http://eglimatikotita.blogspot.com/2010/02/cia-washington-post.html
"Μια φορά και ένα καιρό" σε μια μακρινή και ονειρεμένη χώρα,κάποιος ηγέτης σε συνεργασία με τους συμβούλους του (Εβραϊκής καταγωγής για όποιον ενδιαφέρετε ) της CIA αποφάσισαν να κάνουν κάτι που δουλεύει σε βάθος και να περνάει απαρατήρητο.
Οι λόγοι...
Ιράν, Χιλή, Νικαράγουα...
Από τη δεκαετία του 1950 οι « βρόμικοι πόλεμοι » της Central Intelligence Agency (CIA) απασχολούν τακτικά τη δημοσιότητα, και μάλιστα μερικές φορές όταν αποκαλύπτονται δημιουργούν σκάνδαλο στις ΗΠΑ.
Με τη δημιουργία του Εθνικού Ιδρύματος για τη Δημοκρατία ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρέιγκαν πρόσφερε στην Ουάσιγκτον ένα εργαλείο που περνάει απαρατήρητο σε σχέση με τη CIA και, κυρίως, είναι λιγότερο αμφιλεγόμενο. Ωστόσο, ο στόχος παρέμεινε ο ίδιος : η αποσταθεροποίηση των μη φιλικών κυβερνήσεων με χρηματοδότηση της αντιπολίτευσής τους.
« Μεγάλο μέρος των όσων κάνουμε σήμερα το έκανε παράνομα η CIA πριν από 25 χρόνια ». Το άτομο που έκανε αυτή τη δήλωση στην « Washington Post » στις 22 Σεπτεμβρίου του 2001 ονομάζεται Αλέν Βαϊνστάιν και είναι ο ιστορικός που υπήρξε ο πρώτος πρόεδρος του National Endowement for Democracy (NED-Εθνικό Ίδρυμα για τη Δημοκρατία), μιας αμερικανικής μη κερδοσκοπικής οργάνωσης η οποία καλείται να υπηρετήσει ορισμένους ιδιαίτερα ενάρετους στόχους : την προώθηση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας.
Σκάνδαλο με διεθνείς διαστάσεις
Το NED δεν υπήρχε όταν, στις 26 Φεβρουαρίου του 1967, η ίδια εφημερίδα αποκάλυψε ένα πολύκροτο σκάνδαλο με διεθνείς διαστάσεις : η CIA χρηματοδοτούσε στο εξωτερικό συνδικάτα, πολιτιστικούς συλλόγους, μέσα ενημέρωσης αλλά και φημισμένους διανοούμενους. Το άρθρο αποκάλυπτε επίσης τον τρόπο με τον οποίο έφθαναν τα χρήματα στους παραλήπτες τους. Όπως μας επιβεβαίωσε αργότερα ο Φίλιπ Εϊτζι, πρώην αξιωματικός της « Εταιρείας », « η CIA χρησιμοποίησε αμερικανικά ιδρύματα αλλά και άλλες οντότητες, οι οποίες δημιουργήθηκαν αποκλειστικά γι’ αυτό το σκοπό και υπήρχαν μονάχα στα χαρτιά »
Για να εκτονωθεί η κατάσταση, ο πρόεδρος Λίντον Τζόνσον ζήτησε να διενεργηθεί έρευνα, αν και γνώριζε καλά ότι στις αρμοδιότητες της CIA περιλαμβανόταν όντως η πραγματοποίηση επιχειρήσεων αυτού του τύπου, από την εποχή της δημιουργίας της, το 1947 : « Οι πολιτικοί μας προσέφευγαν σε μυστικές επιχειρήσεις για να στείλουν συμβούλους, εξοπλισμό και χρήματα για την υποστήριξη μέσων ενημέρωσης και κομμάτων στην Ευρώπη, γιατί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι σύμμαχοί μας βρίσκονταν αντιμέτωποι με πολιτικές απειλές »
Ο Ψυχρός Πόλεμος μόλις είχε αρχίσει και το ζητούμενο ήταν η ανάσχεση της « ιδεολογικής επιρροής » της Σοβιετικής Ένωσης. Σε μερικές περιπτώσεις οι οργανώσεις που χρηματοδοτήθηκαν κατόρθωσαν να εξασθενίσουν -αν όχι να εξουδετερώσουν- τους αντιπάλους των φιλικά προσκείμενων προς την Ουάσιγκτον κυβερνήσεων. Ταυτόχρονα, δημιούργησαν πολιτικούς χώρους που ευνοούσαν τα αμερικανικά συμφέροντα.
