εἶναι καιρὸς νὰ ἀποτινάξωμεν τὸν ἀφόρητον τοῦτον Ζυγόν, νὰ ἐλευθερώσωμεν τὴν Πατρίδα, νὰ κρημνίσωμεν ἀπὸ τὰ νέφη τὴν ἡμισέληνον νὰ ὑψώσωμεν τὸ σημεῖον, δι’ οὗ πάντοτε νικῶμεν! λέγω τὸν Σταυρόν, καὶ οὕτω νὰ ἐκδικήσωμεν τὴν Πατρίδα, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον ἡμῶν Πίστιν ἀπὸ τὴν ὰσεβῆ τῶν ἀσεβῶν Καταφρόνησιν. Μεταξὺ ἡμῶν εὐγενέστερος εἶναι, ὅστις ἀνδρειοτέρως ὑπερασπισθῆ τὰ δίκαια τῆς Πατρίδος, καὶ ὠφελιμοτέρως τὴν δουλεύση».
Αυτό ήταν το ετοιμο κείμενο.
Και ξαφνικά παρενεβλήθη εντελώς άσχετα το εδάφιον περί εκλογών και Συντάγματος, που κατάστρεψε τον Υψηλάντη και την Επανάσταση.
«Τὸ ἔθνος συναθροιζόμενον θέλει ἐκλέξη τοὺς Δημογέροντάς του, καὶ εἰς τὴν ὕψιστον ταύτην Βουλὴν θέλουσιν ὑπείκει ὅλαι μας αἱ πράξεις.»
Η προκήρυξη συνέχιζε ομαλά λέγοντας: «Ἂς κινηθῶμεν λοιπὸν μὲ ἕν κοινὸν φρόνιμα, οἱ πλούσιοι ἂς καταβάλωσιν μέρος τῆς ἰδίας περιουσίας, οἱ ἱεροὶ ποιμένες ἂς ἐμψυχώσωσι τὸν λαὸν μὲ τὸ ἴδιόν των παράδειγμα, καὶ οἱ πεπαιδευμένοι ἂς συμβουλεύσωσιν τα ωφέλιμα».
Αν την ξαναδιαβάσουμε χωρίς την παράγραφο των εκλογών και της αγγλικής «Συνταγματικής Δημοκρατίας», αμέσως καταλαβαίνουμε ότι αυτό το εδάφιο είναι «μπάλωμα».
Αλλά, ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Στις 24 Φεβρουαρίου/5 Μαρτίου 1821, η Ελλάδα δεν χρειαζόταν προκήρυξη εκλογών για την εθνοσυνέλευση της «Δημοκρατίας του Μάιντς», αλλά ένα Εθνάρχη, που θα ομιλούσε εκ μέρους του Έθνους.
Λίγο πιο κάτω η προκήρυξη έλεγε: «Ποῖοι μισθωτοὶ καὶ χαῦνοι δοῦλοι τολμοῦν να αντιπαραταχθώσιν ἀπέναντι λαοῦ, πολεμοῦντος ὑπὲρ τῆς ἰδίας ἀνεξαρτησίας; Μάρτυρες οἱ Ἡρωικοὶ ἀγῶνες τῶν προπατόρων μας».
Σε αυτό προστέθηκε η φράση:
« Μάρτυς ἡ Ἰσπανία, ἥτις πρώτη καὶ μόνη κατετρόπωσε τὰς ἀηττήτους φάλαγκας ἑνὸς τυράννου».
Η Ισπανία δεν αναφερόταν για τον πόλεμο της Ιβηρικής αλλά για την εξέγερση του «Φιλελευθερου» τέκνου των Ρότσιλντ, στρατηγού Ραφαέλ ντελ Ριέγκο, που πήρε «Φιλελεύθερο Σύνταγμα» από τον Φερδινάνδο, και δανεικά από το Λονδίνο.
Το κλείσιμο της προκήρυξης με του «Τυραννοκτόνους» μπλα-μπλά, κλπ, ηταν επίσης εμβόλιμη, τσόντα, διότι οι Έλληνες δεν εξηγέρθησαν εναντίον του πολιτεύματος αλλά εναντίον του κατακτητή.
Εάν δηλαδή ο Τούρκος είχε συνταγματική μοναρχία και πολίτευμα «μέγκλα», ( made in England), ο Έλληνες θα έπρεπε να ήσαν ευτυχείς;
Συμπερασματικά διαπιστώνω ότι εις τον κύκλο περί τον Αρχηγό, έδρασε κάποιος «άγγλος πράκτορας», που πήρε μαζί του τα φοιτηταριά Ιακωβινάκια, και παρέσυραν, τον Αλέξανδρο, που δέχτηκε να βάλει την υπογραφή του κάτω από μια καρμπονάρικη προκήρυξη που στον έστειλε στην αυστριακή φυλακή και καταδίκασε την ελληνική Επανάσταση.
Και επιμένω ότι τα σημεία που εντοπίζω προστέθηκαν την τελευταία στιγμή γιατί είναι άσχετα με όλα τα μέχρι τότε δημοσιευμένα κείμενα.