Αυτή η διαδικασία υπονόμευσης είχε τεθεί στην υπηρεσία πραξικοπημάτων όπως εκείνο που ανέτρεψε, το 1964, τον πρόεδρο της Βραζιλίας Ζοάο Γκουλάρτ. Τον Σεπτέμβριο του 1973, η ανατροπή του χιλιανού προέδρου Σαλβαδόρ Αλιέντε απέδειξε ότι ο Λευκός Οίκος δεν είχε σταματήσει τις ενέργειες αυτού του τύπου. Όπως εξηγεί ο Εϊτζι, « για να προετοιμαστεί το έδαφος για τους στρατιωτικούς, χρηματοδοτήθηκαν και καθοδηγήθηκαν σημαντικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών αλλά και μέσα ενημέρωσης. Επρόκειτο για μια βελτιωμένη εκδοχή του πραξικοπήματος της Βραζιλίας ». Μετά το 1975 η CIA αποτέλεσε και πάλι αντικείμενο ερευνών της Γερουσίας των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως λόγω της εμπλοκής της σε συνωμοσίες και σε εγκλήματα που διαπράχτηκαν ενάντια σε διάφορους πολιτικούς ηγέτες σε ολόκληρο τον κόσμο (Πατρίς Λουμούμπα, Αλιέντε, Κάστρο).
Παράλληλα, η πρόοδος που πέτυχαν διάφορα επαναστατικά κινήματα στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική υποχρέωσε την Ουάσιγκτον να καταλήξει στη διαπίστωση ότι, εάν το έργο της διείσδυσης στις οργανώσεις της « κοινωνίας των πολιτών » εξακολουθούσε να έχει αποφασιστικό ρόλο, η οδός που ακολουθούνταν δεν ήταν η ενδεδειγμένη. Θυμήθηκαν τότε ότι « για τη διεξαγωγή της μάχης των ιδεών σε ολόκληρο τον κόσμο η κυβέρνηση Τζόνσον (...) είχε συστήσει τη δημιουργία ενός "μηχανισμού στον οποίο θα συμμετείχε ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας", ο οποίος θα είχε ως αποστολή τη φανερή χρηματοδότηση δραστηριοτήτων στο εξωτερικό »
Έτσι, το 1979 δημιουργήθηκε το American Political Foundation (APF), ένας συνασπισμός του Δημοκρατικού και του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ηγετών του συνδικαλιστικού κινήματος και εργοδοτών, συντηρητικών πανεπιστημιακών και θεσμών που ασχολούνταν με την εξωτερική πολιτική. Το μοντέλο εισήχθη από τη Δυτική Γερμανία, όπου τα ιδρύματα των τεσσάρων κυριότερων κομμάτων γνωστά με το όνομα Stiftung- χρηματοδοτούνταν από την κυβέρνησή τους ως όργανα για τη διεξαγωγή του Ψυχρού Πολέμου. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στην περίπτωση του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ (CDU).
Στις 14 Ιανουαρίου του 1983 ο πρόεδρος Ρέιγκαν υπέγραψε τη μυστική οδηγία NSDD-77, με την οποία δημιουργήθηκε αυτό που είχε προαναγγελθεί με το λόγο που εκφώνησε στις 8 Ιουνίου του 1982 ενώπιον του βρετανικού Κοινοβουλίου : μια « υποδομή » για « την ακόμα μεγαλύτερη συμβολή στην παγκόσμια εκστρατεία για τη δημοκρατία » . Η οδηγία επισημαίνει ότι, για την επίτευξη του σκοπού, θα πρέπει να « συντονίζονται στενά οι προσπάθειες που επιχειρούνται στην εξωτερική πολιτική (στο διπλωματικό, οικονομικό και στρατιωτικό πεδίο) και να συνδέονται στενά με τους ακόλουθους τομείς της αμερικανικής κοινωνίας : εργασία, επιχειρηματικότητα, πανεπιστήμια, φιλανθρωπία, πολιτικά κόμματα, τύπος (...) ».
Χωρίς να αναφερθεί στην οδηγία, ο Ρέιγκαν παρουσίασε στο Κογκρέσο μια πρόταση του APF με τίτλο « Το Πρόγραμμα για τη Δημοκρατία ». Έτσι, στις 23 Νοεμβρίου 1983 ένας νόμος κύρωσε την ίδρυση του NED. Στις 16 Δεκεμβρίου, κατά τη διάρκεια της « τελετής » που οργανώθηκε με την ευκαιρία στο Λ. Οίκο, ο πρόεδρος δήλωσε : « Το πρόγραμμα δεν θα μείνει στη σκιά. Θα προβληθεί με υπερηφάνεια κάτω από το φως των προβολέων (...) Και, φυσικά, θα βρίσκεται σε συνάρτηση με τα εθνικά μας συμφέροντα »
Οι τέσσερις πυλώνες του NED
Τέσσερις οργανώσεις αποτελούν τους πυλώνες στους οποίους στηρίζεται το NED και είναι υπεύθυνες για τη διοίκησή του : Το Free Trade Union Institute (FTUI), βραχίονας της συνδικαλιστικής οργάνωσης AFL-CIO, που στη συνέχεια μετονομάστηκε σε Center for International Labor Solidarity (ACILS)- υπήρχε ήδη πριν από τη δημιουργία της NED. Οι άλλες τρεις οργανώσεις δημιουργήθηκαν ειδικά γι’ αυτό το σκοπό : το Center for International Private Entreprise (CIPE) από το Εμπορικό Επιμελητήριο, το International Republican Institute (IRI) από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το National Democratic Institute (NDI) από το Δημοκρατικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αν και από νομική άποψη επρόκειτο για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το NED εμφανίζεται στον κρατικό προϋπολογισμό. Ωστόσο, η χρηματοδότησή του εξαρτάται από την έγκριση του Κογκρέσου. Έτσι, η κυβέρνηση απεκδύεται επίσημα κάθε ευθύνης. Όμως, αυτό το καθεστώς προσφέρει και ένα άλλο στρατηγικό πλεονέκτημα. Για τον Ουίλιαμ Μπλουμ, πρώην υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών, « οι μη κυβερνητικές οργανώσεις αποτελούν μέρος της εικόνας και του μύθου (...) συμβάλλουν στη διατήρηση στο εξωτερικό ενός επιπέδου αξιοπιστίας το οποίο δεν θα μπορούσε να εξασφαλίσει μια κυβερνητική υπηρεσία ».
Τον Οκτώβριο του 1986 ξέσπασε το σκάνδαλο που κλόνισε την κυβέρνηση Ρέιγκαν : η παράνομη χρηματοδότηση του αγώνα ενάντια στην κυβέρνηση των Σαντινίστας στη Νικαράγουα οργανώθηκε από τον Λευκό Οίκο, κυρίως χάρη στο λαθρεμπόριο κοκαΐνης.
Σύμπτωση : ο συντονισμός του δικτύου έγινε από τον συνταγματάρχη Ολιβερ Νορθ, υπό την καθοδήγηση του Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας (National Security Council-NSC), και όλη αυτή η δομή ονομαζόταν... « Πρόγραμμα για τη Δημοκρατία ». Το NED διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στο εγχείρημα.