Ο Υψηλάντης επαναστάτησε με την προκήρυξη αυτή όχι κατά του Σουλτάνου αλλά κατά του Τσάρου.
Σπυρίδων Αλεξάνδρου Χατζάρας
1 σχόλιο:
Την παραμονή της αναχωρήσεως Αυτού δια το εν Vertus στρατόπεδον ο Αυτοκράτωρ με εκάλεσεν εις το γραφείον Του. Ήτο η ενάτη ώρα της εσπέρας. Ο Αυτοκράτωρ μοι εξέφρασε την ευχαρίστησιν και ικανοποίησίν Του εκ της επιτυχίας ,μεθ΄ ην εξεπλήρουν τας διαταγάς Του. Μοι εδήλωσεν ότι απεφάσισεν να με κρατήση στο εξής πλησίον Του, ότι θα με διώριζε Υπουργόν Του επί των εξωτερικών .Παρ΄ ολίγον να μοι λείψουν οι λέξεις, βιάσας όμως εμαυτόν είπον εις τον Αυτοκράτορα ότι η συγκίνησις μου παρείχεν Αυτώ το μέτρον των αισθημάτων ευγνωμοσύνης ων εμφορούμην.
Ακολούθως ο Καποδίστριας εξέφρασε την ανησυχία του πως θα εξυπηρετούσε και τα πατριωτικά του καθήκοντα. Και ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος ο Α΄ συνέχισε.
Πολύ μεγαλοποιείτε τα πράγματα. Σέβομαι τα αισθήματά σας προς την ιδιαιτέραν πατρίδαν σας και την Ελλάδα και επειδή ακριβώς γνωρίζω τα αισθήματα ταύτα , επιθυμώ να σας κρατήσω πλησίον Μου. Ουδέν δικαιότερον και ωφελιμότερον του να έχουν οι Έλληνες συνήγορον παρ΄ Εμοί εν τω προσώπω υμών. Σας υπόσχομαι ότι όλας τας υποθέσεις τόσον τας ιδιωτικάς όσον και τας δημοσίας , θα τας εμπιστεύομαι εις υμάς. Απόδειξιν τούτου έχετε την στιγμήν ταύτην , διότι εις υμάς έχω αναθέσει αποκλειστικώς τας διαπραγματεύσεις περί των Ιονίων Νήσων. Λοιπόν θάρρος , ελπίδα εις τον Θεόν και καρτερίαν. Τότε η Αυτού Μεγαλειότης σφίγξασα την χείρα μου , μοι είπεν. Σύμφωνοι λοιπόν , καλή νύκτα.
Την επαύριον ο Αυτοκράτωρ υπέγραψε το διάταγμα δι΄ ου με διώριζε Γραμματέα της Επικρατείας επί των Εξωτερικών,
Η συνάντηση αυτή Καποδίστρια - Τσάρου Αλέξανδρου έγινε μεταξύ 26 Σεπτεμβρίου - 20 Νοεμβρίου 1815, που υπογράφηκε η συνθήκη των Παρισίων. Κατά την γνώμη μου η ημερομηνία θα έπρεπε να εξακριβωθεί και να εορτάζεται ως η ιδρυτική συνθήκη της χώρας μας , διαδηλώνοντας περίτρανα, μια και τα αισθήματα στην χώρα μας είναι κυρίως φιλορωσικά, ότι αποτελούμε δημιούργημά της , αλλά και δορυφόρος της .
Το παραπάνω είναι απόσπασμα από υπηρεσιακή αναφορά του Καποδίστρια , ως εν αργομισθία Υπουργού, στον νέο Τσάρο Νικόλαο, κατά τον Δεκέμβριο του 1826, ενώ ανέμενε , τον διορισμό του ως Κυβερνήτη της επαναστάσας Ελλάδας, ως τον διαβεβαίωναν οι εκπρόσωποι του φιλορωσικού κόμματος , με επικεφαλής τον Κολοκοτρώνη, που με τον ταυτόχρονο διορισμό των Άγγλων Τζωρτζ και Κόχραν , εξασφάλισε την ανοχή του Άμιλτων , που ναυλοχούσε στον Αργοσαρωνικό κόλπο, αιφνιδιάζοντας τους φιλοδυτικούς Κουντουριώτη και Ζαίμη, ως ομολογεί στην εξιστόρησή του στον Τσερτσέτη.
Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως με αφορμή τα 200 χρόνια από την επανάσταση ουδείς διανοούμενος και περισσότερο ιστορικός έκανε οποιαδήποτε αναφορά στο κείμενο αυτό.
Η σύγχρονη διανόηση εκτός από αριστεροκρατούμενη , είναι και φιλορώσικη , αποσιωπώντας οποιοδήποτε τεκμήριο της ρώσικης επιρροής. Οι σύγχρονοι τσαράνοι δεν πρέπει να καταλάβουν γιατί τους έχουν δημιουργηθεί τα φιλορώσικα αισθήματα. Αρκεί να τα έχουν. Τα υπόλοιπα αφορούν άλλους. Αυτούς που τους κουμαντάρουν.
Δημοσίευση σχολίου