Κατά περίεργο τρόπο η έρευνα επικεντρώθηκε στη χρηματοδότηση του στρατιωτικού μηχανισμού των Κόντρας, των αντεπαναστατών της Νικαράγουας, και ενδιαφέρθηκε λιγότερο για τη « μη κυβερνητική οργάνωση » η οποία, από την ίδρυσή της και μέχρι το 1987, βρισκόταν υπό την εποπτεία του Ουόλτερ Ρέιμοντ, υψηλόβαθμου στελέχους της CIA και μέλους του διευθυντηρίου της υπηρεσίας πληροφοριών του NSC. « Το NED, το οποίο ήταν ο κληρονόμος του προγράμματος για τη Δημοκρατία" του Ρέιγκαν (...) προσέφερε οικονομικά μέσα σε πολλές ομάδες της Λατινικής Αμερικής. Μια από αυτές ήταν το Κουβανοαμερικανικό Εθνικό Ίδρυμα [FNCA] » , όπως δήλωσε ο Χόρχε Μας Κανόσα, τότε πρόεδρος του FNCA. Η εξτρεμιστική αυτή αντικαστρική οργάνωση ιδρύθηκε από το NSC την ίδια εποχή με το NED. Με το σύνθημα « Η ελευθερία της Κούβας περνάει από τη Νικαράγουα », το FNCA στρατεύτηκε ενάντια στους Σαντινίστας. Σύμφωνα με τον Κανόσα, « η συνεργασία προέκυψε όταν ο Θίοντορ Σάκλεϊ, πρώην αναπληρωτής διευθυντής της διεύθυνσης επιχειρήσεων της CIA και προϊστάμενος του τμήματος παράνομων ενεργειών, ζήτησε από τα μέλη του ιδρύματός μας να υποστηρίξουν την πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κεντρική Αμερική... ».
Το NED ανέλαβε δράση το 1987, εν μέσω του σκανδάλου. Τα δολάρια του συνέβαλαν στην ολοκλήρωση της συγκρότησης του μετώπου των οργανώσεων που ήταν αντίθετες με τους Σαντινίστας, στις οποίες συγκαταλεγόταν και η Διαρκής Επιτροπή της Νικαράγουας για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Χάρη σε αυτή την υποστήριξη η Βιολέτα Τσαμόρο, υποψήφια υποστηριζόμενη από την Ουάσιγκτον και ιδιοκτήτρια της « ανεξάρτητης » εφημερίδας « La Prensa », ανήλθε στην προεδρία το 1990. Όλα όσα είχαν επιχειρήσει οι Σαντινίστας για τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού χάθηκαν με την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου...
Δολάρια και στις ΜΚΟ
Το ταλέντο που επέδειξε το NED στη διοχέτευση χρημάτων, στη δημιουργία μη κυβερνητικών οργανώσεων, στη χειραγώγηση των προεκλογικών εκστρατειών και στη διεξαγωγή εκστρατειών παραπληροφόρησης οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στη μεγάλη εμπειρία που είχαν αποκτήσει σε αυτόν τον τομέα η CIA, η διεύθυνση του υπουργείου Εξωτερικών που ήταν επιφορτισμένη με τη χορήγηση βοήθειας (USAID) και πολλές προσωπικότητες της συντηρητικής « ελίτ » που ασχολούνταν με τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών. Με εξαίρεση τις τρομοκρατικές μεθόδους, η κυβέρνηση Ρέιγκαν χρησιμοποίησε τις ίδιες πρακτικές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης : « μια σταυροφορία των ΜΚΟ για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία, η οποία εμφανιζόταν λιγότερο ιμπεριαλιστική στο βαθμό που υποτίθεται ότι ανταποκρινόταν άμεσα στις ανάγκες των διαφωνούντων και των μεταρρυθμιστών σε ολόκληρο τον κόσμο ». Στις χώρες του « υπαρκτού σοσιαλισμού » η απόσταση ανάμεσα στους κυβερνώντες και τους υπηκόους τους διευκόλυνε το έργο του NED και των οργανώσεων που είχε δημιουργήσει : χάρη στα δολάρια και στη διαφήμιση κατασκεύασαν χιλιάδες διαφωνούντες. Μόλις επιτεύχθηκε η καθεστωτική αλλαγή, οι περισσότεροι από αυτούς (όπως και οι οργανώσεις τους) εξαφανίστηκαν άδοξα.
Ανάμεσα στις ιστορικές νίκες που διεκδικεί το NED περιλαμβάνεται η περίπτωση της Πολωνίας. Ήδη από το 1984 το ίδρυμα προχωρούσε στη διανομή « άμεσης βοήθειας » για τη δημιουργία συνδικάτων, εφημερίδων και ομάδων υπεράσπισης των ανθρώπινων δικαιωμάτων, « ανεξάρτητων » φυσικά. Για την εκστρατεία των προεδρικών εκλογών του 1989 το NED χορήγησε 2,5 εκατομμύρια δολάρια στο κίνημα Solidarnosc του οποίου ηγείτο ο Λεχ Βαλέσα, ο οποίος και ανήλθε στην εξουσία εκείνη τη χρονιά ως ισχυρός σύμμαχος της Ουάσιγκτον.
Αν και το NED σχεδιάστηκε στο πλαίσιο του αμερικανικού οπλοστασίου της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, η κατάρρευση του σοσιαλιστικού μπλοκ στην Ευρώπη αποτέλεσε το προοίμιο της πλανητικής επέκτασης των δραστηριοτήτων του. Από εκείνη τη στιγμή, χάρη στα δολάριά του και σε ορισμένους « εμπειρογνώμονες », κατόρθωσε να αναμειχθεί στις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές διαδικασίες περίπου 90 χωρών της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, της Ασίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Όπως παρατηρεί ο ερευνητής Τζέραλντ Σάσμαν, η ανάμειξη στις εκλογές « είναι εξαιρετικά σημαντική για την επίτευξη των συνολικών στόχων των Ηνωμένων Πολιτειών ». Το NED και διάφοροι άλλοι αμερικανικοί οργανισμοί παρουσιάζονται να συμμετέχουν στην « οικοδόμηση της δημοκρατίας ». Ωστόσο, ο Σάσμαν υπογραμμίζει το γεγονός ότι « αν και ενεργούν με λιγότερο απότομο τρόπο απ’ ό,τι η CIA μέχρι το 1970, οι μορφές εκλογικής χειραγώγησης στις οποίες επιδίδονται σήμερα αποτελούν την απόδειξη της ηθικής σκηνοθεσίας και της πολιτικής δραματουργίας που επιχειρήθηκε ».
Κατά τη διάρκεια των εκλογών του 1990 στην Αϊτή, το NED επένδυσε 36 εκατομμύρια δολάρια για τη στήριξη του Μαρκ Μπαζέν, πρώην υπαλλήλου της Παγκόσμιας Τράπεζας. Παρά την υποστήριξη, νικητής αναδείχθηκε (με μεγάλη διαφορά) ο Ζαν Μπερτράν Αριστίντ, ο οποίος ανατράπηκε στις 29 Σεπτεμβρίου του 1991 μετά από μια εκστρατεία των μέσων ενημέρωσης που χρηματοδοτήθηκε κι αυτή από το NED και την USAID. Η δικτατορία που ακολούθησε προκάλεσε το θάνατο 4.000 ανθρώπων...
Τα 10 πρώτα έτη ύπαρξής του « το NED διένειμε 200 εκατομμύρια δολάρια σε 1.500 σχέδια για τη στήριξη των φίλων της Αμερικής ». [16] Από το 1998 ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τη Βενεζουέλα. Σύμφωνα με τον Εϊτζι, « πρόκειται για μια κρυφή επιχείρηση ενάντια στην μπολιβαριανή επανάσταση. Ξεκίνησε επί προεδρίας Κλίντον και εντατικοποιήθηκε επί προεδρίας Μπους υιού. Μοιάζει με τις επιχειρήσεις που πραγματοποιήθηκαν ενάντια στους Σαντινίστας, όμως χωρίς τρομοκρατικές ενέργειες και εμπάργκο για την ώρα : εστιάζεται στην "προώθηση της δημοκρατίας, στην επίλυση των συγκρούσεων, στην εποπτεία της εκλογικής διαδικασίας και στην ενίσχυση της κοινωνίας των πολιτών" ».
Η αμερικανίδα δικηγόρος Εύα Γκόλιγκερ, ερευνώντας τα επίσημα έγγραφα της περιόδου 2001-2006 ανακάλυψε ότι το NED και η USAID παρέδωσαν σε ομάδες της αντιπολίτευσης και σε ιδιωτικά ΜΜΕ της Βενεζουέλας περισσότερα από 20 εκατομμύρια δολάρια. [17] Η « New York Times » αποκάλυψε στις 25 Απριλίου του 2002, μερικές ημέρες μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα ενάντια στον Τσάβες, ότι ο προϋπολογισμός του NED γι’ αυτή τη χώρα είχε τετραπλασιαστεί μερικούς μήνες πριν από την απόπειρα ανατροπής, με εντολή του Κογκρέσου.
Εμμονή με την Κούβα
Ωστόσο, το NED έχει επιδείξει τη μεγαλύτερη επιμονή στον αγώνα ενάντια στην κουβανική κυβέρνηση. Εκτιμάται ότι κατά την τελευταία εικοσαετία έχει επενδύσει 20 εκατομμύρια δολάρια για την προώθηση της « μετάβασης στη δημοκρατία », χωρίς να υπολογίζουμε τα 65 εκατομμύρια που διέθεσε για τον ίδιο σκοπό η USAID από το 1996.
Η Ουάσιγκτον επιμένει στην υπέρτατη χρησιμότητα των « δημοκρατικών » εκλογών. Ωστόσο, από το νόμο Τοριτσέλι (Cuban Democracy Act 1992) ώς το νόμο Χελμς-Μπάρτον (Cuban Liberty and Solidarity Act, 1996) και την Επιτροπή για τη Βοήθεια στην Ελεύθερη Κούβα (Commission for Assistance to a Free Cuba, Μάιος 2004), τα επίσημα κείμενα διευκρινίζουν ανοιχτά ότι οι αιρετοί εκπρόσωποι που θα προκύψουν από τις εκλογές θα πρέπει να είναι της αρεσκείας των Ηνωμένων Πολιτειών. Σχεδόν όλα τα ποσά της χρηματοδότησης διοχετεύονται σε αντεπαναστατικές οργανώσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη. Επιπλέον, η πολωνική, η ρουμανική και η τσεχική κυβέρνηση λαμβάνουν σημαντικό μερίδιο από αυτή τη χρηματοδότηση εφόσον συμμετέχουν στην εκστρατεία διεθνών πιέσεων ενάντια στην Κούβα. Μονάχα το 2005 το NED τούς προσέφερε 2,5 εκατομμύρια δολάρια γι’ αυτό το σκοπό. [18]
Επίσης, οι εκλογές και η επιχειρηματικότητα οφείλουν να συμβαδίζουν. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο αντιλαμβάνεται η Ουάσιγκτον τη δημοκρατία. Στις 20 Ιανουαρίου του 2004 ο πρόεδρος, στην ομιλία του για την κατάσταση της Ένωσης, ζήτησε από το Κογκρέσο το διπλασιασμό του προϋπολογισμού του NED, έτσι ώστε να καινοτομήσει στην « προώθηση των ελεύθερων εκλογών, της ελευθερίας των ανταλλαγών, της ελευθερίας του τύπου και των συνδικαλιστικών ελευθεριών στη Μέση Ανατολή ». Δηλαδή, κατά τρόπο ώστε να συνοδεύεται η στρατιωτική δράση με δουλειά στο ιδεολογικό επίπεδο. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η παρουσία του NED σε αυτή την περιοχή ήταν ασήμαντη.
Το 2003 το δίκτυό του εγκαταστάθηκε στο Αφγανιστάν. Στην ιστοσελίδα του μπορεί κανείς να διαβάσει ότι αποφάσισε να « αποκαταστήσει και να ενισχύσει το εμπόριο για να βοηθήσει την οικοδόμηση της δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς ». Για να προετοιμάσει το έδαφος, παρέχει « βοήθεια σε μια ολόκληρη σειρά εκκολαπτόμενων ΜΚΟ ». Με παρόμοιους στόχους, στο Ιράκ, χρηματοδοτούνται ορισμένες ΜΚΟ, ιδιαίτερα στο βόρειο τμήμα της κατεχόμενης χώρας. Όπως συμβαίνει και αλλού, οι τοπικές οργανώσεις που ενισχύονται από το NED καταλήγουν να εξαρτώνται από αυτό και στη συνέχεια να εργάζονται με έμβλημα τον « αγώνα για τη δημοκρατία », υπηρετώντας ένα σύστημα του οποίου τα συμφέροντα σπάνια συμπίπτουν με εκείνα του πληθυσμού της χώρας.
ΜΚΟ κατ’ όνομα
Μια φορά το χρόνο, ή όποτε άλλοτε του ζητηθεί, ο πρόεδρος του NED οφείλει να λογοδοτεί στην επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της αμερικανικής Γερουσίας, πράγμα πρωτοφανές για μη κυβερνητική οργάνωση. Στις 8 Ιουνίου του 2006 ο Καρλ Γκέρσμαν, πρόεδρος του NED από το 1984, επέμεινε στον επείγοντα χαρακτήρα που έχει η αύξηση του προϋπολογισμού για την « ενίσχυση της δημοκρατίας ». Υποστήριξε ότι στη Ρωσία, στη Λευκορωσία, στο Ουζμπεκιστάν, στη Βενεζουέλα και στην Αίγυπτο οι ΜΚΟ χρειάζονται επιπλέον μέσα, γιατί βρίσκονται αντιμέτωπες με « ημιαυταρχικές » κυβερνήσεις.
Στις 7 Δεκεμβρίου εκφώνησε σχεδόν τον ίδιο λόγο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατά τη διάρκεια της διάσκεψης « Democracy promotion : The European way ». Σύμφωνα με τον Μπλουμ, η φιλοσοφία του NED στηρίζεται στην ιδέα ότι οι κοινωνίες λειτουργούν καλύτερα « με την ελεύθερη επιχείρηση, τη συνεργασία των τάξεων (...), την περιορισμένη επέμβαση του κράτους στην οικονομία. Η οικονομία της αγοράς εξομοιώνεται με τη δημοκρατία, τις μεταρρυθμίσεις και την οικονομική μεγέθυνση. Πλέκεται το εγκώμιο των ξένων επενδύσεων (...) Οι αναφορές του NED επιμένουν με έμφαση στη "δημοκρατία". Ωστόσο, πρόκειται για τις ελάχιστες δημοκρατικές διαδικασίες και όχι για μια οικονομική δημοκρατία, επειδή τίποτε δεν πρέπει να απειλεί τις κατεστημένες εξουσίες (...) Συνοψίζοντας, τα προγράμματα του NED είναι εναρμονισμένα με τους θεμελιώδεις στόχους και τις ανάγκες της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης πραγμάτων ».
Το Σεπτέμβριο του 1989, ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, ο πρόεδρος Μπους πατήρ δήλωνε ότι η πρόκληση για τον « ελεύθερο κόσμο » ήταν η ενίσχυση των « θεμελίων της ελευθερίας ». Τον προηγούμενο χρόνο το καναδικό Κοινοβούλιο, ενθαρρυμένο από την Ουάσιγκτον, είχε δημιουργήσει ένα ίδρυμα όμοιο με το NED, με την ονομασία « Rights & Democracy ». Το 1992, ακολουθώντας το ίδιο μοντέλο, το βρετανικό κοινοβούλιο επισημοποίησε το « Westminster Foundation for Democracy ». Στη συνέχεια ακολούθησε η Σουηδία, με το « Swedish International Liberal Centre », η Ολλανδία με το ίδρυμα Άλφρεντ Μόζερ και η Γαλλία με τα ιδρύματα Ρομπέρ Σουμάν και Ζαν Ζορές (το τελευταίο συνδέεται με το Σοσιαλιστικό Κόμμα). Το δίκτυο των ιδρυμάτων του NED είχε πλέον εξαπλωθεί.
Μέσα σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο δημιουργήθηκε το Democracy Projects Database, το οποίο συντονίζει σχεδόν 6.000 προγράμματα ΜΚΟ σε ολόκληρο τον κόσμο. Το NED βρίσκεται επίσης στο κέντρο του Network of Democracy Research Institutes [19], στο οποίο συμμετέχουν « ανεξάρτητα ινστιτούτα που συνδέονται με πολιτικά κόμματα, συνδικάτα, πανεπιστήμια και κινήματα για τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα ». Στόχος του είναι η διευκόλυνση της επαφής « ανάμεσα στους λόγιους και στους ακτιβιστές της δημοκρατίας ». Εξάλλου, το NED φιλοξενεί τη γραμματεία του Center for International Media Assistance, « προγράμματος που έχει στόχο τη συγκέντρωση εμπειρογνωμόνων ειδικευμένων στα μέσα ενημέρωσης έτσι ώστε να ενισχυθεί η υποστήριξη του ελεύθερου και ανεξάρτητου τύπου ανά τον κόσμο » [20].
Στην επίσημη ιστοσελίδα του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών ο Γκέρσμαν δηλώνει ότι όλα αυτά τα ιδρύματα, τα άτομα και οι οργανώσεις συγκλίνουν προς τη « δημιουργία ενός φιλοδημοκρατικού παγκόσμιου κινήματος ». Πρόκειται για ένα « δίκτυο των δικτύων », στο κέντρο του οποίου βρίσκεται το NED. Στο πρόγραμμα προσχώρησαν κι άλλα ιδρύματα : το γερμανικό Friedriech-Ebert-Stiftung, το σουηδικό Olof Palme Center, το αυστριακό Karl Renner Institut και το ισπανικό Fundation Pablo Iglesias, που συνδέεται με το ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE).
Το 1996, για να δικαιολογηθεί η αύξηση του προϋπολογισμού του NED, υποβλήθηκε στο Κογκρέσο μια ιδιαίτερα διαφωτιστική έκθεση : « Ο πλανητικός πόλεμος των ιδεών βρίσκεται στο αποκορύφωμά του. Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν την πολυτέλεια να εγκαταλείψουν ένα εργαλείο που διαθέτει τόσο μεγάλη αποτελεσματικότητα σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, σε μια εποχή που τα συμφέροντά τους και οι αξίες τους δέχονται ισχυρή ιδεολογική επίθεση από πολλές αντιδημοκρατικές δυνάμεις σε ολόκληρο τον κόσμο (...) Οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να απειλούνται από επίμονα κομουνιστικά καθεστώτα, από νεοκομουνιστές, από επιθετικές δικτατορίες ριζοσπαστών εθνικιστών και ισλαμιστών φονταμενταλιστών. Κάτω από αυτές τις συνθήκες οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να επιτρέψουν στον εαυτό τους να εγκαταλειφθεί το ιδεολογικό πεδίο της μάχης ενάντια στους εχθρούς της ελεύθερης και ανοιχτής κοινωνίας. Το NED χρειάζεται συνεχή χρηματοδότηση, η οποία άλλωστε αποτελεί μια συνετή επένδυση για την εξασφάλιση του μέλλοντος » . Τρία χρόνια αργότερα ο Μπένζαμιν Γκίλμαν, πρόεδρος της επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων του Κογκρέσου, επανέλαβε, τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτής της έκθεσης :
Δημοκρατία, ελεύθερες εκλογές, ελευθερία της έκφρασης... Ο Μπλουμ μεταφράζει ως εξής όλη αυτή τη ρητορική : « Το μόνο που κάναμε ήταν να μεταφέρουμε ορισμένες απεχθείς δραστηριότητες της CIA σε μια νέα οργάνωση με περισσότερο εύηχο όνομα. Η δημιουργία του NED αποτελεί ένα αριστούργημα πολιτικής, δημοσίων σχέσεων και κυνισμού ».
έχει και περισσότερα ....στο http://eglimatikotita.blogspot.com/2010/02/cia-washington-post.html
Δελτιο 11.Πρίν το NED υπήρχε το Freedom House, που εξακολουθεί να αγωνίζεται για την προστασία της αμερικανόφιλης παραπληροφόρησης και να προστατεύει δημοσιογράφους όπως ο Τρίμης και ο Κούλογλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου